Του Marcin Hencz
Αντικομμουνιστής στην αντιπολίτευση τα χρόνια της Τρίτης Πολωνικής Δημοκρατίας, αντιπρόεδρος του πολωνικού κοινοβουλίου, δύο φορές πρωθυπουργός της Πολωνίας και πρόεδρος της Ευρώπης, τιμημένος με πολυάριθμες διεθνείς διακρίσεις. Μπορεί κανείς με ασφάλεια να πει ότι ο Ντόναλντ Τουσκ θα ήταν ο πιο ικανός προεδρικός υποψήφιος στις πολωνικές εκλογές του 2020. Τούτου δοθέντος, επιτρέψτε μου να σας πω γιατί πιστεύω πως είναι θετικό το γεγονός ότι αποφάσισε να μην είναι υποψήφιος.
Αν αναλύσουμε τις προηγούμενες προεδρικές εκλογές, καθίσταται σαφές ότι οι Πολωνοί δεν ψηφίζουν υπέρ πολιτικών προσωπικοτήτων με κύρος. Είναι πιθανότερο να υποστηρίξουν τους υποψήφιους με τους οποίους μπορούν να φανταστούν ότι θα συζητούσαν για τα ζητούμενα της επικαιρότητας σε ένα δείπνο.
Όσοι ακόμη βλέπουν τον Ντόναλντ Τουσκ ως έναν θρυλικό εξολοθρευτή του κόμματος του Νόμου και της Δικαιοσύνης (PiS), φαίνεται ότι δεν αντιλαμβάνονται ότι θεωρούνταν μια ανάσα φρέσκου αέρα ήδη πριν από 10 με 15 χρόνια. Τότε, η πολωνική κοινωνία χαρακτηριζόταν από συγκεκριμένες αξίες, προσδοκίες και ιδέες. Ο Ντόναλντ Τουσκ εξέφρασε τέλεια αυτές τις αξίες όταν βρέθηκε στην εξουσία. Σήμερα, κάτι άλλο είναι της μόδας.
Ένα παρόμοιο φαινόμενο γνωρίσαμε και στο παρελθόν με το κόμμα της Συμμαχίας της Δημοκρατικής Αριστεράς (SLD) που ήταν εμμονικά προσκολλημένο σε έμπειρους ηγέτες, όπως ο πρώην πρόεδρος της Πολωνίας Αλεξάντερ Κβασνιέβσκι.
Μολονότι αυτοί οι πολιτικοί συνδέονται με τις θετικές αναμνήσεις όσων τους ψήφισαν στο παρελθόν, δεν μπορούν να συγκεντρώσουν την υποστήριξη των νεότερων ψηφοφόρων, ούτε να αποσπάσουν ψήφους από τους αντιπάλους τους. Φαίνονται παρωχημένοι. Το ίδιο ισχύει και με τον Ντόναλντ Τουσκ και τους ψηφοφόρους που δεν έχουν συμπληρώσει τα 40 έτη ηλικίας.
Η κριτική ότι το κόμμα της Πλατφόρμας Πολιτών (PO) μένει προσκολλημένο στο παρελθόν αντί να επιβάλλει μια νέα αφήγηση είναι εύλογη. Αν ο Ντόναλντ Τουσκ εμπλεκόταν για μια ακόμη φορά στην πολωνική πολιτική σκηνή, θα κατέληγε να ενισχύσει το κατεστημένο και θα έμοιαζε ως προς αυτό με τον ηγέτη του κόμματος, Grzegorz Schetyna στη ρητορική του.
Είναι αδύνατο να μάθει κανείς νέα κόλπα αν παίζει ποδόσφαιρο συνέχεια στην αυλή του σπιτιού του. Έτσι, το κόμμα θα συνέχιζε να παραδέρνει, αλλά αυτή τη φορά με τον αγαπημένο του καπετάνιο στο τιμόνι. Δεν είναι όμως αυτό το ζητούμενο.
Βάζοντας στο προσκήνιο την πρώην πρωθυπουργό Beata Szydlo και τον νυν Πρόεδρο Andrzej Duda για τα αντίστοιχα αξιώματα, το PiS ήθελε να αλλάξει την εικόνα τους. Το μήνυμα αυτό ενισχύθηκε με την εισαγωγή νεότερων πολιτικών στις κομματικές δομές.
Σε ολόκληρη την Πολωνία προωθούνται νέοι ηγέτες με τοπική αναφορά, οι οποίοι υποχρεώνουν τους γηραιότερους συναδέλφους τους να τους κάνουν χώρο στο τραπέζι της εξουσίας. Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι αυτοί είναι συνήθως οι άνθρωποι που σπάνε την στερεοτυπική εικόνα του εκπροσώπου του PiS.
Σήμερα βρισκόμαστε στο ίδιο σταυροδρόμι με το 2014. Μολονότι γνωρίζω καλά ότι η γενεακή επανάσταση είναι δύσκολη - ιδίως για εκείνους που επηρεάζονται άμεσα από αυτήν - σε κάθε περίπτωση είναι αναπόφευκτη. Ένα κόμμα που ταυτίζεται μόνο με τα ιδανικά μιας συγκεκριμένης γενιάς χάνει την επικαιρότητά του όταν αυτή η γενιά βγαίνει από το προσκήνιο.
Αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα είναι νέα πρόσωπα και ένας τελείως διαφορετικός λόγος. Αυτό έγινε εμφανές ιδίως χάρη σε αναδυόμενους αστέρες της πολωνικής πολιτικής σκηνής όπως ο Franek Starczewski, ένας νεοεκλεγείς νεαρός βουλευτής που μπήκε στο κοινοβούλιο ως ο τελευταίος υποψήφιος του ψηφοδελτίου στην πόλη του Πόζναν, ή με την ευρεία υποστήριξη υπέρ της Malgorzata Kidawa-Blonska που προβλήθηκε ως η πιθανή επόμενη πρωθυπουργός αν η Συμμαχία Πολιτών κερδίσει στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2019.
Οι άνθρωποι θέλουν να δουν νέα πρόσωπα, γι' αυτό και οι επερχόμενες προεδρικές εκλογές μπορεί να είναι η τέλεια ευκαιρία για να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο. Ας μην θυμώσουμε με τη Συμμαχία Πολιτών αν δεν κερδίσει ο υποψήφιός της. Αντιθέτως, να θυμώσουμε αν η ήττα πάρει τα χαρακτηριστικά της υποψηφιότητας Κομορόφκι.
Η εστίαση στο να εμποδιστεί η νίκη του PiS δεν αποτελεί στρατηγική. Αντιθέτως, η αντιπολίτευση θα πρέπει να επικεντρωθεί στον ορισμό ενός υποψηφίου που θα κερδίσει γιατί θα είναι καλύτερος υποψήφιος και θα δώσει στους ανθρώπους την ελπίδα μιας καινούργιας αρχής.
Γι' αυτό τον λόγο, μολονότι ο Ντόναλντ Τουσκ θα ήταν όντως ο καλύτερος προεδρικός υποψήφιος, μπορεί να είναι ευκολότερο για κάποιον άλλο υποψήφιο να κερδίσει, απ' ό,τι θα ήταν για εκείνον.
--
Ο Marcin Hencz είναι μέλος της Πλατφόρμας πολιτών.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 20 Νοεμβρίου 2019 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του 4Liberty.eu και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.
AP Photo/Darko Vojinovic