του Julian Jessop
Eρευνητές στη Deutsche Bank (DB) πρότειναν να επιβληθεί ένας επιπλέον φόρος στους ανθρώπους που εργάζονται από το σπίτι τους “για να βοηθήσουν εκείνους που δεν μπορούν να κάνουν το ίδιο”. Αυτό αντιβαίνει σχεδόν σε κάθε αρχή καλού φορολογικού σχεδιασμού και είναι μια από τις χειρότερες ιδέες που έχω ακούσει ποτέ. Ας εξηγήσω τι εννοώ.
Όπως το καταλαβαίνω, η πρόταση αφορά έναν φόρο 5% στο εισόδημα ενός ατόμου αν εργάζεται από το σπίτι του αν αυτό δεν απαιτείται πλέον λόγω πανδημίας. Ο φόρος θα καταβάλλεται από τους εργοδότες (μολονότι σίγουρα θα περνά στους υπαλλήλους), ενώ θα εξαιρούνται οι αυτοαπασχολούμενοι και όσοι έχουν χαμηλά εισοδήματα.
Τα έσοδα στη συνέχεια θα μεταφέρονται σε επιλεγμένα άτομα με χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας που δεν μπορούν να εργαστούν από το σπίτι, ίσως με τη μορφή μετρητών ή ως πρόσθετων επιδοτήσεων ώστε να παραμείνουν απασχολούμενοι άνθρωποι που ειδάλλως θα απολύονταν.
Από πού να ξεκινήσω; Ο νέος φόρος υποτίθεται πως θα είναι “δικαιότερος” καθώς οι άνθρωποι που μπορούν να εργαστούν από το σπίτι υποτίθεται ότι δαπανούν λιγότερα χρήματα για έξοδα μετακίνησης, για να τρώνε έξω και ούτω καθεξής, και συνεπώς πληρώνουν λιγότερα χρήματα σε φόρους κατανάλωσης απ’ ό,τι όσοι εργάζονται εκτός σπιτιού.
Ακόμη περισσότερο, υποτίθεται ότι συνεισφέρουν λιγότερο στις υποδομές της οικονομίας “ενώ συνεχίζουν να επωφελούνται από αυτές”.
Τα επιχειρήματα αυτά είναι αίολα. Κατ’ αρχάς, δεν είναι προφανές ότι οι εργαζόμενοι από το σπίτι όντως πληρώνουν λιγότερους φόρους. Υπόκεινται στους ίδιους φόρους επί του εισοδήματος και της περιουσίας τους, και τα χρήματα που εξοικονομούν από τις μετακινήσεις τους τα δαπανούν στην τοπική τους κοινότητα, ή διαδικτυακά, ή τα επενδύουν σε άλλες επιχειρήσεις (δεν είναι ιδιαίτερα πιθανόν απλώς να τα καταχωνιάζουν κάτω από το στρώμα).
Εδώ, η έκθεση της DB ισχυρίζεται απλώς ότι “το οικονομικό μας σύστημα δεν είναι ρυθμισμένο ώστε να αντιμετωπίζει ανθρώπους που μπορούν να αποσυνδεθούν από την κατά πρόσωπο κοινωνία”. Αυτό φαίνεται να θεωρεί δεδομένο πως όσοι εργάζονται από το σπίτι μετατρέπονται σε απομονωμένους ερημίτες.
Δεν είναι καν προφανές ότι οι εργαζόμενοι από το σπίτι διατυπώνουν την ίδια ζήτηση για δημόσιες υπηρεσίες. Για παράδειγμα, πιθανότατα θα χρησιμοποιούν λιγότερο τις δημόσιες συγκοινωνίες και είναι λιγότερο πιθανό να χρειαστούν νοσοκομειακή περίθαλψη για ατυχήματα που σχετίζονται με την κίνηση ή την εργασία τους. Με περισσότερο χρόνο αναψυχής και μεγαλύτερη ευελιξία, οι εργαζόμενοι από το σπίτι μπορεί και να είναι πιο γυμνασμένοι και υγιείς, τόσο σωματικά όσο και ψυχικά, γεγονός που αποφέρει περαιτέρω οφέλη στη NHS.
Το να εισπράττονται περισσότερα χρήματα από κάποιους απλώς και μόνο συμβαίνει να εργάζονται από το σπίτι είναι συνεπώς σίγουρα μια πολύ μεγαλύτερη αδικία.
Ακόμη, δεν επαρκεί να πει κανείς ότι τα χρήματα που εισπράττονται θα πάνε σε καλό σκοπό. Αν αυτά τα άλλα πράγματα αξίζει να γίνουν, τότε μπορούν και πρέπει να χρηματοδοτηθούν από τη γενική φορολόγηση ή από επιπλέον δανεισμό. Και αν αυτό έχει ως στόχο οι πλούσιοι να βοηθούν τους φτωχούς ή οι τραπεζίτες να βοηθούν τους νοσοκόμους, ήδη έχουμε ένα προοδευτικό φορολογικό σύστημα γι’ αυτό τον λόγο.
Ούτε είναι προς το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον να φορολογείται ή να αποθαρρύνεται η εργασία από το σπίτι. Αν μη τι άλλο, θα πρέπει να την επιδοτούμε, όχι μόνο για να μειώσουμε τον κίνδυνο μόλυνσης κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά και για μεγάλο διάστημα μετά από αυτήν - για να μειωθεί η ζημιά που προκαλεί η μετακίνηση για εργασία στο περιβάλλον. Και όπως οι άλλες μορφές ευέλικτης εργασίας, είναι σίγουρα “κάτι το καλό”.
Σίγουρα μπορεί να υπάρχουν και αρνητικά στην κατ’ οίκον εργασία, μεταξύ των οποίων και οι λιγότερες ευκαιρίες για οικοδόμηση ομαδικού πνεύματος και κατάρτισης, και για μερικούς, η κοινωνική απομόνωση. Όμως αυτά είναι ζητήματα και αποφάσεις που είναι καλύτερο να αφήνονται στις επιμέρους επιχειρήσεις και το προσωπικό τους, και όχι στην κρατική παρέμβαση - και σίγουρα δεν είναι κάτι που θα πρέπει να αντιμετωπιστεί από έναν χονδροειδή και οριζόντιο φόρο.
Ακόμη περισσότερο, ακόμη κι αν τα επιχειρήματα περί “δικαιοσύνης” ευσταθούσαν, ο προτεινόμενος φόρος επί της εργασίας από το σπίτι αποτυγχάνει σε πολλά άλλα σημεία, όπως στην δυνατότητα πρακτικής εφαρμογής, την προβλεψιμότητα και την αποτελεσματικότητα.
Η έκθεση της DB προτείνει να επιβληθεί μόνο σε υπαλλήλους και όχι στους αυτοαπασχολούμενους. Αυτό δεν βγάζει ιδιαίτερο νόημα. Αν πιστεύει κανείς ότι οι εργαζόμενοι από το σπίτι πληρώνουν λιγότερα σε φόρους από το “δίκαιο” μερίδιό τους, αυτό σίγουρα ισχύει ανεξάρτητα από το καθεστώς απασχόλησής τους.
Στην πράξη, αυτό σημαίνει πιθανότατα και ότι πολλοί υπάλληλοι με κάποιον μαγικό τρόπο θα μετακινηθούν προς την ελεύθερη απασχόληση. Και ότι κάποιες θέσεις εργασίας θα εξαφανιστούν τελείως (πιθανώς σε άλλες χώρες, όπου οι άνθρωποι μπορούν να εργαστούν εξ αποστάσεως χωρίς να υπόκεινται σε υψηλότερους φόρους).
Ένα ακόμη πρακτικό πρόβλημα είναι ο ορισμός της “εργασίας από το σπίτι”. Τι συμβαίνει αν κάποιος εργάζεται από το σπίτι τρεις ημέρες την εβδομάδα και πηγαίνει στο γραφείο τις άλλες δύο; Θα πρέπει τότε ο φόρος να επιβάλλεται αναλογικά; Τι συμβαίνει αν ο τόπος εργασίας κάποιου αλλάζει συχνά; Επιλύεται το πρόβλημα αν κάποιος φεύγει από το σπίτι του και εργάζεται από μια καφετέρια, δαπανώντας έτσι περισσότερα χρήματα; Κι αν κάποιος χρειάζεται να εργαστεί από το σπίτι για εύλογους προσωπικούς λόγους, όπως για να φροντίσει παιδιά ή λόγω αναπηρίας;
Ποιος στο καλό θα τα καταγράφει όλα αυτά; Θα πρέπει άραγε οι άνθρωποι να φοράνε ηλεκτρονικά συστήματα εντοπισμού, ή υπάρχει εδώ ένας νέος ρόλος για τα συστήματα Track and Trace; Θα μπαίνουν οι επιθεωρητές φορολόγησης στα σπίτια των ανθρώπων; Δεν θα πρέπει τότε οι άνθρωποι να μπορούν να αξιώνουν μεγαλύτερο μέρος των λογαριασμών του σπιτιού τους ως έξοδα εργασίας; Ίσως έχουμε νέο φόρτο εργασίας για το “Γραφείο Περαιτέρω Περιπλοκλής της Φορολόγησης”...
Ακόμη, ο προτεινόμενος νόμος θα είναι αναποτελεσματικός. Θα υποχρεώνει ανθρώπους που μπορούν να κάνουν απολύτως καλά τη δουλειά τους από το σπίτι είτε να πληρώνουν περισσότερους φόρους, είτε να δαπανούν χρόνο και πόρους μετακινούμενοι κάπου αλλού για να εργαστούν - και περιμένοντας στην ουρά για να αγοράσουν ένα ακριβό σάντουιτς όσο είναι εκεί.
Η πρόταση αυτή επίσης παραβλέπει θεμελιωδώς τον σκοπό της οικονομικής δραστηριότητας, που δεν είναι η υποστήριξη συγκεκριμένων ειδών εργασίας, ανεξαρτήτως αν μιλάμε για στεγνοκαθαριστήρια, εστιατόρια στο κέντρο της πόλης ή τον ιδιοκτήτη ενός κτιρίου γραφείων. Σκοπός δεν είναι καν η παραγωγή φορολογικών εσόδων. Αντιθέτως, είναι η βελτίωση της ευημερίας και της ευτυχίας των ανθρώπων.
Διαφορετικά, ας επιβάλλουμε φόρους και στους ανθρώπους που ανακυκλώνουν αντί να αγοράζουν νέα προϊόντα, ή σε αυτούς που φέρνουν το δικό τους φαγητό στο γραφείο, ή που επιλέγουν να μην εργάζονται καθόλου. Έτσι, για να μάθουν.
Με λίγα λόγια, η πρόταση της DB υποθέτει εσφαλμένα ότι οι εργαζόμενοι από το σπίτι πληρώνουν λιγότερους φόρους ενώ συνεχίζουν να επωφελούνται το ίδιο από τις δημόσιες υπηρεσίες. Ο φόρος αυτός θα ήταν άδικος, στρεβλωτικός, αναποτελεσματικός, μη πρακτικός - και ένας γραφειοκρατικός εφιάλτης.
--
Ο Julian Jessop είναι ανεξάρτητος οικονομολόγος με πάνω από 30 χρόνια εμπειρία στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Έχει διατελέσει επικεφαλής οικονομολόγος και επικεφαλής της ομάδας του Brexit στο ΙΕΑ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 13 Νοεμβρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.