Είτε θα διασχίζουν τα σύνορα αγαθά, είτε στρατοί

Είτε θα διασχίζουν τα σύνορα αγαθά, είτε στρατοί

Του Nima Sanandaji

Η πρακτική των οικονομικών κυρώσεων δεν είναι νέα. Πριν από 2.400 χρόνια, η Αθήνα κήρυξε εμπορικό αποκλεισμό στην γειτονική πόλη-κράτος των Μεγάρων, στραγγαλίζοντας το εμπόριο της πόλης. Μόνο στη σύγχρονη εποχή όμως έγιναν οι κυρώσεις δημοφιλές εργαλείο εξωτερικής πολιτικής. Πώς λοιπόν λειτουργούν οι κυρώσεις;

Εκτεταμένη έρευνα έχει γίνει με θέμα το αποτέλεσμα και τις επιπτώσεις των οικονομικών κυρώσεων, με διαφορετικές αξιώσεις να διατυπώνονται επί των αποτελεσμάτων. Η εγκυκλοπαίδεια Oxford Reference γράφει το εξής για τις κυρώσεις: “Υπάρχει έντονη διαφωνία ως προς την αποτελεσματικότητά τους. Οι επικριτές επισημαίνουν ότι μπορούν εύκολα να παρακαμφθούν και συχνά πλήττουν περισσότερο εκείνους που υποτίθεται ότι θα βοηθούσαν απ' ό,τι τις κυβερνήσεις που υποτίθεται ότι θα επηρέαζαν”.

Σε κάποιες περιπτώσεις, οι κυρώσεις φαίνεται να έχουν πετύχει τους στόχους τους. Για παράδειγμα, οι κυρώσεις εναντίον των κυβερνήσεων του απαρτχάιντ στη Ροδεσία και τη Νότια Αφρική πίεσαν τα ρατσιστικά συστήματα που ήδη δοκιμάζονταν από τον λαϊκό ξεσηκωμό, επιταχύνοντας την πτώση αυτών των καθεστώτων. Η Ινδία απέκοψε το εμπόριο στο μικρότερο γειτονικό της Νεπάλ δημιουργώντας μια έλλειψη αναγκαίων αγαθών, και υποχρεώνοντας έτσι το Νεπάλ να υιοθετήσει συγκεκριμένες πολιτικές.

Αυτές είναι όμως οι σπάνιες εξαιρέσεις στον κανόνα. Συχνά, οι άνθρωποι και οι επιχειρήσεις στις χώρες που υφίστανται κυρώσεις αισθάνονται προδομένοι από τον κόσμο, και στρέφονται στο πλευρό των κυβερνήσεών τους όταν ο υπόλοιπος κόσμος αποκόπτει τις εμπορικές σχέσεις μαζί τους. Οι κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας ενίσχυσαν την υποστήριξη των Ρώσων στην κυβέρνηση Πούτιν. Όταν σταμάτησε η ροή αγαθών προς τη Ρωσία μέσω του διεθνούς εμπορίου, το κράτος συνήψε συμφωνίες με ισχυρούς ολιγάρχες για την παραγωγή διάφορων αγαθών. Κι έτσι, η Ρωσία, που είχε προηγουμένως μεγάλες φιλοδοξίες συμμετοχής στην ελεύθερη αγορά (για παράδειγμα, μέσω ενός χαμηλού και ενιαίου φορολογικού συντελεστή), ωθήθηκε στην κατεύθυνση ενός κεντρικότερα σχεδιασμένου μοντέλου με παρεοκρατικό καπιταλισμό. Αυτό ωφέλησε την πολιτική τάξη και έπληξε τη χώρα συνολικά, ενώ ταυτόχρονα έκανε τη Ρωσία πολύ πιο εχθρική προς τη Δύση.

Οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις της Δύσης επλήγησαν ομοίως, καθώς απεκόπη η δυνατότητα εμπορίου με τη Ρωσία. Σε μια πρόσφατη μελέτη μου, εξετάζω το φαινόμενο των “φίλιων πυρών” των οικονομικών κυρώσεων. Όλες ουσιαστικά οι δυτικές οικονομίες εκτός της Ελβετίας και του Ισραήλ συμμετέχουν στις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας. Μπορεί κανείς να φανταστεί ότι αυτό θα επιτρέψει στις δύο χώρες που δεν εφαρμόζουν κυρώσεις να αυξήσουν μαζικά το εμπόριό τους με τη Ρωσία - εξάλλου, όταν η Ρωσία αποκόβεται από το εμπόριο με την υπόλοιπη Ευρώπη, γιατί να μην στραφεί στην Ελβετία;

Απ' ό,τι όμως φαίνεται, οι οικονομίες που επιλέγουν να μη συμμετάσχουν στις κυρώσεις γνωρίζουν κι αυτές μια μαζική μείωση στις εξαγωγές τους. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι παγκόσμιο εμπόριο διεξάγεται μέσω των λεγόμενων παγκόσμιων αλυσίδων αξίας - στο πλαίσιο των οποίων εταιρίες σε χώρες όπως Ελβετία, το Ισραήλ, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεργάζονται για να παράγουν συγκεκριμένα αγαθά.

Η αποκοπή μιας χώρας απ' αυτή την παγκόσμια αλυσίδα σημαίνει ότι όλοι οι υπόλοιπο θα έχουν δυσκολίες στη διεξαγωγή του εμπορίου. Αυτό σημαίνει ότι τα οικονομικά κόστη των κυρώσεων είναι μεγαλύτερα απ' ό,τι θα πίστευε διαφορετικά κανείς.

Θα πρέπει επίσης να αναλογιστούμε ότι οι κυρώσεις δεν περιορίζουν απλώς την οικονομική ευημερία των ανθρώπων στη χώρα που τις υφίσταται (οδηγώντας σε κάποιες περιπτώσεις σε υποσιτισμό ή και λιμοκτονία), αλλά μειώνουν επίσης και τις οικονομικές και ατομικές ελευθερίες. Έτσι, υπονομεύουν την ειρηνική συναλλαγή που τροφοδοτεί την παγκόσμια ευημερία και τις σχέσεις ειρήνης.

Οι ερευνητές Dursun Peksen και Cooper Drury χρησιμοποίησαν μια χρονοσειρά ενός διεθνούς σώματος δεδομένων κυρώσεων που επιβλήθηκαν κατά την περίοδο 1972-2000 για να μελετήσουν τον βαθμό αποτελεσματικής επίτευξης των στόχων των κυρώσεων αυτών. Οι συγγραφείς συμπέραναν πως “τόσο τα άμεσα, όσο και τα πιο μακροπρόθεσμα αποτελέσματα των οικονομικών κυρώσεων μειώνουν σημαντικά το επίπεδο των δημοκρατικών ελευθεριών στη χώρα που τις υφίσταται”.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Βόρεια Κορέα. Η αποκοπή της χώρας από το εμπόριο έκανε τη σχεδιασμένη οικονομία να αντέξει περισσότερο απ' ό,τι θα συνέβαινε διαφορετικά. Ευτυχώς, υπήρξαν κάποια ανοίγματα που επέτρεψαν στη Βόρεια Κορέα να διεξάγει εμπόριο με την Κίνα και σε έναν περιορισμένο βαθμό και με τη Νότια Κορέα. Σταδιακά, το κράτος της Βόρειας Κορέας έχει ενσωματώσει κάποια στοιχεία των ελεύθερων αγορών στο οικονομικό του μοντέλο. Η Βόρεια Κορέα παραμένει ένα αυταρχικό και βίαιο κράτος, αλλά η μετάβαση προς μια οικονομία της αγοράς παραμένει θετική - μείωσε για παράδειγμα τη λιμοκτονία.

Πρόσφατα, η Βόρεια και η Νότια Κορέα συνυπέγραψαν τη Διακήρυξη του Πανμουντζόμ για την Ειρήνη, την Ευημερία και την Ενοποίηση της κορεατικής χερσονήσου. Αυτό το ιστορικής αξίας έγγραφο συνιστά ένα βήμα προς την ειρήνη σε μια από τις πιο επίμονες παγκοσμίως συγκρούσεις - σε μια σύγκρουση που θα μπορούσε να καταλήξει σε πυρηνικό πόλεμο. Ένα σημαντικό μέρος της συμφωνίας μεταξύ των δύο Κορεών αφορά την εμπέδωση εμπορικών σχέσεων. Καθώς οι κυρώσεις αντικαθίστανται με το εμπόριο, ακολουθούν οι ειρηνικές σχέσεις.

Οι κυρώσεις δεν είναι πάντα μια λάθος πολιτική, αλλά θα πρέπει να χρησιμοποιούνται με μεγάλη προσοχή. Συχνά, είναι πιο εύλογη η ενθάρρυνση των ελεύθερων συναλλαγών. Η σύνδεση του κόσμου μας σε ανεπτυγμένες παγκόσμιες αλυσίδες αξίας είναι η καλύτερη στρατηγική για την ειρήνη και την ευημερία. Στο τέλος, είτε θα διασχίζουν τα σύνορα τα αγαθά, είτε οι στρατοί.

--

Ο Nima Sanandaji είναι πανεπιστημιακός και συγγραφέας βιβλίων με θέμα τη σουηδική πολιτική.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 28 Νοεμβρίου 2018 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.