*Γράφει ο John Greenwood
Ο πληθωρισμός της περιόδου 2021-2022 ήταν αποτέλεσμα λαθών στη νομισματική πολιτική και όχι –όπως συχνά ισχυρίζονται αξιωματούχοι της κυβέρνησης και της κεντρικής τράπεζας– μιας σειράς εξωτερικών κραδασμών πέρα από τον έλεγχο των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι επίσημες εξηγήσεις αποδίδουν την άνοδο του πληθωρισμού κατά τη διάρκεια και μετά το πέρας της πανδημίας σε παράγοντες όπως η μετατόπιση της ζήτησης από υπηρεσίες σε αγαθά και στις επακόλουθες ελλείψεις ειδών όπως ηλεκτρονικά τσιπ ή αυτοκίνητα, στα εκτεταμένα προβλήματα με τις αλυσίδες εφοδιασμού, ή τον πόλεμο στην Ουκρανία που προκάλεσε άνοδο στις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων.
Αυτή η επίσημη ανάλυση είναι λανθασμένη καθώς χώρες όπως η Κίνα, η Ιαπωνία και η Ελβετία –που όλες υπέστησαν παρόμοιες διαταραχές στις αλυσίδες εφοδιασμού τους και παρόμοιες αλλαγές στις σχετικές τιμές– απέφυγαν σε γενικές γραμμές τον πληθωρισμό, καταγράφοντας στη συνέχεια μόνο μικρές αυξήσεις στο συνολικό επίπεδο τιμών τους. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της πολιτικής σε αυτές τις οικονομίες σε αντίθεση με το Ηνωμένο Βασίλειο και άλλες οικονομίες που μαστίζονται από τον πληθωρισμό είναι ότι η νομισματική επέκταση παρέμεινε υπό έλεγχο.
Υπάρχει βάσιμος λόγος να πούμε ότι ο πληθωρισμός πρέπει να αποδοθεί πρωτίστως στην Τράπεζα της Αγγλίας και στην υπερβολική νομισματική επέκταση που ξεκίνησε η Επιτροπή Νομισματικής Πολιτικής της (MPC) από τον Μάρτιο του 2020.
Πρώτον, υποστηρίζω ότι η υφιστάμενη προσέγγιση της Τράπεζας της Αγγλίας αποτυγχάνει να διασφαλίσει ότι η πολιτική παραμένει συνεπής με την αποφυγή είτε πληθωριστικών είτε αποπληθωριστικών συνθηκών. Δεύτερον, προτείνω ένα εναλλακτικό μονεταριστικό πλαίσιο που διασφαλίζει ότι η υπερβολική (ή ανεπαρκής) αύξηση του χρήματος δεν θα επιτρέπεται στο μέλλον.
Η αποτυχία της νομισματικής πολιτικής κατά τη διάρκεια της πανδημίας μπορεί να συνδεθεί με το πλαίσιο συνολικής ζήτησης/συνολικής προσφοράς (AD/AS) της Τράπεζας της Αγγλίας, καθώς και με την αμέλεια της MPC σε ό,τι αφορά την ευρεία επέκταση του χρήματος.
Ένα σημαντικό πρόβλημα με το πλαίσιο AD/AS είναι πως δεν είναι επαρκώς ποσοτικοποιήσιμο ώστε να είναι ιχνηλατήσιμο. Ιδανικά, θα θέλαμε ένα πλαίσιο που θα επέτρεπε στα μέλη του MPC να μπορούν να δουν ξεκάθαρα εάν η πολιτική ήταν πολύ αυστηρή ή πολύ επιεικής. Οι εκτιμήσεις όμως είτε της συνολικής ζήτησης είτε της συνολικής προσφοράς είναι υπερβολικά ασαφείς για να προσφέρουν καλή καθοδήγηση για αποφάσεις πολιτικής.
Ορισμένα θεωρητικά εργαλεία που στηρίζουν την προσέγγιση AD/AS πάσχουν από παρόμοια προβλήματα ανεπαρκούς ακρίβειας. Δύο αξιοσημείωτα παραδείγματα είναι το χάσμα εκροών (output gap) και η καμπύλη Phillips. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα μέλη της MPC ψηφίζουν υπέρ της αύξησης, της μείωσης ή της μη μεταβολής του τραπεζικού επιτοκίου χωρίς επαρκή ποσοτικά στοιχεία σχετικά με το πόσο αποτελεσματική πιθανότατα θα είναι η απόφασή τους.
Αυτά τα προβλήματα επιδεινώνονται από την εστίαση της MPC στα επιτόκια ως το βασικό μέτρο της στάσης της MPC έναντι της νομισματικής πολιτικής. Τα επιτόκια είναι αναξιόπιστα ως μέτρο της στάσης αυτής. Θα υποστήριζα, όπως ο Irving Fisher και ο Milton Friedman, ότι τα τρέχοντα επιτόκια είναι αποτέλεσμα ή σύμπτωμα της προηγούμενης νομισματικής μεγέθυνσης, και όχι απλώς ένας μοχλός διαμόρφωσης μελλοντικών νομισματικών συνθηκών – εκτός από πολύ βραχυπρόθεσμα.
Ένας εναλλακτικός τρόπος λειτουργίας της νομισματικής πολιτικής θα βασιζόταν στην ποσοτική θεωρία του χρήματος. Μπορεί να αποδειχθεί ότι υπάρχει μια σταθερή μεσοπρόθεσμη σχέση μεταξύ της αύξησης του χρήματος με την ευρεία έννοια (M4 έως το 1997 και M4x στη συνέχεια) και της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ και ότι η εισοδηματική ταχύτητα κυκλοφορίας για το M4x (δηλαδή, ο λόγος του ονομαστικού ΑΕΠ προς ευρύ χρήμα) έχει σταθερή πτωτική τάση.
Τα αποτελέσματα του πληθωρισμού θα μπορούσαν να βελτιωθούν σημαντικά με τη μετάβαση από την προσπάθεια καθοδήγησης της οικονομίας μέσω της χρήσης επιτοκίων των περιστασιακών επεισοδίων Ποσοτικής Χαλάρωσης/Σύσφιξης προς την εξάρτηση από τη σχετική σταθερότητα της ταχύτητας του εισοδήματος ως μέσου διαχείρισης της συνολικής ζήτησης. Δεδομένου ότι η συνολική ζήτηση είναι ισοδύναμη με το ονομαστικό ΑΕΠ, το οποίο με τη σειρά είναι προϊόν του χρήματος με την ευρεία έννοια και της αξίας της ταχύτητας του εισοδήματος, η αύξηση του χρήματος με ευρεία έννοια θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί έτσι ώστε να επιτευχθεί ο στόχος πληθωρισμού δημιουργώντας ένα κατάλληλο επίπεδο ονομαστικού ΑΕΠ.
Τρεις παράγοντες θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στη διαχείριση του χρήματος με την ευρεία έννοια: ο ετήσιος μέσος αναμενόμενος ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ, η τάση της ταχύτητας του εισοδήματος (η οποία υπολογίζεται εύκολα από προηγούμενα δεδομένα) και ο στόχος για τον πληθωρισμό.
Με βάση τα προηγούμενα δεδομένα για το Ηνωμένο Βασίλειο, η διατήρηση της αύξησης του χρήματος με την ευρεία έννοια στα επίπεδα 4-6% ετησίως θα ήταν βέλτιστη, αλλά βραχυπρόθεσμες αποκλίσεις σε ευρύτερο φάσμα όπως 2-8% ετησίως θα μπορούσαν να γίνουν ανεκτές. Δεδομένου ότι η σχέση μεταξύ χρήματος και πληθωρισμού είναι μεσοπρόθεσμη, θα ήταν λάθος να φετιχοποιήσουμε την προσπάθεια να πετύχουμε έναν στόχο νομισματικής ανάπτυξης κάθε μήνα.
*Ο John Greenwood είναι επικεφαλής οικονομολόγος στο Invensco και στέλεχος του Institute of Economic Affairs.
*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 15 Μαρτίου 2023 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.