Του Kristian Niemietz*
Στο θεμελιώδες βιβλίο του Καπιταλισμός, Σοσιαλισμός και Δημοκρατία (1942), ο Αυστριακός οικονομολόγος Joseph Schumpeter εξήγησε ως εξής ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των καπιταλιστικών οικονομιών:
“Τα τυπικά επιτεύγματα της καπιταλιστικής παραγωγής είναι το φτηνό ύφασμα από βαμβάκι και ρεγιόν, οι μπότες, τα αυτοκίνητα και ούτω καθεξής, και όχι κατά κανόνα κάποιες βελτιώσεις που θα σήμαιναν πολλά για έναν πλούσιο. Η βασίλισσα Ελισάβετ είχε μεταξωτές κάλτσες. Το επίτευγμα του καπιταλισμού δεν αφορά συνήθως την παροχή περισσότερων μεταξωτών καλτσών για τις βασίλισσες, αλλά το να γίνονται αυτές προσβάσιμες στα κορίτσια των εργοστασίων”.
Τα παραδείγματα αυτά μπορεί να ακούγονται λίγο παρωχημένα, αλλά η βασική οικονομική λογική εξακολουθεί να ισχύει: ο καπιταλισμός έχει ένα εντυπωσιακό ιστορικό μετατροπής των προϊόντων πολυτελείας σε ευρέως διαθέσιμα και εύκολα προσιτά προϊόντα μαζικής αγοράς. Τα περισσότερα από τα καταναλωτικά αγαθά που θεωρούμε σήμερα δεδομένα ήταν κάποτε αγαθά πολυτελείας, προτού επιχειρηματίες που αναζητούσαν κέρδος επινοήσουν καινοτομίες που μείωσαν το κόστος και τα έκαναν προσιτά σε όλους.
Αυτό εγείρει ένα σημαντικό ερώτημα: εάν ο καπιταλισμός είναι τόσο αποτελεσματικός στο να μειώνει το κόστος και να βελτιώνει την οικονομική προσβασιμότητα, πώς γίνεται να υπάρχει κρίση κόστους διαβίωσης σήμερα; Πώς είναι δυνατόν τόσοι πολλοί άνθρωποι να δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα;
Η σύντομη απάντηση είναι ότι οι «σουμπιτεριανές» τάσεις του καπιταλισμού μπορούν να υπερσκελιστούν από άλλους παράγοντες. Ειδικότερα, αυτή που συχνά τις παρεμποδίζει είναι η κυβερνητική πολιτική.
Για να είμαστε δίκαιοι, η τρέχουσα άνοδος του πληθωρισμού οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, σε παράγοντες στους οποίους η κυβέρνηση έχει ελάχιστο έλεγχο. Επίσης, σε καμία περίπτωση αυτό το φαινόμενο δεν είναι μοναδικό στο Ηνωμένο Βασίλειο: πολλές άλλες οικονομίες αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα.
Αλλά αυτό που διαφοροποιεί τη βρετανική κατάσταση είναι ότι ξεκινήσαμε από μια ήδη κακή αφετηρία. Σε ό,τι αφορά τις βασικές ανάγκες διαβίωσης, το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν ήδη ένα ασυνήθιστα ακριβό μέρος για να ζει κανείς πολύ πριν μας χτυπήσει η τρέχουσα κρίση του κόστους διαβίωσης. Δεν υπάρχει τίποτα αναπόφευκτο σε αυτό - πρόκειται για το αποτέλεσμα κακών πολιτικών επιλογών, οι οποίες θα μπορούσαν να αντιστραφούν.
Στη νέα μας έκθεση Cutting Through: How to address the cost of living crisis, πέντε από τους συναδέλφους μου στο Institute of Economic Affairs και εγώ περιγράφουμε την έκταση του προβλήματος, διερευνούμε τις αιτίες του και βρίσκουμε λύσεις. Εξετάζουμε έξι διαφορετικούς τομείς πολιτικής: τη φροντίδα των παιδιών, τη στέγαση, το κράτος-γκουβερνάντα, τις αγορές εργασίας, το εμπόριο και την ενέργεια.
Το κόστος της παιδικής φροντίδας στο Ηνωμένο Βασίλειο έχει περίπου διπλασιαστεί σε πραγματικούς όρους τις τελευταίες δύο δεκαετίες, φτάνοντας σε ένα από τα υψηλότερα επίπεδα στον κόσμο. Αυτό είναι αποτέλεσμα της υπερβολικής επισημοποίησης και ρύθμισης του κλάδου. Προσαρμόζοντας τους ρυθμιστικούς μας περιορισμούς σε αυτούς που ισχύουν σε ορισμένους από τους ευρωπαίους γείτονές μας θα μπορούσαμε ρεαλιστικά να μειώσουμε το κόστος κατά περίπου 40%.
Η στέγαση είναι η βασικότερη παράμετρος της κρίσης του κόστους διαβίωσης, με τις τιμές των κατοικιών και τα ενοίκια στο Ηνωμένο Βασίλειο να είναι από τα υψηλότερα στον κόσμο. Αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας επίμονης έλλειψης προσφοράς. Αν θέλαμε να φτάσουμε στο απόθεμα κατοικιών μιας μέσης ευρωπαϊκής χώρας (σε προσαρμοσμένους πληθυσμιακούς όρους), θα έπρεπε να χτίσουμε άλλα 3,4 εκατομμύρια σπίτια. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε όσους παρεμποδίζουν αυτή την εξέλιξη επικαλουμενοι επιχειρήματα NIMBY (“όχι στην πίσω αυλή μου!”) για να ξεκινήσουμε μια κατασκευαστική άνθηση κατά τα πρότυπα της δεκαετίας του 1930. Το κόστος στέγασης θα μπορούσε έτσι εύκολα να μειωθεί κατά περισσότερο από ένα τρίτο.
Ακόμη, το Ηνωμένο Βασίλειο εφαρμόζει επίσης μια τιμωρητική ατζέντα «κράτους γκουβερνάντας», η οποία τιμωρεί αδικαιολόγητα ακόμη και τη μετριοπαθή κατανάλωση αλκοόλ, καπνού και άλλων προϊόντων που το κράτος αποδοκιμάζει. Η μείωση του βάρους αυτών των “φόρων αμαρτίας” ώστε να επιτρέπεται στους ανθρώπους να κάνουν τις δικές τους επιλογές στον τρόπο ζωής τους θα βελτίωνε τα οικονομικά δεδομένα για εκατομμύρια νοικοκυριά.
Έχουμε δει μια σταθερή αύξηση του αριθμού των επαγγελμάτων που υπόκεινται σε απαιτήσεις αδειοδότησης εργασίας, κάτι που ωφελεί τους ειδικούς του εκάστοτε κλάδου σε βάρος των καταναλωτών. Πρόκειται για ακόμη ένα πεδίο ώριμο για τακτοποίηση.
Εν τω μεταξύ, το Brexit έχει εισαγάγει τριβές στις εμπορικές μας σχέσεις με την ΕΕ, γεγονός που έχει αυξήσει ορισμένες τιμές καταναλωτή. Αλλά με την ίδια λογική, το Brexit μας έδωσε επίσης τα μέσα για να μειώσουμε τις τιμές, εξαλείφοντας δασμούς και μειώνοντας ρυθμιστικούς εμπορικούς φραγμούς. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να χρησιμοποιήσουμε αυτές τις νέες ελευθερίες.
Τέλος, η ατζέντα της κυβέρνησης για το καθαρό μηδενικό αποτύπωμα, σε συνδυασμό με την εχθρότητά της στη σχιστολιθική εξόρυξη και στις επενδύσεις στην ενέργεια της Βόρειας Θάλασσας, αυξάνει άσκοπα τους λογαριασμούς ενέργειας. Θα πρέπει να σταματήσουμε να αφήνουμε το Extinction Rebellion και την Greta Thunberg να υπαγορεύουν τις ενεργειακές και κλιματικές πολιτικές μας. Αντίθετα, θα πρέπει να θέσουμε τα σωστά κίνητρα για ήπια απαλλαγή από τον άνθρακα, με μέτρια, αλλά συνεπή τιμολόγηση του άνθρακα.
Το παραπάνω δεν είναι σε καμία περίπτωση ένας εξαντλητικός κατάλογος, ούτε έχει τη φιλοδοξία να είναι ένα πλήρως επεξεργασμένο πρόγραμμα πολιτικής. Το θέμα είναι να αλλάξουμε τους όρους της συζήτησης δείχνοντας ότι η κρίση κόστους ζωής είναι, σε μεγάλο βαθμό, εγχώρια υπόθεση και αυτοπροκαλούμενη.
*Ο Kristian Niemietz είναι επικεφαλής πολιτικής οικονομίας στο Institute of Economic Affairs.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 24 Ιουνίου 2022 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγουμης.