Του Erik Paessler*
Η δημιουργία ενός πλαισίου φορολόγησης ψηφιακών υπηρεσιών εντός της ΕΕ έχει συζητηθεί ευρέως τα τελευταία δύο χρόνια με την ομιλία για την Κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποκαλύπτει μια νέα βούληση για τη διαμόρφωση μιας πιο συγκεκριμένης πρότασης μέχρι τις αρχές του 2021. Ενώ η Ευρώπη επιδιώκει να ενισχύσει τη λογοδοσία των αμερικανικών τεχνολογικών γιγάντων, μια προσεκτικότερη ματιά αποκαλύπτει την πολιτικοποίηση του ψηφιακού φόρου ενώ παραμένουν σημαντικές αμφιβολίες οικονομικής φύσεως. Η φον ντερ Λάιεν έχει υπογραμμίσει τη βούληση να επιδιώξει πολυμερείς συμφωνίες εντός του πλαισίου του ΟΟΣΑ και του G20, που μπορεί να αποδώσουν πιο βιώσιμες συμφωνίες με την Ουάσινγκτον.
Ήδη φέτος τον Μάιο, η φον ντερ Λάιεν εξέφρασε ενδιαφέρον για την εισαγωγή ενός ψηφιακού φόρου για τη χρηματοδότηση του ύψους 750 δις ευρώ ταμείου ανάκαμψης της Ένωσης. Η σοβούσα κρίση του κορονοϊού έκτοτε έχει επιδεινώσει τη χρηματοπιστωτική κατάσταση έκτακτης ανάγκης ακόμη περαιτέρω. Καθώς τα μέτρα παραμονής στο σπίτι ανά τον κόσμο έχουν αναδείξει τα ισχυρά σημεία των μεγάλων παρόχων ψηφιακών υπηρεσιών, οι υπουργοί οικονομικών της Γαλλίας και της Ιταλίας έχουν υπογραμμίσει την επιπρόσθετη οικονομική επιτακτικότητα. Οι χώρες της ΕΕ αντιμετωπίζουν μαζική πτώση των φορολογικών τους εσόδων και συνεπώς εξετάζουν τη φορολόγηση ενός από τους κλάδους που επηρεάστηκαν λιγότερο από την πανδημία.
Σύμφωνα με τα πρότυπα φορολόγησης του ΟΟΣΑ, οι εταιρίες καταβάλλουν φόρους εκεί όπου δημιουργείται αξία, το οποίο παραδοσιακά συμβαδίζει με τη φυσική τους παρουσία. Οι εταιρίες GAFA όμως και οι υπηρεσίες τους δεν χρειάζονται φυσικές υποδομές ή μόνιμες τοπικές εγκαταστάσεις, γεγονός που δυσκολεύει τις χώρες στο να βρουν θεμελίωση και μεθόδους φορολόγησης. Καθώς οι βασικές τους υπηρεσίες αποτελούνται από στοιχεία πνευματικής ιδιοκτησίας, παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ευέλικτες στο να μεταφέρουν απλώς τα κόστη της προς χώρες με χαμηλή φορολόγηση.
Η Γαλλία ήταν μια από τις πρώτες ευρωπαϊκές χώρες που επιχείρησε να εισαγάγει έναν ψηφιακό φόρο 3% επι των εταιριών “GAFA” (δηλαδή των αμερικανικών τεχνολογικών γιγάντων Google, Apple, Facebook και Amazon) επί των εσόδων των εν λόγω εταιριών και άλλων μεγάλων παρόχων ψηφιακών υπηρεσιών που παρήχθησαν στη γαλλική επικράτεια. Η πρωτοβουλία αυτή αναβλήθηκε με την ελπίδα της επίτευξης μιας πολυμερούς συμφωνίας μέσω του ΟΟΣΑ μέχρι το τέλος του 2020, το οποίο όμως δεν συνέβη. Μονομερή παραδείγματα παρόμοιων προσπαθειών για την επιβολή ψηφιακού φόρου περιλαμβάνουν τον αυστριακό φόρο επί των εσόδων από ψηφιακή διαφήμιση, ενώ παρόμοιοι φόροι έχουν εισαχθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ισπανία και την Ιταλία.
Τον Ιούλιο, οι μεγάλες πολιτικές ομάδες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου συνασπίστηκαν σε μια προσπάθεια ενίσχυσης της εμπορικής ισχύος της ΕΕ, παρέχοντας δικαιώματα παρέμβασης στο πεδίο των υπηρεσιών και των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Το νομοσχέδιο έχει την υποστήριξη των κεντρώων και κεντροαριστερών ομάδων, σύμφωνα με τις οποίες οι επιπλέον αυτές νομοθετικές αρμοδιότητες θα λειτουργήσουν αποτρεπτικά έναντι διατλαντικών εμπορικών συγκρούσεων.
Ο φόρος αυτός όμως έχει διάφορα προβλήματα. Αντιβαίνει σε έναν κεντρικό πυλώνα της φορολογικής θεωρίας: την ιδέα ότι μόνο τα κέρδη, και όχι τα εισοδήματα πρέπει να φορολογούνται αν θέλουμε να διαφυλάξουμε την αρχή της ικανότητας προς πληρωμή.
Ακόμη, η αύξηση των φόρων μπορεί να οδηγήσει σε μετακίνηση του οικονομικού βάρους στον καταναλωτή, καθώς οι επιχειρήσεις, όντας απλώς νομικές δομές, δεν μπορούν οι ίδιες να επωμιστούν το οικονομικό κόστος των φόρων. Μεταξύ άλλων, υπάρχει ο κίνδυνος λιγότερων ευκαιριών απασχόλησης και χαμηλότερων μισθών, καθώς και υψηλότερης τιμολόγησης των προϊόντων ψηφιακών υπηρεσιών και συνολικά χαμηλότερης συμβολής στην οικονομική ανάπτυξη.
Ακόμη, η επέκταση της νομοθετικής ευχέρειας στο ψηφιακό πεδίο της πνευματικής ιδιοκτησίας μπορεί να δημιουργήσει ένα επικίνδυνο προηγούμενο. Η φορολόγηση εταιριών χωρίς φυσική παρουσία στην ΕΕ ενέχει τον κίνδυνο πιθανής ανταπόδοσης από άλλες χώρες σε ευρωπαϊκές εταιρίες. Η εισαγωγή ενός εκ των πραγμάτων δασμού, που παραβιάζει συνεπώς τους κανόνες διεθνούς εμπορίου, θα επιφέρει περαιτέρω νομικές περιπλοκές που η ΕΕ θα πρέπει πρώτη να αντιμετωπίσει.
Η εμπειρία καταδεικνύει ότι υπάρχει ο κίνδυνος μιας πιθανής υπερτόνισης του προβλήματος. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φαίνεται να λειτουργεί υπό τη γενική υπόθεση ότι οι ψηφιακές εταιρίες εκμεταλλεύονται φορολογικά παραθυράκια μετακινώντας τα περιουσιακά τους στοιχεία σε χώρες με χαμηλότερους φόρους. Αν αυτό ισχύει, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις λεπτές αποχρώσεις εντός των επιμέρους κλάδων και στις μεταξύ τους σχέσεις, μπορεί να δημιουργήσει αρνητικές διακρίσεις και αχρείαστα εμπόδια σε μελλοντικές επενδύσεις. Ο φόρος εκτρεπόμενων κερδών του Ηνωμένου Βασιλείου απαντά σε αυτές τις ανησυχίες επιβάλλοντας τιμωρητικούς συντελεστές σε κέρδη που παροχετεύθηκαν μέσω φορολογικών παραδείσων, δηλαδή σε “κατασκευασμένες διαρρυθμίσεις”, χωρίς να εστιάζει συγκεκριμένα στον τεχνολογικό κλάδο.
Εν κατακλείδι, οι πολιτικές στοχεύσεις μπορεί να υποστηριχθεί ότι τροφοδοτούν σε μεγάλο βαθμό τις νέες προσπάθειες εισαγωγής ενός ψηφιακού φόρου. Τα διπλωματικά κίνητρα, έναντι των προστατευτικών μέτρων της κυβέρνησης Τραμπ, χαρακτηρίζουν τη μεταρρύθμιση της ψηφιακής φορολογίας, σε μια προσπάθεια να δημιουργηθεί νομοθετική ευχέρεια σε ένα πληττόμενο πεδίο. Το αν η ΕΕ θα επιμείνει στη μεταρρύθμιση της ψηφιακής φορολογίας παρά τον προβλεπόμενο εκφοβισμό από τη Ουάσινγκτον θα αποδειχθεί στην πορεία. Από μια οικονομική οπτική, οι ανησυχίες παραμένουν, και έχει καταστεί σαφές ότι οι κινήσεις προς τη μεταρρύθμιση τροφοδοτούνται κυρίως από το πολιτικό κίνητρο της ανταπόδοσης των αμερικανικών εμπορικών προκλήσεων. Από την οπτική της ευρωπαϊκής ελεύθερης αγοράς, μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη η περαιτέρω επιδίωξη πολυμερών συμφωνιών συνεργασίας με τις ΗΠΑ αντί για την επιβολή μέτρων τιμωρητικής φορολόγησης.
* * *
Ο Erik Paessler είναι Project Support Assistant στο London School of Economics.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 18 Σεπτεμβρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με τον άδεια του δικτύου Epicenter και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.