Του Samuel J. Abrams*
Ως καθηγητής που έχω δουλέψει με προπτυχιακούς φοιτητές για πάνω από μια δεκαετία, έχω παρακολουθήσει την ικανότητα των φοιτητών μου να εκφράζουν τις απόψεις τους, να αμφισβητούν ιδέες και εναλλακτικές θεωρήσεις και να ακούν μια πραγματική ποικιλία ανταγωνιστικών οπτικών στο πανεπιστήμιο να συρρικνώνεται εξαιτίας ενός μικρού αριθμού ακραίων ακτιβιστών. Και τώρα βλέπω μια διαβρωτική και ισχυρή κουλτούρα ακύρωσης να μετακινείται από τα πανεπιστήμια στην υπόλοιπη χώρα και να κλείνει τον διάλογο και τη διαφωνία.
Την προηγούμενη εβδομάδα όμως, δύο νέες έρευνες - μία από το Cato Institute και μία από το Higher Education Research Institute (HERI) στο UCLA μου έδωσαν μια αισιοδοξία για τον λόγο και τις ιδέες εν μέσω αυτής της απ’ ό,τι φαίνεται ατέρμονης αρνητικότητας που πλημμυρίζει τα κοινωνικά μέσα και την πολιτική διαδικασία. Η ελπίδα μου έγκειται στους νεώτερους Αμερικανούς, τα ύστερα μέλη της γενιάς των Μιλλένιαλ και της Gen Z, που είναι ανοιχτοί σε ιδέες και θέλουν να εξετάσουν ένα πλήθος απόψεων και οπτικών.
Πρώτον, το Cato Institute μόλις δημοσίευσε κάποια ανησυχητικά δεδομένα για το σημερινό πολιτικό κλίμα, σύμφωνα με τα οποία το 62% των Αμερικανών φοβούνται να μοιραστούν ιδέες τις οποίες πιστεύουν για να μην προσβάλλουν άλλους. Η έρευνα βρήκε ακόμη ότι η πλειονότητα των στέρεων προοδευτικών αισθάνονται ελεύθεροι να εκφράσουν τις πολιτικές τους απόψεις, αλλά οι πλειονότητες των φιλελευθέρων, των μετριοπαθών και των συντηρητικών σήμερα αυτολογοκρίνονται. Αυτό το πόρισμα επιβεβαιώνει πόσο διαδεδομένο και ισχυρό έχει γίνει το κίνημα της ακύρωσης.
Το συμπέρασμα αυτό βεβαίως πρέπει να εξηγηθεί πληρέστερα. Η κατάσταση με τον ελεύθερο λόγο σήμερα δεν είναι καλή, αλλά μπορεί να μην είναι τόσο κακή όσο εμφανίζεται στα μέσα και τους πολιτικούς κύκλους. Το 62% των Αμερικανών συμφωνεί ως έναν βαθμό με την πρόταση “Το πολιτικό κλίμα αυτές τις ημέρες με αποτρέπει να πω πράγματα που πιστεύω γιατί άλλοι μπορεί να τα βρουν προσβλητικά”. Μόνο όμως το 29% συμφωνεί έντονα με αυτή την πρόταση συγκριτικά με το 33% που συμφωνεί κάπως μ’ αυτή. Αυτή η διαφορά στις απαντήσεις υποδηλώνει ότι οι Αμερικανοί αναγνωρίζουν ότι υπάρχουν περιπτώσεις που ο ελεύθερος λόγος μπορεί να περιορίζεται αλλά υπάρχουν και περιστάσεις όπου μπορεί κανείς να μιλήσει πιο ανοιχτά.
Είναι σημαντικό πως αυτοί οι αριθμοί διαφέρουν έντονα ανά ηλικιακή ομάδα. Συγκεκριμένα, το 55% των Αμερικανών ηλικίας 18-29 ετών δηλώνουν ότι αυτολογοκρίνονται ως έναν βαθμό. Αυτό το ποσοστό φτάνει το 65% μεταξύ των ατόμων ηλικίας 55-64 ετών και το 67% στους απαντήσαντες ηλικίας άνω των 65 ετών.
Ακόμη, μόλις το 22% των Αμερικανών ηλικίας κάτω των 30 ετών δηλώνουν ότι συμφωνούν έντονα με την πρόταση αυτή, συγκριτικά με το 37% των Αμερικανών ηλικίας 65 ετών και άνω. Αντίθετα, το ένα τέταρτο των νεότερων Αμερικανών διαφωνεί έντονα με την πρόταση και φαίνεται να μην ανησυχεί καθόλου για το ενδεχόμενο να προσβάλει άλλους με τον λόγο και τις ιδέες τους. Οι νεότεροι Αμερικανοί δεν έχουν την ίδια έγνοια να περιορίσουν την έκφρασή τους και τις ιδέες τους από φόβο μη τους ακυρώσουν ή μήπως προσβάλλουν άλλους - κάτι που βλέπω και στα μαθήματά μου. Σήμερα, οι φοιτητές της Gen Z είναι τολμηροί σε σύγκριση με τις προηγούμενες γενιές και θέλουν να ακούσουν ανταγωνιστικές ιδέες.
Δεύτερον, το HERI μόλις δημοσίευσε τον τελευταίο γύρο της έρευνας μεταξύ πρωτοετών φοιτητών, που περιλαμβάνει πολλά δεδομένα που καταδεικνύουν ότι οι νεότεροι Αμερικανοί εκτιμούν την ανοιχτότητα των ιδεών και την δυνατότητα της συνεργασίας με άλλους που έχουν ανταγωνιστικές με αυτούς ιδέες.
Στο πρόσφατο άρθρο μου, υποστηρίζω ότι τα δεδομένα καταδεικνύουν ότι οι φοιτητές της Gen Z στη χώρα μας δεν είναι μόνο “σε τεράστιο ποσοστό κεντρώοι, ανοιχτοί, ανεκτικοί έναντι ενός μεγάλου εύρους ιδεών” αλλά και ότι τους αρέσει η ελευθερία του λόγου και “διψούν για διαφορετικές απόψεις και ακμάζουν σε περιβάλλοντα που παρέχουν ποικιλομορφία τρόπων κατανόησης του κόσμου”. Το 67% των πρωτοετών φοιτητών δήλωσαν στην έρευνα ότι το να είναι ανοιχτοί στην αμφισβήτηση των ιδεών τους συνιστά πλεονέκτημα που διαθέτουν, και το 78% επίσης επισήμαναν ως ισχυρό τους σημείο ότι μπορούν να δουν τον κόσμο υπό την οπτική κάποιου άλλου.
Ενώ τα πανεπιστήμια είναι τα μέρη όπου ξεκίνησε η χρήση της κουλτούρας της καταγγελίας για τη φίμωση του λόγου, αυτές οι συμπεριφορές είναι το αντίθετο της ανοιχτής έρευνας, του έντιμου διαλόγου και της ικανότητας αμφισβήτησης άλλων - των στόχων της ανώτερης εκπαίδευσης. Ευτυχώς, η έρευνα του ΗΕRI καταδεικνύει ότι οι περισσότεροι φοιτητές δεν εκτιμούν τον περιορισμό της έκφρασης στα πανεπιστήμια, ακόμη κι αν μια μικρή μειονότητα φοιτητών, διοικητικού προσωπικού και διδασκόντων έχει καταλάβει την ατζέντα των πανεπιστημίων της χώρας μας.
Με λίγα λόγια, ενώ τα ζητήματα που αφορούν την ελευθερία του λόγου και την κουλτούρα της ακύρωσης έχουν μπει στο προσκήνιο, τα πρωτοσέλιδα μπορεί να υπερβάλλουν ως προς την πραγματικότητα κάπως. Ενώ το γεγονός ότι πολλοί διστάζουν να μιλούν ελεύθερα είναι πραγματικό και ανησυχεί εμένα και πολλούς άλλους, αυτές οι δύο νέες έρευνες καταδεικνύουν ότι οι νεότεροι Αμερικανοί - που δεν είναι εξτρεμιστές ή ιδεολογικώς μονολιθικοί - είναι ανοιχτοί σε διάφορες οπτικές, και ανησυχούν πολύ λιγότερο για το ενδεχόμενο να υποστούν κριτική και φίμωση εξαιτίας της έκφρασης των απόψεών τους. Υπάρχουν μεγαλύτερες ελπίδες για τον ανοιχτό διάλογο απ’ ό,τι πολλοί πιστεύουν.
*Ο Samuel Abrams είναι επισκέπτης ερευνητής στο American Enterprise Institute.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 31 Ιουλίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.