Του Bryan Caplan
Οι επικριτές του, συχνά αντιλαμβάνονται τον φιλελευθερισμό ως ένα είδος φασισμού. Ο φιλελευθερισμός φαίνεται ταυτόχρονα “ακραίος” και “δεξιός” - και τι είναι άραγε ο φασισμός αν όχι “δεξιός εξτρεμισμός”; Ακόμη και συντηρητικοί έχουν επαναλάβει αυτή την κατηγορία: Ο Whittaker Chambers στην κριτική του για το μυθιστόρημα της Ayn Rand έγραψε “από σχεδόν κάθε σελίδα του Atlas Shrugged, μια φωνή μπορεί να ακουστεί να διατάζει με οδυνηρή αναγκαιότητα: 'Εμπρός - στον θάλαμο αερίων!'”
Οι φιλελεύθεροι δικαιολογημένα απαντούν ότι ο φασισμός ευαγγελίζεται την απεριόριστη κρατική εξουσία και όχι το laissez-faire. Αυτή η απάντηση όμως συχνά εγείρει περισσότερα ερωτήματα απ' όσα απαντά. Εφόσον ο φιλελευθερισμός κατακρίνει την Αριστερά, πώς μπορεί ταυτόχρονα να είναι διαμετρικά αντίθετος και προς τον φασισμό της άκρας Δεξιάς; Η μελέτη της συγκριτικής πολιτικής μπορεί να βοηθήσει σημαντικά στην απάντηση αυτού του ερωτήματος. Το να θεωρείται ο φιλελευθερισμός παρόμοιος με τον φασισμό προϋποθέτει ότι όλες οι πολιτικές φιλοσοφίες κατέχουν κάποιο σημείο στο πολιτικό φάσμα, οι πόλοι του οποίου είναι στα αριστερά ο κομμουνισμός, και στα δεξιά ο φασισμός. Οι πολιτικώς μετριοπαθείς είναι κατανοητό να αντιμετωπίζουν αυτή τη θεώρηση ευνοϊκά. Πιο εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι η Κομμουνιστική Διεθνής όρισε επισήμως τον φασισμό ως την “φανερή, τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο σοβινιστικών, των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου” και πρώτη εφάρμοσε την στρατηγική να καλεί όλους τους αντιπάλους της “φασίστες”.
Το πρόβλημα με αυτό το ολοκληρωτικό μοντέλο είναι ότι ο φασισμός και ο κομμουνισμός παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες ως προς πολλές από τις πτυχές τους. Χαρακτηριστικά, και τα δύο ιδεολογικά ρεύματα υποστηρίζουν - και επέβαλαν - σημαντικά μεγαλύτερο ρόλο για το κράτος στην οικονομία. Αυτό το γεγονός το παραδέχονται με ειλικρίνεια σοβαροί σοσιαλιστές όπως ο Carl Landauer:
“Στην Ιστορία του σοσιαλισμού, ο φασισμός έχει θέση όχι μόνο ως ο αντίπαλος ο οποίος, για μια χρονική περίοδο, απείλησε να εξαλείψει το σοσιαλιστικό κίνημα. Ο φασισμός συνδέεται με τον σοσιαλισμό με πολλά διασταυρωμένα ρεύματα, και τα δύο κινήματα μοιράζονται κάποιες κοινές ρίζες, ιδίως την δυσαρέσκειά τους ως προς την καπιταλιστική οικονομία του προ του 1918 τύπου… Ο φασισμός ήταν έτοιμος να χρησιμοποιήσει μορφές οικονομικής οργάνωσης που προτάθηκαν αρχικά από τους σοσιαλιστές - και πιθανότατα αυτή η χρήση των σοσιαλιστικών μορφών θα είχε αυξηθεί αν ο φασισμός ουσιαστικά δεν αυτοκαταστρεφόταν προκαλώντας τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο”.
Αυτού του είδους οι παρατηρήσεις υπογραμμίζουν την κοινή ολοκληρωτική φύση των δύο αυτών ιδεολογιών: Όσο μεγαλύτερη είναι η ισχύς του κράτους, τόσο περισσότερο αυτό είναι ολοκληρωτικό. Ο Richard Pipes υποστήριξε ότι τόσο ο κομμουνισμός, όσο και ο φασισμός έχουν ως χαρακτηριστικά “μια επίσημη, περιεκτική ιδεολογία, ένα και μόνο κόμμα των εκλεκτών με επικεφαλής έναν “ηγέτη” το οποίο κυριαρχεί επί του κράτους, την αστυνομική τρομοκρατία, τον έλεγχο των μέσων επικοινωνίας και των ενόπλων δυνάμεων από το κυρίαρχο κόμμα, τον κεντρικό έλεγχο της οικονομίας”. Η Ρωσία του Στάλιν και ο ναζισμός βρίσκονταν κοντά στον ολοκληρωτικό πόλο και ο ιταλικός φασισμός τον πλησίαζε με γρήγορα βήματα.
Μολονότι οι πολιτικοί επιστήμονες που χρησιμοποιούν το ολοκληρωτικό μοντέλο σπάνια το επισημαίνουν, ο φιλελευθερισμός, με την αυστηρή κριτική που διατυπώνει έναντι της κρατικής εξουσίας ξεκάθαρα καταλαμβάνει στο φάσμα αυτό το αντίθετο άκρο από όλες τις εκδοχές του ολοκληρωτισμού. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μεν λιγότερο ολοκληρωτικές από την Σοβιετική Ένωση καθώς έχουν περισσότερη προσωπική και οικονομική ελευθερία, είναι όμως περισσότερο ολοκληρωτικές από μια “καπιταλιστική οικονομία του προ του 1918 τύπου”.
Μολονότι αντιλαμβανόμαστε τον φασισμό ως έναν υβριστικό όρο, προκειμένου να τον κατανοήσουμε ως μια πολιτική ιδεολογία πρέπει να μελετήσουμε τη θεωρία και την πρακτική του κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, όταν εκατομμύρια άνθρωποι αποδέχονταν με υπερηφάνεια τον χαρακτηρισμό του φασίστα. Κανείς δεν αρνείται ότι ο φασισμός προέκυψε σε αντιπαράθεση προς τον ορθόδοξο μαρξισμό. Αυτό που πολλοί βρίσκουν δυσνόητο είναι η πηγή της κοινής αντιπαλότητας μεταξύ αυτών των δύο πολιτικών κινημάτων. Τα ζητήματα στα οποία διαφωνούσαν τα δύο κινήματα δεν είχαν ως επίκεντρο την οικονομία. Ο Μουσολίνι, ο Χίτλερ και οι άλλοι φασίστες ηγέτες ήταν έτοιμοι να υιοθετήσουν τον κρατισμό των σοσιαλιστών αντιπάλων τους. Το ζήτημα στο οποίο διέφεραν θεμελιωδώς ήταν ο εθνικισμός. Σύμφωνα με τον ορθόδοξο μαρξισμό, η μοίρα του έθνους (που ορίζεται ως η πολιτική οντότητα που διαθέτει το μονοπώλιο της εξουσίας επί μίας ορισμένης γεωγραφικής περιοχής) δεν αφορά τους εργάτες. Οι φασίστες αντίθετα διαφωνούσαν εντόνως: Υποστήριζαν ότι, όπως ακριβώς τα μέλη της ίδιας οικονομικής τάξης έχουν κοινά συμφέροντα, το ίδιο συμβαίνει και με τους κατοίκους της ίδιας χώρας. Αντιστοίχως, οι φασίστες αντικατέστησαν την εξύμνηση των “εργατών” με την εξίσου φανατική αφοσίωση στο “έθνος”.
Η μετάβαση του Μουσολίνι από τον ορθόδοξο μαρξισμό στον φασισμό είναι γνωστή. Τον Απρίλιο του 1914 ο Μουσολίνι ήταν “κατά την κρίση τόσο των υποστηρικτών του, όσο και των αντιπάλων του, ο δικτάτορας του Σοσιαλιστικού Κόμματος”. Αφού όμως άλλαξε τις συμμαχίες του ως προς τον πόλεμο με τις Κεντρικές Δυνάμεις, το Σοσιαλιστικό Κόμμα τον διέγραψε. Σ' αυτό ακριβώς το σημείο άρχισε να εκδίδει την εφημερίδα του Il Popolo d''Italia, για να προάγει την δική του σύνθεση του εθνικισμού και του σοσιαλισμού:
“Ο Μουσολίνι επέμενε ότι η μόνη μορφή σοσιαλισμού που θα μπορούσε να είναι εφικτή στον εικοστό αιώνα ήταν ένας σοσιαλισμός πρόθυμος να ταυτιστεί με το έθνος… . Το επιχείρημά του ουσιαστικά χαρακτήριζε τον παραδοσιακό σοσιαλισμό ως ταυτόχρονα αντεθνικό και αντισοσιαλιστικό ”.
Αντίθετα με τον Μουσολίνι, ο Χίτλερ ποτέ δεν υπήρξε μαρξιστής. Αποδεχόταν όμως με ενθουσιασμό την ταμπέλα του σοσιαλιστή παρά την υποψία ότι “εμείς [οι ναζιστές] δεν ήμασταν τίποτε άλλο από ένα είδος μαρξισμού… . Γιατί μέχρι και σήμερα, αυτοί οι άμυαλοι δεν έχουν καταλάβει τη διαφορά μεταξύ του σοσιαλισμού και του μαρξισμού”. Το στοιχείο του μαρξισμού που ο Χίτλερ καταδίκαζε με τη μεγαλύτερη δριμύτητα ήταν ο διεθνισμός. Ο Χίτλερ μισούσε τους μαρξιστές όχι για τα οικονομικά τους, αλλά γιατί “μαχαίρωσαν πισώπλατα τη Γερμανία” κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο με τις επαναστατικές τους δράσεις. Μάλιστα, υποστήριξε επανειλημμένα ότι ο μαρξισμός ήταν προκαπιταλιστικός και ότι επεδίωκε “απλώς να σπάσει την εθνική και πατριωτική ραχοκοκαλιά του λαού και να τον ετοιμάσει για τον ζυγό του σκλάβου του διεθνούς κεφαλαίου και των αφεντών του, τους Εβραίους”.
Από μια φιλελεύθερη οπτική, η διαφωνία μεταξύ αυτών των ανταγωνιστικών εκδοχών του κολλεκτιβισμού έχει σε πολλές πτυχές απλώς διακοσμητικό χαρακτήρα. Πράγματι, οι φασιστικές οικονομικές πολιτικές, όπως κι εκείνες που ευαγγελίζονταν οι σοσιαλιστές, περιελάμβαναν εκτεταμένη κρατική ρύθμιση, εκτεταμένα δημόσια έργα και γενναιόδωρα κοινωνικά προγράμματα. Αυτού του είδους οι πολιτικές είχαν προηγούμενο στη σοσιαλιστική νομοθεσία, όμως οι φασίστες τούς έδωσαν μια εθνικιστική θεμελίωση: να θεραπεύσουν την εσωτερική ταξική διαίρεση, να προωθήσουν την οικονομική αυτάρκεια και να ετοιμαστούν για τον πόλεμο. Κατά τη διατύπωση του Χίτλερ:
“Το καθήκον του κράτους ως προς το κεφάλαιο ήταν σχετικά απλό και ξεκάθαρο: όφειλε απλώς να διασφαλίσει ότι το κεφάλαιο παραμένει στην υπηρεσία του κράτους και δεν φαντασιώνεται πως είναι ο αφέντης του. Αυτή η οπτική μπορεί στη συνέχεια να προσδιοριστεί μεταξύ δύο ορίων: αφενός τη διατήρηση μιας βιώσιμης, εθνικής και ανεξάρτητης οικονομίας και αφετέρου τη διασφάλιση των κοινωνικών δικαιωμάτων των εργατών”.
Οι Ιταλοί φασίστες ήταν σταθερά λιγότερο ριζοσπαστικοί από τους Γερμανούς ναζί, και η επιρροή του εθνικοσοσιαλιστικού δόγματος στην ιταλική οικονομική πολιτική υπήρξε αρχικά περιορισμένη. Η κρατική όμως παρέμβαση στην οικονομία αυξήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1930. Τα δημόσια έργα, τα κρατικώς επιβληθέντα καρτέλ και οι προνοιακές δαπάνες επεκτάθηκαν σημαντικά. Το κράτος αγόρασε τα ενεργητικά των τραπεζών και των επιχειρήσεων που αποτύγχαναν και κατέληξε να έχει στην ιδιοκτησία του το μεγαλύτερο μέρος του τραπεζικού τομέα και να ελέγχει “ένα μεγαλύτερο μέρος της εθνικής οικονομίας από οποιοδήποτε άλλο έθνος-κράτος δυτικά της Σοβιετικής Ένωσης”.
Μόλις ανέλαβαν την εξουσία, οι Ναζί διεύρυναν τον ρόλο του κράτους και έκοψαν τους δεσμούς τους με την παγκόσμια οικονομία γρηγορότερα απ' ό,τι οι Ιταλοί προηγουμένως. Στα πρώτα τέσσερα χρόνια τους, η ετήσια αύξηση της πραγματικής ιδιωτικής κατανάλωσης στη Γερμανία ήταν 2,4%, έναντι του αστρονομικού 19,7% της δημόσιας κατανάλωσης. Προτεραιότητα τους ήταν ο επανεξοπλισμός, αλλά οι πραγματικές μη στρατιωτικές κρατικές δαπάνες αυξήθηκαν με ετήσιο ρυθμό 5,3%. Η εμπορική πολιτική των Ναζί μείωσε τις εισαγωγές κάτω από τα επίπεδα της περιόδου της Ύφεσης, ιδίως ως προς τα αγροτικά προϊόντα, και η ρύθμιση ραγδαία επεκτάθηκε σε ολόκληρη την οικονομία. Ο David Schoenbaum επισημαίνει για τη γερμανική οικονομία υπό τους Ναζί:
“Μισθοί, τιμές, εργασιακές συνθήκες, κατανομή των πρώτων υλών: τίποτε απ' όλα αυτά δεν αφέθηκε στην απόφαση των επιχειρηματιών, πόσο μάλλον στην αγορά… . Οι επενδύσεις ελέγχονταν, η εργασιακή ελευθερία εξαλείφθηκε, οι τιμές καθορίστηκαν… . Οι επιχειρήσεις, και ιδίως οι μεγάλες επιχειρήσεις ήκμαζαν ή παρήκμαζαν σε ευθεία αναλογία της προθυμίας τους να συνεργαστούν με το καθεστώς”.
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος επέφερε περισσότερες ριζικές οικονομικές αλλαγές στη Γερμανία. Οι Ναζί θέσπισαν την κρατική δουλεία, υποχρεώνοντας εκατομμύρια ξένους στη συχνά θανατηφόρα αναγκαστική εργασία. Όσο εξελισσόταν ο πόλεμος, η Γερμανία πλησίαζε τον πλήρη σοσιαλισμό, στρατολογώντας εντέλει γυναίκες, τους ηλικιωμένους και ακόμη και τα παιδιά για οικονομική και στρατιωτική υπηρεσία.
Πρέπει να αναφερθεί ότι οι φασίστες απέφυγαν τις ριζικές σοσιαλιστικές πολιτικές της πλήρους εθνικοποίησης της βιομηχανίας και της κολλεκτιβοποίησης της αγροτικής παραγωγής. Αυτή όμως η παρέκκλιση από τον ορθόδοξο μαρξισμό δεν ήταν αποκλειστικό γνώρισμα του φασισμού: Δεδομένων των καταστροφικών συνεπειών αυτών των πολιτικών στη Σοβιετική Ένωση, κάθε σοσιαλιστής με ένα ψήγμα κοινής λογικής ήθελε να τις αποφύγει. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Λούντβιχ φον Μίζες έγραφε:
“Οι μαρξιστές δεν είναι έτοιμοι να παραδεχθούν ότι και οι ναζιστές είναι ομοίως σοσιαλιστές. Στα μάτια τους, ο ναζισμός είναι το χειρότερο απ' όλα τα δεινά του καπιταλισμού. Από την άλλη πλευρά, οι Ναζί χαρακτηρίζουν το ρωσικό σύστημα ως το χειρότερο απ' όλα τα είδη της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και ως μια δαιμόνια μηχάνευση του Οικουμενικού Εβραϊσμού για την κυριαρχία επί των Εθνικών. Είναι όμως σαφές ότι και τα δύο αυτά συστήματα, το γερμανικό και το ρωσικό, πρέπει να χαρακτηριστούν από οικονομική σκοπιά ως σοσιαλιστικά”.
Με την κατάρρευση του κομμουνισμού, πολλοί πολιτικοί επιστήμονες και ιστορικοί έχουν έστω και καθυστερημένα υιοθετήσει την οπτική του Μίζες. Μολονότι η συνεισφορά τους δεν έχει αναγνωριστεί στο βαθμό που της αξίζει, φιλελεύθεροι στοχαστές όπως ο Μίζες και Χάγιεκ υπήρξαν πρωτοπόροι στον εντοπισμό των ομοιοτήτων μεταξύ αυτών των δύο εκδοχών του ολοκληρωτισμού. Πιθανότατα δεν θα λάβουν ποτέ την αναγνώριση που τους αξίζει, αλλά, όσο το μοντέλο τους αποκτά ρίζες, τόσο οι συγκρίσεις μεταξύ του φιλελευθερισμού και του φασισμού φαίνονται ολοένα και περισσότερο κίβδηλες.
Προτάσεις περαιτέρω μελέτης:
Barkai, Avraham. Nazi Economics: Ideology, Theory, and Policy. New Haven, CT: Yale University Press, 1990.
Branden, Barbara. The Passion of Ayn Rand. New York: Doubleday, 1986.
Gregor, A. James. The Faces of Janus: Marxism and Fascism in the Twentieth Century. New Haven, CT: Yale University Press, 2000.
———. Young Mussolini and the Intellectual Origins of Fascism. Berkeley: University of California Press, 1979.
Hitler, Adolf. Mein Kampf. New York: Houghton Mifflin, 1971.
Landauer, Carl. European Socialism: A History of Ideas andMovements. Berkeley: University of California Press, 1959.
Mises, Ludwig von. Omnipotent Government: The Rise of the Total State and Total War. Spring Mills, PA: Libertarian Press, 1985.
Payne, Stanley. A History of Fascism, 1914–1945. Madison: University of Wisconsin Press, 1995.
Pipes, Richard. Russia under the Bolshevik Regime. New York: Vintage Books, 1994.
Schoenbaum, David. Hitler's Social Revolution: Class and Status in Nazi Germany 1933–1939. New York: W. W. Norton, 1980.
--
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στην Encyclopedia of Libertarianism και παρουσιάζεται στα ελληνικά με τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.