Γιατί δεν πρέπει να χαλαρώσουμε τώρα την παγκοσμιοποίηση (μέρος 1)

Γιατί δεν πρέπει να χαλαρώσουμε τώρα την παγκοσμιοποίηση (μέρος 1)

Του Mikko Arevuo

Η πρόοδος που έχει επιτευχθεί χάρη στο ελεύθερο εμπόριο και την παγκοσμιοποίηση τίθεται σε σοβαρό κίνδυνο από την πανδημία του COVID-19. Ήδη οι σειρήνες τραγουδούν για μεγαλύτερη κρατική παρέμβαση στην οικονομική ζωή όπως επιθυμεί η πολιτική αριστερά, ενώ οι δεξιοί λαϊκιστές ζητούν περισσότερο προστατευτισμό ή “απο-παγκοσμιοποίηση”. Μπαίνουν στην άκρη οι πολλές ενδείξεις που υπογραμμίζουν τη σημασία των ισχυρών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων για την οικονομική ανάπτυξη, ή το γεγονός ότι η απορρύθμιση των εγχώριων και παγκόσμιων αγορών, καθώς και οι λογικές πολιτικές για τον ανταγωνισμό και τη φορολόγηση είχαν μέχρι σήμερα ένα τεράστιο θετικό αποτέλεσμα σε ό,τι αφορά την παγκόσμια ευημερία και οδήγησαν σε τεράστια μείωση της απόλυτης φτώχειας. Αυτό το άρθρο υπερασπίζεται την παγκοσμιοποίηση ως μια δύναμη του καλού, χωρίς “ναι μεν, αλλά”. Μολονότι οι παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες μπορεί να αναδιαμορφωθούν καθώς ο κόσμος βγαίνει από την πανδημία, δεν είναι η ώρα να πετάξουμε το μωρό μαζί με τα απόνερα επιλέγοντας καταστροφικές πολιτικές που θα περιορίσουν το ελεύθερο εμπόριο και θα καταπνίξουν την επιχειρηματικότητα και την καινοτομία. Ακόμη, θα εξετάσω το ευαίσθητο ζήτημα της ανισότητας για να υποστηρίξω ότι λιγότερη παγκοσμιοποίηση δεν θα έχει ως αποτέλεσμα λιγότερη ανισότητα αλλά ακριβώς το αντίθετο, και για να διαλύσω κάποιους από τους μύθους που αφορούν την παγκοσμιοποίηση.

Η παγκοσμιοποίηση είναι κάτι καλό

Υπάρχουν επαρκή δεδομένα που καταδεικνύουν ότι καθώς οι χώρες παγκοσμιοποιούνται, οι πολίτες τους επωφελούνται από την πρόσβασή τους σε μια ποικιλία αγαθών και υπηρεσιών, από χαμηλότερες τιμές, μεγαλύτερο αριθμό καλοπληρωμένων θέσεων εργασίας, καλύτερη υγεία και καλύτερο συνολικά επίπεδο διαβίωσης. Καθώς αυξάνεται ο αριθμός των χωρών που έχουν ανοίξει περισσότερο στις παγκόσμιες οικονομικές δυνάμεις, το ποσοστό του αναπτυσσόμενου κόσμου που ζει σε συνθήκες ακραίας φτώχειας έχει μειωθεί δραματικά.

Το 1820, μόλις μια απειροελάχιστη ελίτ απολάμβανε υψηλό επίπεδο διαβίωσης, ενώ η τεράστια πλειονότητα των ανθρώπων ζούσε σε συνθήκες που σήμερα θα χαρακτηρίζαμε ως ακραίας φτώχειας. Έκτοτε, το ποσοστό των ανθρώπων που ζουν υπό συνθήκες ακραίας φτώχειας μειώνεται συνεχώς. Ολοένα και περισσότερες περιοχές του κόσμου έχουν εκβιομηχανιστεί και συνεπώς έχουν αυξήσει την παραγωγικότητά τους, πράγμα που τους επέτρεψε να βγάλουν περισσότερους ανθρώπους από τη φτώχεια. Το 1950, τα δύο τρίτα του κόσμου ζούσαν υπό ακραία φτώχεια. Το 1981, το ποσοστό αυτό βρισκόταν ακόμη στο 42%. Το 2015, την τελευταία χρονιά για την οποία έχουμε σωρευτικά δεδομένα, το ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού που βρισκόταν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας είχε πέσει κάτω από το 10%.

[https://iea.org.uk/wp-content/uploads/2020/05/pov.png]

Υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που συμβάλλουν στη συνολική βελτίωση της ευημερίας. Ένας από τους κομβικότερους, είναι η αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει εξαγορές, την εγκαθίδρυση εγκαταστάσεων τοπικής παραγωγής, ή άλλες μορφές μόνιμων επενδύσεων από ξένες εταιρίες ή από άτομα που προέρχονται από μια χώρα σε επιχειρηματικά συμφέροντα που εδράζουν σε μια άλλη χώρα. Άλλοι παράγοντες είναι για παράδειγμα η διάδοση της τεχνολογίας, οι ισχυροί κοινωνικοί θεσμοί, οι υγιείς μακροοικονομικές πολιτικές, το μορφωμένο εργατικό δυναμικό, και η ύπαρξη μιας οικονομίας της αγοράς. Κατά βάση όμως, όλες αυτές οι θετικές εξελίξεις αφορούν αυτό που μπορεί να χαρακτηριστεί ως “ανταγωνιστικό πνεύμα της αξιοκρατίας” που “δημιούργησε εξαιρετική ευημερία και πλούτο νέων ιδεών”. Στο όνομα της αποτελεσματικότητας και της οικονομικής ελευθερίας, τα κράτη άνοιξαν τις αγορές στον ανταγωνισμό και η παγκοσμιοποίηση έβγαλε εκατομμύρια ανθρώπους που ζουν σε αναδυόμενες αγορές από τη φτώχεια.

Ακόμη, η παγκοσμιοποίηση δημιούργησε άνευ προηγουμένου ευκαιρίες διεθνούς εμπορίου για τις εταιρίες. Ως αποτέλεσμα της αφαίρεσης των εμποδίων στο εμπόριο, τις απορρύθμισης των οικονομικών συναλλαγών, της εναρμόνισης των προτύπων για τα προϊόντα και των νομικών πλαισίων, είναι σήμερα σχετικά εύκολο οι εταιρίες να πωλούν σε ξένες αγορές τα προϊόντα που παράγουν στις χώρες όπου εδράζουν, να προμηθεύονται πρώτες ύλες και προϊόντα από ολόκληρο τον κόσμο, ή ακόμη και να εγκαθιστούν δραστηριότητες όπως τις εφοδιαστικές τους αλυσίδες σε μία ή περισσότερες ξένες χώρες. Οι εμπορικές δυνατότητες της παγκοσμιοποίησης παρέχουν στις εταιρίες στρατηγικές ευκαιρίες να οικοδομήσουν ένα συγκριτικό πλεονέκτημα και να φέρνουν συνεχώς νέα καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες στην αγορά, συχνά με χαμηλό κόστος για τον καταναλωτή.

Οι σειρήνες της αποπαγκοσμιοποίησης

Ενώ οι περισσότερες χώρες έχουν υιοθετήσει την παγκοσμιοποίηση γνωρίζοντας σημαντική αύξηση εισοδημάτων, άλλες χώρες που την απέρριψαν, ή την υιοθέτησαν χλιαρά, έχουν μείνει πίσω. Ένα παρόμοιο φαινόμενο παρατηρείται εντός συγκεκριμένων χωρών, όπου κάποιοι άνθρωποι έχουν ωφεληθεί περισσότερο από την παγκοσμιοποίηση απ’ όσο άλλοι. Η αύξηση μάλιστα των εισοδημάτων σε ολόκληρο τον κόσμο έχει συνοδευτεί από μια διεύρυνση της ανισότητας εντός κάποιων χωρών που ανήκουν τόσο στις αναπτυσσόμενες όσο και στις ανεπτυγμένες οικονομίες.

Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, κατά το διάστημα 2008-2013 το εισοδηματικό χάσμα διευρύνθηκε σε 34 από 83 χώρες καθώς τα εισοδήματα αυξήθηκαν γρηγορότερα για όσους βρίσκονταν μεταξύ του πλουσιοτέρου 60% της εισοδηματικής κατανομής απ’ όσο για όσους βρίσκονταν στο φτωχότερο 40%, και σε 23 χώρες οι άνθρωποι στο φτωχότερο 40% είδαν τα εισοδήματά τους να μειώνονται.

Η αύξηση των εισοδημάτων υπήρξε ιδιαίτερα έντονη στην κορυφή της κατανομής εισοδημάτων. Περίπου το 46% της συνολικής αύξησης των εισοδημάτων κατά το διάστημα 1998-2011 πήγε στο πλουσιότερο 10%. Από το 2000, το 50% της αύξησης του παγκόσμιου πλούτου ωφέλησε μόνο το πλουσιότερο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού. Αντιστρόφως, το φτωχότερο 50% του παγκόσμιου πληθυσμού έλαβε μόλις το 1% της αύξησης αυτής. Συνεπώς, ο παγκόσμιος πλούτος έγινε πολύ περισσότερο συγκεντρωτικός. Το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού κατείχε το 2000 το 32% συνολικού παγκόσμιου πλούτου. Το 2010 το ποσοστό αυτό είχε αυξηθεί σε 46%. Οι υπερπλούσιοι, το πλουσιότερο 0,1% τα πήγε ακόμη καλύτερα. Για παράδειγμα, το ποσοστό του εθνικού πλούτου μεταξύ των υπερπλούσιων στις Ηνωμένες Πολιτείες αυξήθηκε από 12% το 1990 σε 19% το 2008 πριν την χρηματοπιστωτική κρίση, και σε 22% το 2012. Για να δούμε αυτούς τους αριθμούς σε ένα πλαίσιο, μπορούμε να μετρήσουμε την απόλυτη και τη σχετική ανισότητα μέσω του παγκόσμιου συντελεστή Gini που δημοσίευσαν τα Ηνωμένα Έθνη το 2016.

[https://iea.org.uk/wp-content/uploads/2020/05/ineq.png]

Μολονότι η απόλυτη ανισότητα εισοδημάτων αυξήθηκε σε πολλές χώρες, συνολικά παγκοσμίως περιορίστηκε λόγω της σύγκλισης των εισοδημάτων των αναπτυσσόμενων και των ανεπτυγμένων περιοχών. Η σχετική παγκόσμια ανισότητα μειώνεται σταθερά τις τελευταίες δεκαετίες, από έναν σχετικό συντελεστή Gini 0,74 το 1975 στο 0,63 το 2010 καθώς μειώνεται η ανισότητα μεταξύ των χωρών. Αυτό οφείλεται στην εξαιρετική οικονομική ανάπτυξη κυρίως στην Κίνα και την Ινδία, και συνέβη παρά την αυξανόμενη τάση προς ανισότητα εντός των χωρών. Αντιθέτως, η απόλυτη ανισότητα, όπως μετριέται από τον απόλυτο συντελεστή Gini έχει αυξηθεί δραματικά από τα μέσα της δεκαετίας του 1970.

Κάποιοι οικονομολόγοι ανησυχούν ότι η διεύρυνση των διαφορών μεταξύ των εισοδημάτων μπορεί να έχει αρνητικές παράπλευρες συνέπειες. Από τη μια πλευρά, η ανισότητα μπορεί να ενισχύει την οικονομική ανάπτυξη, καθώς οι πλούσιοι αποταμιεύουν και επενδύουν περισσότερο, και καθώς οι άνθρωποι εργάζονται σκληρότερα αντιδρώντας σε κίνητρα. Από την άλλη πλευρά, τα μεγάλα εισοδηματικά χάσματα μπορεί επίσης να δημιουργήσουν αναποτελεσματικότητες καθώς μπορεί να αποκλείσουν ταλαντούχους φτωχούς ανθρώπους από την πρόσβαση στην εκπαίδευση, ή να προκαλέσουν απογοήτευση που θα οδηγήσει σε λαϊκιστικές πολιτικές που καταστρέφουν την ανάπτυξη. Ένας υψηλός συντελεστής Gini από μόνος του δεν θα πρέπει πάντα να θεωρείται ανησυχητικός, καθώς τα εισοδηματικά χάσματα μπορεί να αναδύονται από καλές αιτίες, όπως όταν οι άνθρωποι ανταμείβονται για την παραγωγική τους εργασίας, ή από κακές αιτίες, όταν τα φτωχά παιδιά δεν έχουν τις ίδιες ευκαιρίες με τα πλούσια.

Κάποιες κοινωνίες ενδιαφέρονται περισσότερο για την ισότητα στις ευκαιρίες, ενώ άλλες για την ισότητα των αποτελεσμάτων. Οι ευρωπαϊκές χώρες τείνουν να είναι περισσότερο εξισωτικές, καθώς οι άνθρωποι εκεί πιστεύουν ότι σε μια δίκαιη κοινωνία δεν πρέπει να υπάρχουν μεγάλα εισοδηματικά χάσματα. Αυτό όμως μπορεί να καταπνίξει τις φιλοδοξίες και την επιχειρηματικότητα, ιδίως αν αυτή η πολιτική εφαρμόζεται μέσω τιμωρητικών φορολογικών συντελεστών και όχι από φορολογικά εισοδήματα που πηγάζουν από την οικονομική ανάπτυξη. Οι Αμερικανοί και οι Κινέζοι τείνουν να δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην ισότητα των ευκαιριών που είναι διαθέσιμες στους πολίτες τους. Εφόσον οι άνθρωποι μπορούν να ανέλθουν την κοινωνική κλίμακα, πιστεύουν ότι μια κοινωνία με μεγάλα εισοδηματικά χάσματα μπορεί να παραμένει δίκαιη. Έτσι, στατικά μεγέθη εισοδηματικών χασμάτων όπως εκφράζονται από δείκτες όπως ο συντελεστής Gini λένε μόνο μια πλευρά της ιστορίας. Οι περισσότεροι όμως άνθρωποι πιθανότατα θα συμφωνήσουν ότι εκεί όπου μειώνεται η κοινωνική κινητικότητα ως αποτέλεσμα εισοδηματικών διαφορών, ένας υψηλός συντελεστής Gini είναι προβληματικός.

Στο πλαίσιο αυτής της ανισότητας που θεωρείται ότι προκλήθηκε από την παγκοσμιοποίηση, οι προστατευτικές εμπορικές πολιτικές που προάγονται από λαϊκιστές τόσο στην αριστερά, όσο και στη δεξιά, και πιθανότατα υποστηρίζονται με τον σαφέστερο τρόπο από την κυβέρνηση Τραμπ, έφτασαν να κυριαρχούν στον σημερινό δημόσιο διάλογο. Αυτές οι εκκλήσεις για προστατευτισμό και αποπαγκοσμιοποίηση έχουν ενταθεί ως αποτέλεσμα της πανδημίας του COVID-19.

Για τους εργαζόμενους σε παγκοσμιοποιημένους κλάδους των δυτικών οικονομιών που είδαν τους πραγματικούς τους μισθούς να βαλτώνουν καθώς υποχρεώθηκαν να ανταγωνιστούν με εργαζόμενους στην Ασία, μια τάση αποπαγκοσμιοποίησης μπορεί να φανεί ανακουφιστική. Όμως αυτό είναι μόνο η μία πλευρά της ιστορίας. Η αντίληψη της παγκοσμιοποίησης ως μιας διαδικασίας όπου κυρίως αμερικανικές και ευρωπαϊκές εταιρίες μετακίνησαν τις εφοδιαστικές τους αλυσίδες για να επωφεληθούν από τη φθηνότερη εργασία στην Ασία φτάνει στο τέλος της, καθώς οι μισθοί σε χώρες με μέχρι πρότινος φτηνό εργασιακό κόστος αυξάνονται σταθερά. Θα συνεχίσει να έχει νόημα οι παγκόσμιες εταιρίες να μετακινούν ένα μέρος της διαδικασίας παραγωγής στο εξωτερικό, αλλά όχι με τον συγκεκριμένο στόχο να μειώσουν το εργασιακό τους κόστος. Στον κόσμο του 21ου αιώνα, οι εφοδιαστικές αλυσίδες στην Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική και την Ασία θα βασίζονται ολοένα και περισσότερο στη δυνατότητα παραγωγής προϊόντων κοντά στο σπίτι του καταναλωτή. Στην Ασία και την Ευρώπη, το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου ήδη είναι ενδοπεριοχικό όπως συμβαίνει για παράδειγμα με την ΕΕ και άλλα εμπορικά μπλοκ σε διάφορες περιοχές. Αξίζει ιδιαίτερα να σημειωθεί ότι οι ασιατικές εταιρίες το 2017 έκαναν περισσότερες πωλήσεις στο εξωτερικό εντός της Ασίας απ’ ό,τι στις ΗΠΑ, γεγονός που καταδεικνύει μια αλλαγή στην παγκόσμια εμπορική ροή.

Όποια μορφή κι αν πάρει η παγκοσμιοποίηση στο μέλλον σε ό,τι αφορά τις γεωγραφικές περιοχές και τη μετακίνηση των εφοδιαστικών αλυσίδων καθώς και τις πολιτικές παρεμβάσεις, το παγκόσμιο εμπόριο θα παραμείνει. Μάλιστα, πιθανότατα θα επιταχυνθεί ακόμη περισσότερο με την ψηφιοποίηση του εμπορίου και την ολοένα και μεγαλύτερη μετακίνηση από την παραγωγή προϊόντων στην παραγωγή υπηρεσιών. Η ψηφιοποίηση θα διευκολύνει τις μικρότερες εταιρίες και τις νεοφυείς “εξ αρχής παγκόσμιες” εταιρίες να συμμετέχουν σε μια παγκόσμια οικονομία μέσω του ηλεκτρονικού εμπορίου. Αυτές οι “εξ αρχής παγκόσμιες” εταιρίες είναι συνήθως μικρές επιχειρήσεις που βασίζονται σε τεχνολογικές πλατφόρμες και ιδρύθηκαν εξ αρχής για να εξυπηρετούν παγκόσμιες αγορές. Σκεφτείτε για παράδειγμα την λίγο γνωστή εταιρία βιντεοσυσκέψεων Zoom που έγινε γνωστή παγκοσμίως μόλις πριν από λίγες εβδομάδες.

Οι ροές των ψηφιακών δεδομένων ήδη εκτιμάται πως συνεισφέρουν έως και 450 δις δολάρια στην παγκόσμια ανάπτυξη ετησίως. Αυτό όμως σημαίνει επίσης ότι υπάρχουν εργαζόμενοι που αναπόφευκτα θα μείνουν πίσω στην επέλαση της παγκοσμιοποίησης. Η προστασία των εργαζομένων που πλήττονται από το εμπόριο και την παγκοσμιοποίηση δεν είναι λύση από μόνη της. Πέρα απ’ αυτό, όπου είναι εφικτό, τα πολιτικά μέτρα θα απαιτούν μια συντονισμένη προσπάθεια τόσο από τις κυβερνήσεις όσο και από τις επιχειρήσεις να επενδύσουν σε πληττόμενες κοινότητες, να συνταιριάξουν μικρότερες εταιρίες με ξένες αγορές, να συνταιριάξουν κοινότητες με ξένους επενδυτές, να διασφαλίσουν την ανεμπόδιστη πρόσβαση των μικρών εταιριών και των νεοφυών σε διασυνοριακές ψηφιακές πλατφόρμες, και να παράσχουν επαρκή μέτρα ενός δικτύου ασφαλείας.

--

Ο Mikko Arevuo είναι λέκτορας Στρατηγικής και Ηγεσίας στο Regent’s, University London.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 22 Μαΐου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.