Του Raheem Williams
Καθώς οι Δημοκρατικοί αποκτούν τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, η φορολόγηση των πλουσίων αναγκαστικά μπαίνει στο προσκήνιο. Οι προοδευτικοί υποψήφιοι έσπευσαν να αποκηρύξουν στις προεκλογικές τους εκστρατείες τον πρόσφατο γύρο φοροελαφρύνσεων χαρακτηρίζοντας τες δώρο στους πλούσιους. Μολονότι αυτή η ρητορική συχνά είναι εκλογικά αποτελεσματική μεταξύ κάποιων σημαντικών δημογραφικών ομάδων, στην πράξη η φορολόγηση δεν είναι τόσο απλή. Ένα γρήγορο μάθημα ιστορίας μπορεί να μας διδάξει ότι η στοχοποίηση των πλουσίων μπορεί να έχει απρόθετες συνέπειες και να πλήξει σημαντικά τη μεσαία τάξη.
Ο νόμος των απρόθετων συνεπειών
Ένα άριστο τέτοιο παράδειγμα είναι ο φόρος πολυτελείας από τη συμφωνία για τον προϋπολογισμό του 1990. Το κίνητρο πίσω από την επιβολή του ήταν να φορολογηθούν οι πλούσιοι για να μειωθεί το εθνικό χρέος μέσω στοχευμένων φόρων. Σε πρώτη ανάλυση, αυτό φάνηκε κάτι το απλό - να φορολογηθούν οι υπερβολές των πλουσίων για να συγκεντρωθούν έσοδα και να μη πληγεί η μεσαία τάξη. Στο επίπεδο της θεωρίας, οι πολιτικοί με τις καλές αυτές προθέσεις νόμιζαν ότι οι πλούσιοι απλώς θα πλήρωναν περισσότερα για τα φανταχτερά τους μπιχλιμπίδια.
Δυστυχώς, ίσχυσε ο νόμος των απρόθετων συνεπειών, καθώς οι πλούσιοι αντέδρασαν αγοράζοντας λιγότερα. Οι μεγαλύτερες συνέπειες αυτού του φόρου πολυτελείας αφορούσαν ολόκληρο τον κλάδο των αμερικανικών σκαφών αναψυχής. Ο επιπλέον φόρος 10% στα σκάφη έκανε τους Αμερικανούς ναυπηγούς να κλείσουν τις επιχειρήσεις τους και να καταργήσουν θέσεις εργασίας, καθώς οι πλούσιοι είτε δεν αγόραζαν σκάφη ή τα έπαιρναν φτηνότερα από το εξωτερικό. Ο φόρος δεν απέδωσε έσοδα για δημόσια προγράμματα - αντιθέτως, προκάλεσε απώλεια εσόδων ως αποτέλεσμα των θέσεων εργασίας που χάθηκαν.
Το συγκεκριμένο παράδειγμα δεν είναι το μοναδικό. Οι πλούσιοι δεν είναι απλώς τσουβάλια με λεφτά που περιμένουν το κράτος να τα αδειάσει. Στη δεκαετία του 1950, όταν οι ανώτατοι οριακοί φορολογικοί συντελεστές ήταν 91%, οι μελέτες καταδεικνύουν ότι η πλειονότητα των πλουσίων φοροδιέφευγε με επιτυχία και ότι δεκαετίες μείωσης των υψηλών οριακών συντελεστών ενίσχυσαν την ανάπτυξη.
Οι Αμερικανοί σοσιαλιστές εδώ και καιρό παρουσιάζουν στους πιστούς τους οπαδούς ένα όραμα ενός αλτρουιστικού μέλλοντος με επικεφαλής το κράτος που θα το πληρώνουν οι πλούσιοι. Υπερεκτιμούν όμως σημαντικά τη δυνατότητα των πλουσίων να επωμιστούν δραματικές αυξήσεις στη φορολογική επιβάρυνση και υποεκτιμούν έντονα την ικανότητα των πλουσίων να αποφεύγουν τέτοιους φόρους.
Αβάσιμα όνειρα μεγαλείου
Ακόμη όμως κι αν οι πλούσιοι ήταν τόσο ανόητοι ώστε να μην κρύψουν τον πλούτο και το εισόδημά τους μέσω διαφόρων μειγμάτων από επιχειρήσεις-κελύφη, μη κερδοσκοπικές εταιρείες και υπεράκτιους τραπεζικούς λογαριασμούς, υπάρχει ένα απλό μαθηματικό πρόβλημα που πολλοί ξεχνούν: το ανώτατο 1% δεν επαρκεί για να χρηματοδοτήσει τα ουτοπικά οράματα της αριστεράς.
Στην πραγματικότητα, το κόστος διάσωσης του συστήματος κοινωνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, χρηματοδότησης της καθολικής δημόσιας υγείας, της αποπληρωμής του εθνικού χρέους και της εκκίνησης ενός Πράσινου New Deal θα το επωμιστούν οι πλούσιοι, οι της μεσαίας τάξης και οι φτωχοί Αμερικανοί. Κρυμμένο μέσα σ' αυτά τα σχέδια για τη διάσωση της γης και την εφαρμογή ενός τεράστιου κράτους πρόνοιας είναι ένα υποχρεωτικό σχήμα για τη μεταβίβαση τεράστιου πλούτου από την αμερικανική μεσαία τάξη στους κεντρικούς σχεδιαστές.
Οι αχαλίνωτοι προοδευτικοί ιδεολόγοι επιθυμούν απεγνωσμένα να εφαρμόσουν τα όνειρά τους και να σχεδιάσουν εκ νέου την Αμερική κατά την έντονα ρομαντική εικόνα που έχουν για τις σκανδιναβικές χώρες. Με αβάσιμα όνειρα μεγαλείου, πιστεύουν ειλικρινά ότι τίποτε δεν μπορεί να πάει στραβά, και διατυπώνουν πολιτικές αγνοώντας τον νόμο των απρόθετων συνεπειών.
Να ονειρεύεστε όσο θέλετε, αλλά μην περιμένετε ότι οι πλούσιοι θα επωμιστούν όλο αυτό το κόστος. Δεν συνέβη αυτό στη Νορβηγία, τη Σουηδία ή τη Βενεζουέλα. Και δεν θα συμβεί ούτε στις ΗΠΑ.
--
Ο Raheem Williams είναι οικονομολόγος. Έχει εργαστεί για διάφορα φιλελεύθερα ερευνητικά κέντρα και δεξαμενές σκέψης.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 16 Ιανουαρίου 2019 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ “Μάρκος Δραγούμης”.