Του Ryan Bourne
Ας υποθέσουμε ότι το κράτος αποφάσιζε να αναδιανείμει σε κάθε ενήλικα Βρετανό ένα βασικό, χωρίς προϋποθέσεις, εισόδημα 10.000 λιρών από τα φορολογικά έσοδα. Το συνολικό ποσοστό απασχόλησης: α. Θα αυξανόταν, β. Θα μειωνόταν ή γ. Θα παρέμενε το ίδιο;
Αυτή είναι η υπεραισιόδοξη πρόταση πολιτικής που επεξεργάζεται το τελευταίο διάστημα ο πρώην ηγέτης των Εργατικών Ed Miliband.
Και δεν είναι ο μόνος. Ιδεολογικώς ετερόκλητοι συνοδοιπόροι, από το νεοφιλελεύθερο Adam Smith Institute, μέχρι το Πράσινο Κόμμα εξετάζουν τα πλεονεκτήματα της καταβολής μετρητών σε όλους ως ασφάλιση έναντι των κινδύνων της αυτοματοποίησης και της απουσίας εργασιακής ασφάλειας στην αγορά εργασίας.
Υπάρχει πληθώρα από ανησυχίες, συμβιβασμούς και πρακτικές δυσκολίες σε μια τέτοια πολιτική. Παρ' όλα αυτά, το ερώτημα που αφορά την απασχόληση έχει τη μεγαλύτερη επίδραση, και τόσο οι υποστηρικτές όσο και οι επικριτές της πρότασης φαίνεται να βρίσκονται σε σύγχυση ως προς αυτό.
Την περασμένη εβδομάδα στην εκπομπή Newsnight, ο Miliband υποστήριξε ότι οι συνέπειες στην απασχόληση θα είναι από μηδενικές έως ελάχιστες, και ταυτόχρονα άφησε να εννοηθεί ότι η δυνατότητα να απορρίπτει κανείς θέσεις εργασίας είναι ένα από τα θετικά σημεία της πρότασης.
Οι επικριτές υπογραμμίζουν ότι το να κερδίζει κανείς χρήματα παράγει αξιοπρέπεια, χωρίς να βλέπουν ότι αυτό ακριβώς μπορεί να είναι ο λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να εργάζονται ακόμη και με αυτή τη ροή μετρητών.
Η ιδέα ότι οι απροϋπόθετες καταβολές χρημάτων θα μειώσουν την απασχόληση είναι ενστικτώδης. Πολλοί θα εισπράξουν το εισόδημα αυτό και δεν θα συμμετάσχουν την επίσημη αγορά εργασίας, ιδίως αν σήμερα αισθάνονται εξαναγκασμένοι να εργάζονται για να τα βγάζουν πέρα, ή λόγω του όρου ότι πρέπει να εργάζονται για να απολαμβάνουν τα ήδη υφιστάμενα ωφελήματα
Οι φοιτητές μπορεί να προτιμήσουν να εστιάσουν στις σπουδές τους. Οι νέοι γονείς μπορεί να επιλέξουν να περάσουν περισσότερο χρόνο με τα παιδιά τους. Με ένα γενναιόδωρο δίχτυ ασφαλείας, όσοι βρίσκονται πρόσκαιρα στην ανεργία μπορεί να πάρουν περισσότερο χρόνο για να βρουν θέσεις εργασίας που ανταποκρίνονται αποτελεσματικά στις δεξιότητες και τα ταλέντα τους.
Όλα αυτά μπορεί να μειώσουν την απασχόληση ανά πάσα στιγμή. Όπως υπονοεί ο Miliband, για κάποιους ανθρώπους υπό συγκεκριμένες συνθήκες, αυτό μπορεί να μην είναι κάτι το κακό.
Αυτή είναι όμως μία μόνο πτυχή της ιστορίας. Όταν εκτιμούμε τις επιδράσεις του βασικού εισοδήματος, θα πρέπει να αναρωτηθούμε: σε σύγκριση με τι;
Το υφιστάμενο κράτος πρόνοιας του Ηνωμένου Βασιλείου για ανθρώπους σε εργασιακή ηλικία παρέχει χρήματα με προϋποθέσεις και εξέταση των μέσων. Αυτό αυξάνει τα εισοδήματα των φτωχών, αλλά παραδόξως τους κάνει δυσκολότερο το να κερδίσουν εισοδήματα.
Αν κάποιος εργαστεί περισσότερο, ή πάρει προαγωγή, αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να του αφαιρεθούν τα ωφελήματα και να φορολογηθεί. Ακόμη και υπό το πρόγραμμα της Ενιαίας Πίστωσης (Universal Credit), αυτό δημιουργεί ουσιαστικά οριακούς φορολογικούς συντελεστές της τάξης του 75% περίπου - ένα έντονο αντικίνητρο.
Αν ένα καθαρό βασικό εισόδημα αντικαταστήσει τα σημερινά προνοιακά προγράμματα, δεν θα υπάρχει αυτό το αντικίνητρο. Το συνολικό αποτέλεσμα στο ποσοστό απασχόλησης αυτών των δύο φαινομένων θα είναι συνεπώς ασαφές.
Κι εδώ ακριβώς υπεισέρχονται οι λεπτομέρειες της πρότασης και οι συμβιβασμοί. Το κεντρικό πρόβλημα είναι πως ένα γενναιόδωρο βασικό εισόδημα θα ήταν υπερβολικά ακριβό. Ένα βασικό εισόδημα 10.000 λιρών για τους ενηλίκους θα κόστιζε από μόνο του 850 δισεκατομμύρια λίρες, πολύ περισσότερα χρήματα από τον υφιστάμενο προϋπολογισμό κοινωνικής προστασία που ανέρχεται σε 252 δισεκατομμύρια λίρες και περιλαμβάνει και τις κρατικές συντάξεις.
Από μόνο του συνεπώς το βασικό εισόδημα θα απαιτούσε τεράστιες αυξήσεις στους φόρους, που με τη σειρά τους θα μείωναν τις αποδόσεις των κερδών για τους ανθρώπους που σήμερα δεν λαμβάνουν ωφελήματα. Θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε με ένα πολύ μικρότερο βασικό εισόδημα, αλλά τότε θα έπρεπε να είμαστε διατεθειμένοι να χειροτερέψουμε την κατάσταση κάποιων από τους σημερινούς παραλήπτες των ωφελημάτων, προκειμένου να δώσουμε χρήματα σε ανθρώπους που σήμερα «δεν τα χρειάζονται».
Ένας συμβιβασμός είναι ο «αρνητικός φόρος εισοδήματος» - πρακτικά, η ενσωμάτωση της εγγύησης ενός βασικού εισοδήματος στο φορολογικό σύστημα, όπου τα άτομα είτε θα λαμβάνουν χρήματα από το κράτος, είτε θα καταβάλλουν φόρους, αλλά ποτέ και τα δύο, με ένα απόλυτο κάτω όριο.
Αυτό συμβάλει στη σημαντική μείωση του δημοσιονομικού κόστους, αλλά δεδομένου του ότι οι μεταβιβάσεις συνδέονται με το κερδισμένο εισόδημα, εισάγονται εκ νέου τα αντικίνητρα για εργασία που εξαλείφει ένα καθαρό βασικό εισόδημα.
Αν όμως ο Miliband έχει δίκιο πως το βασικό εισόδημα παρέχει ένα αρκετά γενναιόδωρο δίχτυ ασφαλείας που δίνει στους εργαζόμενους τη δύναμη να λένε «όχι», τότε μήπως κάποια σημαντικά μέρη της υφιστάμενης εργασιακής νομοθεσίας παύουν να χρειάζονται;
Οι νόμοι για τον κατώτατο μισθό και οι διατάξεις για τα υποχρεωτικά εργασιακά ωφελήματα δικαιολογούνται συχνά με το επιχείρημα ότι διαφορετικά οι εργοδότες θα “εκμεταλλεύονταν” τους εργαζομένους. Με αυτό το δίχτυ ασφαλείας, οι εργασιακές συμβάσεις γίνονται απολύτως εθελούσιες.
Ομοίως θα κατέρρεε και η δικαιολόγηση και άλλων προστατευτικών πολιτικών που καταστρέφουν θέσεις εργασίας όπως στο εμπόριο, εφόσον οι εργαζόμενοι θα διαθέτουν ένα δίχτυ ασφαλείας που θα τους εξασφαλίζει χρόνο επανακατάρτισης ή εύρεσης μιας καλύτερης θέσης εργασίας.
Το βασικό εισόδημα, ή το εγγυημένο βασικό εισόδημα δεν χρειάζεται τότε να μειώσει την απασχόληση. Αυτό όμως εξαρτάται από τον σχεδιασμό και από το τι ακριβώς θα αντικαταστήσει.
Η πρόκληση για την υιοθέτηση αυτής της ιδέας στο πολιτικό επίπεδο έγκειται στο αν οι υποστηρικτές της μπορούν να συμβιβαστούν σ' αυτά τα χαρακτηριστικά.
Είναι διατεθειμένοι οι φιλελεύθεροι υποστηρικτές της πρότασης να αποδεχθούν μεγαλύτερη αναδιανομή με αντάλλαγμα την εξάλειψη των παρεμβατικών προνοιακών ρυθμίσεων που καταστρέφουν την αγορά εργασίας;
Είναι διατεθειμένοι οι Αριστεροί όπως ο Miliband να εγκαταλείψουν εργασιακά δικαιώματα με αντάλλαγμα ενός πιο εκτεταμένου δικτύου ασφαλείας;
Αν αυτό πρόκειται να εξελιχθεί σε κάτι περισσότερο από μια θεωρητική ιδέα, ήρθε η ώρα να σκεφτούμε απαντήσεις σ' αυτά τα ερωτήματα.
--
Ο Ryan Bourne κατέχει την έδρα R. Evan Scharf για τη Δημόσια Κατανόηση των Οικονομικών στο Cato Institute.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 26 Φεβρουαρίου 2018 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ «Μάρκος Δραγούμης».