Γράφει ο Frank Schäffler
Με την εκλογή του Τζο Μπάιντεν ως 46ου Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, το διεθνές εμπόριο θα τεθεί ξανά στο επίκεντρο της προσοχής. Ο Τζο Μπάιντεν δεν είναι εκ φύσεως φίλος του ελεύθερου εμπορίου, αλλά θα κάνει την αμερικανική εμπορική πολιτική πολύ πιο προβλέψιμη απ’ ό,τι ο προκάτοχός του. Αυτό έχει μεγάλη σημασία, αλλά δεν αλλάζει τον πυρήνα της δικαιολόγησης του παγκόσμιου ελεύθερου εμπορίου, δηλαδή την ιδέα ότι το ελεύθερο εμπόριο είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή οικονομική ανάπτυξη. Αντιθέτως, θα πρέπει να θεωρείται ανθρώπινο δικαίωμα.
Όπως κατέδειξε ο Ντέιβιντ Ρικάρντο πριν από 200 χρόνια, το ελεύθερο εμπόριο δικαιολογείται καθώς αυξάνει τη συνολική ευημερία. Το αμοιβαίως επωφελές εμπόριο είναι εφικτό όταν και οι δύο χώρες επικεντρώνονται στην παραγωγή αγαθών για τα οποία διαθέτουν σχετικό πλεονέκτημα κόστος. Μέχρι σήμερα, αυτό το εύρημα χρησιμοποιείται ως οικονομική εξήγηση του οφέλους από το διεθνές εμπόριο. Τα πιο προφανή παραδείγματα αυτού του επιχειρήματος περιλαμβάνουν την Κίνα, τις τέσσερις Ασιατικές Τίγρεις και την Ινδία. Σε αντίθεση με ό,τι πιστεύεται ευρέως, η ανάδυση αυτών των χωρών μέσω του εμπορίου δεν έχει βλάψει τον ανεπτυγμένο κόσμο και τις επιχειρήσεις του. Για παράδειγμα, η ενίσχυση της ευημερίας στη Γερμανία είναι αποτέλεσμα του διεθνούς εμπορίου.
Ενώ τα οικονομικά επιχειρήματα υπέρ του εμπορίου είναι ιδιαίτερα πειστικά, δεν είναι η μόνη η βασική του δικαιολόγηση. Το ελεύθερο εμπόριο νομιμοποιείται μέσω ενός ηθικού επιχειρήματος. Έτσι, το ελεύθερο εμπόριο θα άξιζε να επιδιωχθεί ακόμη κι αν η θεωρία του Ρικάρντο ήταν εσφαλμένη. Όπως θα έλεγε ο φιλόσοφος Καρλ Πόππερ: “Δεν επιλέγουμε την ελευθερία για το ένα ή το άλλο πράγμα που μας υπόσχεται. Την επιλέγουμε γιατί καθιστά εφικτή τη μόνη αξιοπρεπή μορφή συνύπαρξης”.
Το ελεύθερο εμπόριο δεν είναι, όπως υποστήριξε ο Πρόεδρος του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου, ένα εργαλείο εκμετάλλευσης ή ένας μηχανισμός αυταρχισμού. Αντιθέτως, το ελεύθερο εμπόριο αντανακλά την εγγενή προθυμία των ανθρώπων για συνεργασία. Από τα πρώιμα χρόνια, οι άνθρωποι πάντα αντάλλασσαν ιδέες, αγαθά και υπηρεσίες. Με την ύπαρξη του εμπορίου πάντα υπήρξαν πολιτικά εμπόδια στις συναλλαγές. Όπως οι πολιτικοί σήμερα, έτσι και οι πρίγκιπες, οι ηγεμόνες και οι κυβερνήσεις επέβαλλαν δασμούς για να αυξήσουν τα έσοδά τους και να χρηματοδοτήσουν στρατούς. Ακόμη, από την εφεύρεσή τους, οι δασμοί χρησιμοποιούνται σταθερά για τη δωροδοκία, τη χρηματοδότηση και την ενίσχυση συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι δασμοί και τα υπόλοιπα προστατευτικά μέτρα προσκαλούν αυτά τα μικρά τμήματα της κοινωνίας να εκφράζουν και να επιβάλλουν τα συμφέροντά τους εις βάρος όλων των υπολοίπων. Οι δασμοί είναι κυβερνητικές εντολές, και όσοι δεν συμμορφώνονται με αυτές τιμωρούνται. Είναι το αντίθετο των γενικώς εφαρμοζόμενων και ισχυρών νόμων που εκτιμούν οι φιλελεύθερες δημοκρατίες. Στις σημερινές κοινωνίες που εκτιμάμε τόσα πολλά αναγκαία πράγματα, δεν θα πρέπει να παραλείπουμε το δικαίωμα στο ελεύθερο εμπόριο.
Το ελεύθερο εμπόριο δεν είναι κάποιο προνόμιο της Ευρώπης, του δυτικού κόσμου ή του ΟΟΣΑ. Όπως ακριβώς η ελευθερία της συνείδησης αποτελεί καθολικό δικαίωμα, το ίδιο ισχύει και για το ελεύθερο εμπόριο. Κατ’ ουσίαν, είναι ένα από τα πιο αναφαίρετα δικαιώματα άμυνας μας έναντι το κράτους. Συνεπώς, η εισβολή στις αποφάσεις των ανθρώπων να συναλλάσσονται είναι τόσο αθέμιτη όσο και η παρέμβαση στις ιδιωτικές μας ζωές.
Συνεπώς, δεν υπάρχουν μόνο τα οικονομικά κίνητρα, αλλά και επιχειρήματα υπέρ του ελεύθερου εμπορίου που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Εντέλει, η νομιμοποίησή του προκύπτει από την ανάγκη να προστατευτούν οι πολίτες από τον αυταρχισμό όσων βρίσκονται στην εξουσία.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στα γερμανικά στο Prometheus.
--
Ο Frank Schäffler είναι στέλεχος του κόμματος των Ελευθέρων Δημοκρατών και μέλος του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου της Γερμανίας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 18 Νοεμβρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του δικτύου Epicenter και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.