Ένας τρίτος δρόμος; Η κοινωνική οικονομία της αγοράς, μεταξύ του laissez-faire και του παρεμβατισμού

Ένας τρίτος δρόμος; Η κοινωνική οικονομία της αγοράς, μεταξύ του laissez-faire και του παρεμβατισμού

Γράφει ο  Τζάστας Λενζ

Η ραγδαία οικονομική ανάκαμψη της Δυτικής Γερμανίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο φάνηκε σαν ένα “θαύμα”. Οι επιδόσεις της χώρας ήταν σημαντικά καλύτερες από τις αντίστοιχες της Ανατολικής Γερμανίας, όπου μια κομμουνιστική κυβέρνηση εφάρμοσε μια κεντρικώς σχεδιασμένη οικονομία. Η επιτυχία αυτή δεν οφείλεται σε κάποιο θαύμα, αλλά βασίζεται στην απόφαση να εφαρμοστεί μια οικονομική διαρρύθμιση που έδωσε στους επιχειρηματίες, τους καινοτόμους και τους εργάτες την ελευθερία να πετύχουν το καλύτερο δυνατό. Η διαρρύθμιση αυτή διασφάλισε τη νομοκρατία και έναν υψηλό βαθμό πολιτικής προβλεψιμότητας και σταθερότητας. Η ελευθερία, η ιδιωτική ιδιοκτησία, ο ανταγωνισμός και η νομοκρατία αποδείχθηκαν πιο επιτυχημένα συστατικά από μια γραφειοκρατία που ελέγχει τα πάντα. Κατά κάποιον τρόπο, η διαίρεση της Γερμανίας αποτέλεσε ένα μεγάλο πείραμα στον πραγματικό κόσμο για τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα των ελεύθερων αγορών έναντι μιας κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας.

Η κοινωνική οικονομία της αγοράς

Η οικονομική διαρρύθμιση της Δυτικής Γερμανίας, η Κοινωνική Οικονομία της Αγοράς βασίστηκε στην ορντοφιλελεύθερη ιδέα ότι τόσο οι κυβερνήσεις όσο και οι αγορές έχουν ουσιώδεις ρόλους σε μια σύγχρονη, ανοιχτή κοινωνία. Το κράτος ορίζει γενικούς κανόνες, επιβλέπει την εφαρμογή τους και τους επιβάλλει. Στο πλαίσιο αυτών των κανόνων, καθένας είναι ελεύθερος να ανταγωνιστεί χωρίς την κρατική παρέμβαση. Έτσι, το κράτος λειτουργεί ως διαιτητής, επιβλέποντας το παιχνίδι και επιβάλλοντας τους κανόνες του, χωρίς να παρεμβαίνει στη διεξαγωγή του.

Κομβικός ρόλος αποδόθηκε στην Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ανταγωνισμού (Bundeskartellamt). Αυτή η αρχή εναντίον των μονοπωλίων ιδρύθηκε το 1958 με στόχο της διασφάλιση του ελεύθερου ανταγωνισμού έναντι των καρτέλ και άλλων καταχρηστικών πρακτικών. Ένας ακόμη κρίσιμος θεσμός ήταν η Γερμανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Deutsche Bundesbank), η ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα της χώρας, της οποίας ο μόνος στόχος ήταν η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών. Αυτή η νομισματική πολιτική αποδείχθηκε πολύ αποτελεσματική σε ό,τι αφορά την τροφοδότηση της μακροπρόθεσμης οικονομικής ανάπτυξης.

Οι δημιουργοί της Κοινωνικής Οικονομίας της Αγοράς πίστευαν ότι οι ελεύθερες αγορές είναι το σημαντικότερο μέρος της κοινωνικής πολιτικής, καθώς ο ανταγωνισμός εγγυάται ποιοτικά προϊόντα σε δίκαιες τιμές καθώς και δίκαιους μισθούς. Αυτό δεν ακύρωνε την ανάγκη για επιπρόσθετες κοινωνικές πολιτικές όπως η ασφάλιση έναντι της ανεργίας. Παρ’ όλα αυτά, όλα τα προγράμματα κοινωνικής πολιτικής έπρεπε να εφαρμόζονται με τρόπο που δεν εμποδίζει τον ανταγωνισμό.

Ο ορντοφιλελευθερισμός

Οι αρχές πίσω από την Κοινωνική Οικονομία της Αγοράς αναπτύχθηκαν κατά τη δεκαετία του 1930 από μια ομάδα στοχαστών περί τον Walter Eucken και τον Franz Böhm, οικονομολόγο και νομικό αντίστοιχα στο Πανεπιστήμιο του Freiburg. Έχοντας μόλις ζήσει την εμπειρία της Μεγάλης Ύφεσης και όντας αντιμέτωποι με την ανάδυση του κομμουνισμού και του φασισμού, εστίασαν στη μεταρρύθμιση της υφιστάμενης καπιταλιστικής τάξης.

Σε αντίθεση με τους υποστηρικτές ενός laissez-faire καπιταλισμού, καθώς και τους υποστηρικτές μιας κεντρικώς σχεδιασμένης οικονομίας, οι ορντοφιλελεύθεροι βλέπουν τη σημασία του κράτους, της αγοράς και της κοινωνίας. Πιστεύουν ότι αυτές οι τάξεις είναι αλληλοεξαρτούμενες εξίσου ζωτικής σημασίας για μια ελεύθερη κοινωνία. Χωρίς θεσμικές εγγυήσεις, φοβούνταν πως κάποιοι παίκτες της αγοράς μπορεί να συγκεντρώσουν υπερβολική εξουσία.

Ο ιδρυτής της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης Άνταμ Σμιθ ήδη ήξερε ότι οι επιχειρηματίες έχουν ισχυρά κίνητρα να περιορίσουν τον ανταγωνισμό. Οι Eucken και Böhm υποστήριξαν ότι αυτή η εξέλιξη έχει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στους καταναλωτές, δηλαδή υψηλότερες τιμές, καθώς και στους ανταγωνιστές που εξωθούνται εκτός αγοράς. Φοβούνταν επίσης ότι η συγκέντρωση εξουσίας μπορεί να απειλήσει την ίδια τη δημοκρατία.

Για τη διαφύλαξη του ελεύθερου ανταγωνισμού, οι ορντοφιλελεύθεροι τόνιζαν την ανάγκη για την ύπαρξη θεσμών που μπορούν να προστατεύσουν τις ελεύθερες αγορές. Την ίδια ώρα, γνώριζαν ότι η ιδιωτική ιδιοκτησία, ο ανταγωνισμός και η ελευθερία της εφαρμογής νέων ιδεών είναι οι προϋποθέσεις της οικονομικής ανάπτυξης και του πλούτου. Συνεπώς, αντιτάχθηκαν σε άμεσες παρεμβάσεις στην αγορά και και δεν πίστευαν σε μια ολοένα και αυξανόμενη, πανίσχυρη γραφειοκρατία.


* Ο Justus Lenz είναι σύμβουλος πολιτικής επί οικονομικών και χρηματοπιστωτικών ζητημάτων στο Ίδρυμα Friedrich Naumann για την ελευθερία, ερευνητής στο Hamburg Institute of International Economics και μέλος του Wilhelm-Röpke-Institute. 

* Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 2 Μαρτίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του 4Liberty.eu και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.