Της Noemi Amelynck*
Για πέμπτη συνεχόμενη χρονιά, η Γαλλία αναδείχθηκε πρωταθλήτρια στη φορολογία, με τον μέσο Γάλλο πολίτη να πληρώνει περισσότερο από το μισό των εισοδημάτων του στα κρατικά ταμεία. Η φορολογική πολιτική της Γαλλίας παραμένει αναποτελεσματική και υπονομεύει την αγοραστική δύναμη των Γάλλων εργαζομένων, παρά τη μικρή μείωση της συνολικής φορολόγησης μετά τις διαμαρτυρίες των κίτρινων γιλέκων.
Η φορολογική Ημέρα Ελευθερίας στη Γαλλία πέφτει στις 19 Ιουλίου, ενώ η μέση ημέρα στην ΕΕ είναι η 14η Ιουλίου. Μέχρι την ημέρα αυτή, οι εργαζόμενοι εργάζονται για να χρηματοδοτούν τις δημόσιες δαπάνες, και μόνο μετά από αυτή την ημερομηνία μπορούν να επωφεληθούν από την εργασία τους. Είναι προβληματικό το γεγονός ότι οι Γάλλοι εργαζόμενοι δεν ελέγχουν ούτε το μισό τους εισόδημα και, ακόμη χειρότερα, έχουν περιορισμένη επιρροή στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων. Μετά από έξι χρόνια, ο μέσος πραγματικός φορολογικός συντελεστής εντός της Ένωσης έχει αυξηθεί σε σχεδόν 45%.
Η φορολόγηση και οι κοινωνικές εισφορές στη Γαλλία αποτελούνται κυρίως από εισφορές εργοδοτών (55%), φόρους και εισφορές επί των μισθών (30%) και ΦΠΑ (9%). Η πιο προφανής συνέπεια των υψηλών φόρων είναι το γεγονός ότι μειώνουν την πραγματική αγοραστική δύναμη. Ο μέσος Γάλλος εργαζόμενος είναι μεταξύ των καλύτερα αμειβόμενων στην ΕΕ, αλλά λόγω των υψηλών φόρων αυτό δεν αντανακλά στην πραγματική του αγοραστική δύναμη. Για να αποκτήσει 100 ευρώ πραγματικής αγοραστικής δύναμης, ο μέσος Γάλλος εργαζόμενος πρέπει να πληρώσει 121 σε χρεώσεις και φόρους - ο αντίστοιχος μέσος όρος στην ΕΕ είναι 85 ευρώ. Ακόμη, το φορολογικό σύστημα δημιουργεί εντάσεις ανάμεσα στους εργοδότες και τους εργαζόμενους, καθώς οι πρώτοι έχουν την εντύπωση ότι δαπανούν ένα σημαντικό ποσό για τους υπαλλήλους τους, ενώ οι δεύτεροι αισθάνονται ότι δεν αμείβονται αρκετά.
Το 2019, η κυβέρνηση Μακρόν αντιδρώντας στις διαμαρτυρίες των κίτρινων γιλέκων ανακοίνωσε κάποιες μειώσεις φόρων ύψους 5 δις ευρώ, με στόχο την αύξηση της αγοραστικής δύναμης της μεσαίας τάξης. Με τη μεταρρύθμιση αυτή μειώθηκε ο συντελεστής φόρου εισοδήματος για το δεύτερο κλιμάκιο από 14% σε 11%, ενώ μειώθηκε επίσης το κατώφλι για το κλιμάκιο του 30% φόρου εισοδήματος. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, νοικοκυριά που επιβαρύνονταν προηγουμένως με συντελεστή 14% θα κερδίσουν κατά μέσο όρο 350 ευρώ ετησίως, και εκείνα που επιβαρύνονταν με 30% θα κερδίσουν κατά μέσο όρο 180 ευρώ. Τα οφέλη όμως για το μέσο ανύπαντρο άτομο περιορίζονται σε 126 ευρώ. Δεδομένου του ότι το 66% των Γάλλων φορολογούμενων ταξινομούνται ως ανύπανδροι, χήροι, διαζευγμένοι ή εν διαστάσει, το όφελος αυτό είναι ασύμμετρα μικρό γι’ αυτούς.
Η γαλλική κυβέρνηση υλοποίησε επίσης μεταρρυθμίσεις που μειώνουν τις εισφορές των εργαζομένων για υγεία και επιδόματα ανεργίας προκειμένου να αυξηθεί ο καθαρός μισθός των μέσων εργαζομένων. Αυτό το μέτρο είχε ως στόχο μια ετήσια αύξηση 500 ευρώ ώστε ο καθαρός μέσος μισθός να φτάσει τα 2.200 ευρώ μηνιαίως. Η μεταρρύθμιση όμως αυτή αύξηση επίσης τη Γενική Κοινωνική Εισφορά (CSG) που χρηματοδοτεί το προνοιακό σύστημα, οπότε ο μέσος εργαζόμενος κέρδισε μόλις 403 ευρώ. Μολονότι υπήρξε κάποιο όφελος, η μεταρρύθμιση δεν προχώρησε όσο θα μπορούσε.
Με τα μέτρα αυτά, η κυβέρνηση προσπάθησε να αυξήσει την αγοραστική ισχύ των Γάλλων εργαζομένων, αλλά οι οικονομικές πολιτικές παραμένουν αναποτελεσματικές. Για παράδειγμα, μεταξύ των χωρών της ΕΕ και του ΟΟΣΑ, η Γαλλία κατατάσσεται τελευταία στον Δείκτη Εργασιακής Ευελιξίας για το 2020. Ο δείκτης αυτός συνυπολογίζει γαλλικές πολιτικές που περιορίζουν τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου καθώς και τους αυστηρούς κανόνες απόλυσης. Οι άκαμπτες και κοστοβόρες εργασιακές πολιτικές της Γαλλίας την έχουν εμποδίσει από το να ανταποκριθεί με αποτελεσματικότητα στις ανάγκες της αγοράς. Η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας θα οδηγούσε σε υψηλότερα ποσοστά απασχόλησης, και συνεπώς σε αύξηση του αριθμού των φορολογουμένων καθώς και σε μείωση των δαπανών για επιδόματα ανεργίας και άλλα σχετικά ωφελήματα. Είναι μια μεταρρύθμιση που θα έδινε στην κυβέρνηση τον απαιτούμενο χώρο για ουσιαστικές μειώσεις φόρων.
Το άρθρο αυτό βασίζεται στην έκθεση “Η φορολογική επιβάρυνση των μέσων εργαζομένων στην ΕΕ” που δημοσιεύθηκε από το Institut Economique Molinari.
*Η Noemi Amelynck κάνει την πρακτική της στο δίκτυο Epicenter.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 17 Αυγούστου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του δικτύου Epicenter και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.