Η τρέχουσα αστάθεια στις χρηματοπιστωτικές αγορές φαίνεται να υποδαυλίζεται από τον φόβο ή την αβεβαιότητα για τις μελλοντικές εξελίξεις και όχι από συγκεκριμένες οικονομικές ειδήσεις. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τη μελλοντική τροχιά των επιτοκίων της κεντρικής τράπεζας ή τον βαθμό διατάραξης των αλυσίδων εφοδιασμού που προκάλεσε ο πόλεμος στην Ουκρανία. Αλλά οι άνθρωποι είναι νευρικοί.
Το κλίμα είναι αρκετά διαφορετικό από αυτό που ο Mervyn King αποκαλούσε NICE σταθερότητα (Non-inflationary Continuing Expansion - Μη πληθωριστική συνεχιζόμενη επέκταση). Φαίνεται πως αυτό μας γυρίζει πίσω στα χρόνια του Μεσοπολέμου, όταν άκμασαν οι θεωρίες ψυχολογικής επιρροής στις χρηματοπιστωτικές αγορές καθώς οι ίδιες οι αγορές μαράζωναν.
Στη δεκαετία του 1930, τα οικονομικά στράφηκαν στην ψυχολογία. Οι οικονομικοί αναλυτές Benjamin Graham και David Dodd διεκτραγωδούσαν τις υπερβολές της δεκαετίας του 1920 και την υποτίμηση του αμερικανικού χρηματιστηρίου στην αγορά το 1932. Ο Irving Fisher το 1932 ανέφερε την «απαισιοδοξία» ως έναν από τους παράγοντες που παρατείνουν την ύφεση:
«Η γνώμη του καθενός καθοδηγείται σε μεγάλο βαθμό από τη γνώμη όλων των άλλων, ακόμη και οι πιο ψύχραιμοι άνθρωποι θα ?φοβούνται τουλάχιστον τους φόβους των άλλων? και θα συμβάλλουν στον πανικό του οποίου μέρος είναι αυτού του είδους οι φόβοι». Οι νέες ιδέες σχετικά με τον ρόλο της ψυχολογίας στην οικονομία έλαβαν μεγαλύτερο κύρος μετά τη δημοσίευση της Γενικής Θεωρίας του Keynes και την περίφημη επίκληση από πλευράς του των ζωικών πνευμάτων.
Η νέα μας έρευνα που αναλύει δεδομένα ειδησεογραφικών άρθρων χρησιμοποιώντας μια λεξικολογική προσέγγιση για την αναζήτηση λέξεων με θετικό και αρνητικό συναισθηματικό περιεχόμενο (ο τεχνικός όρος είναι «σθένος» - valence) έχει αποδειχθεί χρήσιμη για την κατανόηση των οικονομικών αποτελεσμάτων. Χρησιμοποιούμε ένα προς τούτο βαθμονομημένο λεξικό για να εξετάσουμε ολόκληρο το περιεχόμενο της Wall Street Journal και να το ελέγξουμε ως προς τον συναισθηματικό του αντίκτυπο:
Ο νέος μας δείκτης μετρά την ισορροπία μεταξύ δύο ομάδων συναισθημάτων που είναι σε γενικές γραμμές ανάλογες με τον ενθουσιασμό (προσέγγιση) και το άγχος (αποφυγή) στα δεδομένα των κειμένων, χρησιμοποιώντας ένα λεξικό περίπου 150 λέξεων για κάθε κατηγορία χρησιμοποιώντας συνηθισμένες αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με αυτές τις δύο μεγάλες ομάδες. Στη συνέχεια πραγματοποιούμε ιστορικές αποσυνθέσεις χρησιμοποιώντας αυτό το μοντέλο για να προσδιορίσουμε την επίδραση αυτών των διαρθρωτικών κραδασμών στις μακροοικονομικές και χρηματοοικονομικές μεταβλητές. Αυτή η μέθοδος μας επιτρέπει να συγκρίνουμε την πραγματική με την αντίθετη πορεία της οικονομίας χωρίς τον αντίκτυπο των κραδασμών του επιχειρηματικού κλίματος.
Επινοήσαμε μια στατιστική μέθοδο ελέγχου αυτών των θεωριών για την περίοδο πριν από τη Μεγάλη Ύφεση που χρησιμοποιεί μια διαδικασία ιεραρχικής ταξινόμησης: η μεταβλητή του επιχειρηματικού συναισθήματος ταξινομείται τελευταία στη διαδικασία δοκιμής, έτσι ώστε το αναγνωρισμένο σοκ να μην έχει άμεσο αντίκτυπο σε καμία από τις μεταβλητές του οικονομετρικού μοντέλου. Το σκεπτικό μας είναι διπλό: πρώτον, οι ειδήσεις για την οικονομία εσωτερικεύονται γρήγορα στις αγορές μετοχών και κεφαλαίου.
Το σοκ επιχειρηματικού κλίματος που εντοπίζεται σε αυτή τη μέθοδο είναι επομένως ορθογώνιο ως προς κρίσεις στις χρηματιστηριακές και πιστωτικές αγορές. Δεύτερον, το σοκ επιχειρηματικού κλίματος επηρεάζει με καθυστέρηση τις άλλες μεταβλητές στο σύστημα. Έτσι, εντοπίζουμε κραδασμούς στη βραδεία κίνηση (ή στη μακροπρόθεσμη συνιστώσα) του επιχειρηματικού κλίματος και όχι στη βραχυπρόθεσμη συνιστώσα. Το συμπέρασμά μας είναι ότι η μακροπρόθεσμη συνιστώσα του επιχειρηματικού συναισθήματος δεν μολύνεται από ειδήσεις.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι αυτή η μέθοδος αφαιρεί τον πραγματικό αντίκτυπο των οικονομικών γεγονότων, ενώ είναι σαφές ότι τα κακά νέα προκαλούν αρνητικό συναίσθημα. Αυτό που εξετάζουμε είναι πώς το συναίσθημα επηρεάζεται από άλλες παραμέτρους πέρα από τις ειδήσεις και τα αποτελέσματα. Αυτό εξηγεί κάτι που αρχικά μπορεί να φαίνεται παράξενο: η διάσπαση του συναισθήματος δείχνει την ιδιαίτερη σημασία του συναισθήματος στην περίοδο πριν από τη Μεγάλη Ύφεση (ή με άλλα λόγια, στην πορεία προς την οικονομική κατάρρευση).
Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, ωστόσο, η άσκηση αναγνώρισης καθιστά δύσκολο τον διαχωρισμό του αρνητικού συναισθήματος από την αρνητική πραγματική οικονομική απόδοση. Μπορεί τότε να εμφανιστεί μια σπείρα στην οποία και οι οικονομικές ειδήσεις δημιουργούν περισσότερο αρνητικό συναίσθημα που οδηγεί στη συνέχεια σε χειρότερες οικονομικές επιδόσεις και ούτω καθεξής, αλλά ο αιτιώδης μηχανισμός σε αυτή τη διαδικασία -σε αντίθεση με την προ του 1929 εποχή- δεν μπορεί να προσδιοριστεί με σαφήνεια.
Υπάρχουν επίσης παραδείγματα θετικού συναισθήματος που επηρεάζει τα αποτελέσματα. Έτσι, το καλοκαίρι του 1926, ο δείκτης βιομηχανικής παραγωγής αυξάνεται, αλλά μια αντίρροπη περίπτωση χωρίς οικονομικό κλίμα καταδεικνύει πτώση. Ο Τύπος ήταν γεμάτος με άρθρα θετικού συναισθήματος – εν μέρει λόγω του εορτασμού μιας επετείου. Ένα εκστατικό άρθρο για τον τρόπο με τον οποίο οι ξένες χώρες αντιμετώπισαν την 150η επέτειο της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας, για παράδειγμα, σχολίαζε «την εκπληκτική πρόοδο που έχει σημειωθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες» και παρουσίαζε λεπτομερώς το «απίστευτο σύνολο» του αμερικανικού πλούτου.
Αντιστοίχως, αρνητικές επιπτώσεις, με μία από τις πιο συχνές περιπτώσεις να περιλαμβάνει αρνητικές ειδήσεις ξένων γεγονότων (που θα μπορούσαν να έχουν μόνο σχετικά μικρό πραγματικό αντίκτυπο στην οικονομία των ΗΠΑ) συμβάλλουν στη διαμόρφωση κλίματος. Υπάρχουν επίσης περιπτώσεις που οι ανησυχίες για την οικονομική διαφθορά και την ακεραιότητα της αγοράς οδηγούν σε αρνητική διάθεση. Ένα από τα μεγαλύτερα αρνητικά συναισθήματα στις αρχές της δεκαετίας του 1920 σημειώθηκε τον Ιούλιο του 1923, και οφειλόταν στις ειδήσεις για κυβερνητική αστάθεια στην Ευρώπη.
Ένα χαρακτηριστικό άρθρο ανέφερε τα σχόλια για την επιστροφή ενός εξέχοντος Γερουσιαστή από την Ευρώπη, εξηγώντας πώς «οι περισσότεροι, συμπεριλαμβανομένου και εμού, δεν συνειδητοποιήσαμε πόσο εξουθενωμένα από τον πόλεμο είναι πολλά από τα έθνη της Ευρώπης, τόσο ως προς τα κρατικά οικονομικά όσο και ως προς την ιδιωτική προσπάθεια». Η υπόθεση δεν είναι ότι η ευρωπαϊκή δυστυχία έπληξε άμεσα την Αμερική, αλλά ότι παρέσυρε το επιχειρηματικό συναίσθημα.
Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται και στην πορεία προς τη Μεγάλη Ύφεση. Ο Απρίλιος έως τον Αύγουστο του 1928 είδε μια σειρά από μεσαίου μεγέθους θετικά σοκ. Στη συνέχεια, ξεκινώντας από τον Φεβρουάριο του 1929 έως τον Ιούλιο του 1929, ακολούθησε μια σειρά από μεγάλα αρνητικά σοκ με το μεγαλύτερο αρνητικό συναισθηματικό σοκ να σημειώθηκε τον Μάιο του 1929. Και πάλι, αυτό σχετιζόταν με ανησυχίες για τις διεθνείς υποθέσεις.
Αυτό το ιστορικό μάθημα έχει και πιθανές σύγχρονες συνέπειες - οι άμεσες επιπτώσεις από την Ουκρανία και η διακοπή του ενεργειακού εφοδιασμού έπληξαν περισσότερο την Ευρώπη. Αλλά η κακή διάθεση εξαπλώνεται παντού, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου η αλλαγή της διάθεσης μπορεί να επηρεάσει τόσο τις αγορές, όσο και την πραγματική παραγωγή.
* Ο Ali Kabiri είναι λέκτορας Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Buckingham.
** Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 11 Μαΐου 2022 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.