Για έναν φιλελευθερισμό με κριτική φωνή

Για έναν φιλελευθερισμό με κριτική φωνή

Γράφει ο Kristian Niemietz

Ο κλασικός φιλελευθερισμός διαφέρει από άλλες πολιτικές παραδόσεις ως προς το ότι δεν προσφέρει ένα όραμα για το πώς θα μοιάζει μια «καλή κοινωνία» ή μια «καλή ζωή». Οι συντηρητικοί εκτιμούν την παράδοση, την οικογένεια, τον πατριωτισμό, την εργασιακή ευσυνειδησία και ιστορικά (μολονότι λιγότερο σήμερα), τη θρησκεία και την ιεραρχία. Οι προοδευτικοί εκτιμούν την ποικιλομορφία, την πολυπολιτισμικότητα, τη συμπεριληπτικότητα, την ανεκτικότητα έναντι των μειονοτήτων, μια ιδιαίτερη έγνοια για τους μη προνομιούχους και την ίση διανομή των πόρων.

Ο φιλελευθερισμός δεν έχει κάποιο άμεσο ισοδύναμο των παραπάνω. Οι φιλελεύθεροι δεν προτείνουμε ένα συγκεκριμένο σύνολο ηθικών αξιών. Αντί γι’ αυτό, απλώς υποστηρίζουμε ότι οι άνθρωποι πρέπει να είναι ελεύθεροι να ζουν τη ζωή τους σύμφωνα με τις αξίες που αυτοί επιλέγουν, ανεξαρτήτως του αν αυτές είναι συντηρητικές, προοδευτικές, κάποιος συνδυασμός των δύο, ή κάτι το εντελώς διαφορετικό - με τον μόνο περιορισμό ότι δεν θα παραβιάζουν τα δικαιώματα άλλων ανθρώπων. Οι φιλελεύθεροι προτιμούμε να επιχειρηματολογούμε στο μετα-επίπεδο: μιλάμε για το πώς πρέπει να είναι οι κανόνες του παιχνιδιού, όχι για το τι πιστεύουμε ότι πρέπει να κάνουν οι παίκτες, ή για το ποιο πρέπει να είναι το αποτέλεσμα του παιχνιδιού.

Αυτό δεν σημαίνει ότι ως φιλελεύθεροι δεν έχουμε άποψη σε τέτοια θέματα: προφανώς έχουμε όπως και οποιοσδήποτε άλλος. Αλλά συνήθως είμαστε πιο διστακτικοί να μιλήσουμε για τις δικές μας προσωπικές αξιακές κρίσεις, γιατί πιστεύουμε ότι αυτό θα συσκοτίσει το βασικό μας μήνυμα. Οι φιλελεύθεροι από παλιά προσπαθούμε να μην διατυπώνουμε κρίσεις που αφορούν τις δράσεις ατόμων και ιδιωτικών οργανισμών, εφόσον αυτές δεν παραβιάζουν τα δικαιώματα κάποιου άλλου. Για μας, το σημαντικό ζήτημα δεν είναι αν εγκρίνουμε το τι κάνει το εκάστοτε άτομο ή ο εκάστοτε οργανισμός, αλλά το αν θα έπρεπε να έχουν το δικαίωμα να κάνουν αυτό που κάνουν. 

Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο φιλελευθερισμός δεν είναι καλά προετοιμασμένος να αντιμετωπίσει την έλευση της «κουλτούρας της ακύρωσης» και των αφυπνισμένων. Η ελευθερία της άποψης και της έκφρασης είναι προφανώς κεντρικές αρχές του φιλελευθερισμού και όταν αυτές αντιμετωπίζουν επίθεση, οι φιλελεύθεροι πρέπει να έχουμε μια ισχυρή απάντηση. Συνήθως όμως σκεφτόμαστε πως η «λογοκρισία» είναι κάτι που έρχεται από το κράτος.

Λογοκρισία είναι όταν το κράτος σε απειλεί με δίωξη επειδή εξέφρασες μια άποψη. Όταν όμως μια ιδιωτική εταιρία αρνείται να σου παράσχει μια πλατφόρμα, ή να συναλλαχθεί μαζί σου, ή να σε προσλάβει επειδή εξέφρασες αυτή την άποψη, τότε δεν πρόκειται για «λογοκρισία» με την έννοια του κλασικού φιλελευθερισμού. Η εταιρία δεν χρωστά να σου προσφέρει μια πλατφόρμα, ένα συμβόλαιο ή μια δουλειά.

Έχει κάθε δικαίωμα να μη σου παράσχει οτιδήποτε από τα παραπάνω για τον οποιονδήποτε λόγο. Ομοίως, όταν καταναλωτές επιλέγουν να σε μποϊκοτάρουν, ή όταν ιδιώτες αρνούνται να σου μιλήσουν εξαιτίας των απόψεων που εκφράζεις, ούτε αυτό είναι λογοκρισία με την κλασική φιλελεύθερη έννοια. Κανείς δεν σου χρωστά την πελατεία του, τον χρόνο, την προσοχή ή την παρέα του. Οι άνθρωποι έχουν κάθε δικαίωμα να μην σου τα προσφέρουν αυτά για τον οποιονδήποτε λόγο. 

Αυτή είναι η κλασική φιλελεύθερη έννοια της ελευθερίας του λόγου. Αν όμως αυτό είναι το σημείο αφετηρίας μας, τότε τι μπορούμε να αντιτάξουμε στην κουλτούρα της ακύρωσης; Αυτή δεν έρχεται από το κράτος. Δεν αφορά νόμους και κανονισμούς (ή, αν αφορά, αυτό είναι ένα πρόβλημα δεύτερης τάξης). Υπάρχει λόγος που λέγεται Κουλτούρα της Ακύρωσης - και όχι νομοθεσία της ακύρωσης. Αν θέλουμε να βάλουμε τέρμα στην Κουλτούρα της Ακύρωσης, δεν υπάρχει κάποιος νόμος να ακυρώσουμε ή κάποιος δημόσιος φορέας να διαλύσουμε για να το πετύχουμε αυτό.

Η Κουλτούρα της Ακύρωσης είναι κουλτούρα του όχλου. Συνήθως πρόκειται για έναν όχλο «αφυπνισμένων» που τους πιάνει μανία για κάποια παράκληση από μια από τις ορθοδοξίες τους και στη συνέχεια ασκούν πίεση, για παράδειγμα, σε ένα πανεπιστήμιο να αποσύρει μια πρόσκληση που απηύθυνε σε κάποιον συγκεκριμένο ομιλητή, ή σε μια εταιρία να απολύσει έναν συγκεκριμένο εργαζόμενο.

Καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι φαίνεται πως φοβούνται τον όχλο των αφυπνισμένων, συνήθως αυτοί οι θεσμοί υποχωρούν και συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις αυτές. Αυτό παίρνει ολοένα και περισσότερο τη μορφή μιας προληπτικής υπακοής. Η κουλτούρα της ακύρωσης υπάρχει στον δημόσιο τομέα, αλλά σε εξίσου κακή κατάσταση βρίσκονται και ιδιωτικές εταιρίες, πανεπιστήμια, φιλανθρωπικοί φορείς ή αθλητικές ενώσεις.

Οι φιλελεύθεροι από παλιά επισημαίνουμε ότι μια ελεύθερη κοινωνία δεν χρειάζεται να είναι αναγκαστικά μια κοινωνία ακόλαστη και ανεκτική προς το οτιδήποτε. Μπορεί να είναι μια κοινωνία με πολύ αυστηρούς κοινωνικές κανόνες και απαιτήσεις που δεν επιβάλλονται από την αστυνομία, αλλά από έντονη κοινωνική πίεση. Υπό μία έννοια, αυτό ακριβώς είναι η Κουλτούρα της Ακύρωσης.

Αφ’ εαυτή δεν είναι ασύμβατη προς τον φιλελευθερισμό. Αν είναι θεμιτό, για παράδειγμα, ένα καθολικό πανεπιστήμιο να μην δίνει βήμα στον Richard Dawkins, τότε είναι επίσης θεμιτό ένα «αφυπνισμένο» πανεπιστήμιο να μην δίνει βήμα σε έναν «μη αφυπνισμένο» ομιλητή. Αν είναι θεμιτό μια ιδιωτική εταιρία να απαιτεί από τους υπαλλήλους της να φορούν επαγγελματική ένδυση, είναι επίσης θεμιτό να τους υποχρεώνει να τηρούν έναν αφυπνισμένο κώδικα ομιλίας.

Όμως το «θεμιτό» δεν σημαίνει και «καλό». Δεν θα υποστηρίζαμε νόμους που υποχρεώνουν τους ανθρώπους να είναι ευγενικοί - είναι θεμιτό να είναι αγενείς - αλλά μπορούμε παρ’ όλα αυτά να συμφωνούμε ότι μια κοινωνία όπου όλοι είναι αγενείς προς τους άλλους δεν θα ήταν ένα ωραίο μέρος να ζει κανείς.

Αν οι φιλελεύθεροι θέλουμε να αντιταχθούμε αποτελεσματικά στην Κουλτούρα της Ακύρωσης, πρέπει να κατέβουμε από τα βολικά ύψη του μεταεπιπέδου και να γίνουμε περισσότερο κριτικοί ως προς τις συμπεριφορές των ιδιωτικών οργανώσεων και των ατόμων. Μια φιλελεύθερη απάντηση στην Κουλτούρα της Ακύρωσης θα μπορούσε να είναι η εξής:

«Ναι, οι ιδιωτικοί οργανισμοί έχουν το δικαίωμα να ακυρώνουν ανθρώπους. Δεν ζητούμε τη θέσπιση νόμων ή ρυθμίσεων εναντίον αυτού. Οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα να μετέχουν σε διαδικτυακούς όχλους καθώς και το δικαίωμα να υποχωρούν στις απαιτήσεις αυτών των όχλων.

Αν όμως το κάνετε αυτό, εμείς θα σας κρίνουμε για αυτή σας την επιλογή. Θα χρησιμοποιήσουμε τις πλατφόρμες που διαθέτουμε για να σας ασκήσουμε κριτική. Θα σας λοιδορήσουμε δημοσίως γι’ αυτό, και θα υπερασπιστούμε τους ανθρώπους που θα προσπαθήσετε να ακυρώσετε. Αν δεν υποχωρήσετε στις απαιτήσεις του όχλου των αφυπνισμένων, θα σας κάνουν τη ζωή δύσκολοι - αν όμως υποχωρήσετε, θα σας κάνουμε εμείς τη ζωή δύσκολη». 

Ομολογουμένως, το τελευταίο δεν είναι κάποια φοβερή απειλή. Οι φιλελεύθεροι δεν έχουμε την πολιτισμική επιρροή που έχουν οι αφυπνισμένοι που καπηλεύονται την οργή. Αυτοί μπορούν εύκολα να κινητοποιήσουν έναν διαδικτυακό όχλο εκατοντάδων χιλιάδων ατόμων. Εμείς στην καλύτερη περίπτωση μπορούμε να κινητοποιήσουμε λίγες δεκάδες σπασίκλες. Αλλά μπορούμε να αξιοποιήσουμε την ήδη διαμορφούμενη συμμαχία εναντίον των αφυπνισμένων από ανθρώπους από άλλα μέρη του ιδεολογικού φάσματος.

Οι αντίπαλοι της Κουλτούρας της Ακύρωσης συχνά επισημαίνουν ότι οι αθεράπευτα αφυπνισμένοι δεν αντιπροσωπεύουν τον ευρύτερο πληθυσμό: είναι απλώς μια πολύ ηχηρή, υπερενεργητική μειονότητα. Αυτό είναι αλήθεια, αλλά ταυτόχρονα δεν είναι το σημαντικό. Οι ηχηρές μειονότητες συχνά πετυχαίνουν τους στόχους τους. Συνήθως επικρατούν έναντι των παθητικών και απαθών πλειονοτήτων. 

Η Κουλτούρα της Ακύρωσης είναι το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας. Η θεμελιώδης ασυμμετρία είναι ότι οι αφυπνισμένοι πολιτισμικοί μαχητές συνήθως είναι εξαιρετικά παθιασμένοι, ενώ οι περισσότεροι μη αφυπνισμένοι απλώς θέλουν μια ήσυχη ζωή. Μπορεί να πουν σε έναν δημοσκόπο ότι πιστεύουν πως «η πολιτική ορθότητα έχει παρατραβήξει» ή ότι «τελευταία πρέπει να προσέχεις τις μπορείς να πεις δημοσίως», αλλά δεν θα κάνουν τίποτε γι’ αυτό.

Συνεπώς είναι απολύτως λογικό οι ιδιωτικοί οργανισμοί να υποχωρούν στις απαιτήσεις του όχλου των αφυπνισμένων. Είναι μια μειονότητα, αλλά είναι αυτοί που μετρούν. Η ικανοποίηση των αιτημάτων τους δεν είναι αποτέλεσμα ιδεολογικής συμπάθειας, αλλά μιας μετρημένης ανάλυσης κόστους και οφέλους. 

Αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε την Κουλτούρα της Ακύρωσης, πρέπει να αλλάξουμε τα κίνητρα. Πρέπει να αυξήσουμε το κοινωνικό κόστος της ακύρωσης, γιατί σήμερα η ακύρωση είναι υπερβολικά φτηνή.

Αυτό όμως σημαίνει ότι στην περίπτωση αυτή οι φιλελεύθεροι δεν θα μπορούμε να ισχυριζόμαστε πως είμαστε αξιακά ουδέτεροι και ότι δεν κρίνουμε καθώς μας ενδιαφέρουν μόνο οι κανόνες του παιχνιδιού. Πρέπει να γίνουμε ενεργοί παίκτες στο παιχνίδι και να επιλέξουμε πλευρά. Πρέπει να καταστήσουμε σαφές ότι κάποια αποτελέσματα είναι αρνητικά, ακόμη και αν είναι θεμιτά και συμβατά με τους κανόνες. Πρέπει να αποφύγουμε να επηρεάσουμε τους κανόνες του παιχνιδιού προς όφελός μας - καθώς αυτό θα ήταν όχι απλώς μη φιλελεύθερο, αλλά αντιφιλελεύθερο - αλλά πρέπει παρ’ όλα αυτά να προσπαθήσουμε να νικήσουμε.


 

* Ο Kristian Niemietz είναι επικεφαλής πολιτικής οικονομίας στο Institute of Economic Affairs.

** Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 11 Νοεμβρίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του 1828 και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγουμης.