Το διπλό «ευχαριστώ» της αγοράς

Το διπλό «ευχαριστώ» της αγοράς

Του Steven Horwitz*

Χρειάζεται διαρκή αγώνα για να πείσουμε τους ανθρώπους ότι η αγορά δεν είναι ένα πεδίο μάχης όπου η μία πλευρά κυριαρχεί επί της άλλης, αλλά μια διαδικασία κοινωνικής συνεργασίας θεμελιωμένη στο αμοιβαίο όφελος. Οι επικριτές συνεχίζουν να υποστηρίζουν ότι οι αγορές μάς κάνουν πιο μοχθηρούς και ύπουλους και ότι δημιουργούν και εκμεταλλεύονται την εχθρική συμπεριφορά. Αυτά τα επιχειρήματα είναι παλιά όσο τουλάχιστον και ο Μαρξ, αλλά φαίνεται πως ποτέ δεν εξαλείφονται παρά τον τεράστιο όγκο των δεδομένων που καταδεικνύουν το αντίθετο.

Όπως επιχειρηματολογεί η Deirdre McCloskey στην τριλογία της με θέμα την αστική τάξη, η αγορά όχι μόνο μας επιτρέπει να εκφράζουμε μια ποικιλία ενάρετων συμπεριφορών, αλλά και η συμμετοχή μας στη συναλλαγή και την επιδίωξη του κέρδους ενσταλάζει και ενθαρρύνει αυτές τις αρετές. Οι αγορές επικαλούνται την καλή συμπεριφορά μας και μας κάνουν να την επιδεικνύουμε ολοένα και περισσότερο - και έχουμε πειραματικά δεδομένα που στηρίζουν αυτή την αξίωση.

Το πρόβλημα είναι πως πολλές από τις πιο συχνές εκφράσεις της πολιτισμένης συμπεριφοράς που μας ενσταλάζουν οι αγορές είναι τόσο βαθιά ενσωματωμένες μέσα μας ως συνήθειες που τις παρατηρούμε μόνο όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με κάποια έντονη αντίθεση.

Η συνήθεια της συνεργασίας

Σκεφτείτε για παράδειγμα τι συμβαίνει σε σχεδόν κάθε συνήθη συναλλαγή στην αγορά στην οποία μετέχουμε. Φανταστείτε ότι βρίσκεστε στον πάγκο αλλαντικών του παντοπωλείου σας, όπως μου συνέβη εμένα χθες. Περίμενα υπομονετικά στη σειρά και έδωσα στον υπάλληλο την παραγγελία μου για μισό κιλό γαλοπούλα σε φέτες - λεπτές, αλλά όχι υπερβολικά. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να κόψει μια φέτα για να σιγουρευτεί ότι δεν κάνει λάθος στο πάχος, την οποία μετά μου την έδωσε ως δωρεάν δείγμα. Μάλλον, δεν επρόκειτο για το πορτρέτο ενός άπληστου μοχθηρού αντιήρωα που στρίβει πονηρά το μουστάκι του.

Αφού ολοκλήρωσε την παραγγελία μου, μού έδωσε την γαλοπούλα μου και φτάσαμε στη στιγμή εκείνη που σημαδεύει τις συναλλαγές στην αγορά. Είπα “ευχαριστώ” μόλις πήρα τη γαλοπούλα μου, και εκείνος χαμογέλασε και μου ανταπέδωσε το “ευχαριστώ” μου.

Αυτό το “διπλό ευχαριστώ” της αγοράς συμβαίνει συνέχεια και σπανίως του δίνουμε σημασία. Το κάνουμε σε μεγάλο βαθμό ασυναίσθητα. Όταν το σκεφτούμε όμως, είναι κάτι το περίεργο. Σε πολλές περιπτώσεις όπου ευχαριστούμε κάποιον που έκανε κάτι για μας, αυτοί μας απαντούν με ένα “παρακαλώ” ή το κάπως λιγότερο ενθουσιώδες “κανένα πρόβλημα”. Τείνουμε να βλέπουμε αυτές τις καταστάσεις ως μονομερείς, σαν να λαμβάνουμε κάποιο δώρο και εκφράζουμε με τα λόγια μας το αντίστοιχο ενός ευχαριστήριου σημειώματος.

Στην αγορά όμως, το Διπλό Ευχαριστώ λέει κάτι το διαφορετικό. Η γαλοπούλα εκείνη δεν είναι ένα δώρο, καθώς ο παντοπώλης μου παίρνει ως αντάλλαγμα από μένα 18 δολάρια το κιλό. Αντιθέτως, είναι μια αμοιβαίως επωφελής συναλλαγή. Ευχαριστούμε ειλικρινά ο ένας τον άλλο γιατί ωφεληθήκαμε και οι δύο. Εγώ είμαι πιο χαρούμενος με τη γαλοπούλα μου απ' ό,τι ήμουν με τα 9 μου δολάρια, και το παντοπωλείο προτιμά τα 9 δολάρια από το μισό κιλό γαλοπούλας. Όταν λέμε “ευχαριστώ” ο ένας τον άλλο, το εννοούμε. Είμαστε και οι δύο ευγνώμονες γι' αυτή τη συναλλαγή.

Όχι, ευχαριστώ

Αυτή η πτυχή της αγοράς μου ήρθε ανάγλυφη στο μυαλό σε μια πρόσφατη επαφή μου με την υπηρεσία ασφαλείας των αεροδρομίων (TSA). Για κάποιον από τους μυστήριους λόγους που προκαλούν τέτοια πράγματα, η τσάντα μου πέρασε από “δεύτερο έλεγχο”, αφού πρώτα είχε περάσει τον πρώτο. Η υπάλληλος, σε αντίθεση με πολλούς άλλους, ήταν προσεκτική και σεβάστηκε τα περιεχόμενα της τσάντας μου όταν έψαχνε για το οτιδήποτε έδειξε το τόσο αξιόπιστο μηχάνημά τους. Όταν τελείωσε την έρευνα, έκλεισε την τσάντα και μου την έδωσε πίσω.

Καθώς το έκανε αυτό, συνειδητοποίησα ότι ήμουν έτοιμος να της πω “ευχαριστώ”, αλλά σταμάτησα. Γιατί να την ευχαριστήσω; Εκείνοι και οι υπόλοιποι υπάλληλοι ασφαλείας δεν μου έκανε κάποιο δώρο. Δεν μου παρείχε κάποια πολύτιμη υπηρεσία. Δεν είχα κάποια άμεση συμβατική σχέση με αυτούς. Δεν υπήρχε κάποια αμοιβαίως επωφελής σχέση. Αντιθέτως, αυτό που υπήρχε ήταν το κρατικό μονοπωλιακό θέατρο ασφαλείας χωρίς επιλογή εξόδου και χωρίς παραγόμενη αξία. Και πάνω απ' όλα, το μόνο που έκανε ήταν να μου επιστρέψει κάτι που δικαιωματικά μου ανήκε. Γιατί λοιπόν θα έπρεπε να την ευχαριστήσω που δεν μου έκλεψε την τσάντα μου;

Οι συνήθειες της αγοράς είναι τόσο βαθιά ριζωμένες σε μας, που η κατάσταση αυτή μας φαίνεται ότι μοιάζει με μια συναλλαγή στην αγορά. Ένας υπάλληλος μιας υπηρεσίας μας δίνει κάτι, και είμαστε τόσο συνηθισμένοι στο περιβάλλον της αγοράς όπου συναλλασσόμαστε με τους παρόχους αγαθών και υπηρεσιών που ανακλαστικά λέμε “ευχαριστώ” όπως θα λέγαμε στον πάγκο του παντοπωλείου.

Όμως η TSA δεν είναι παντοπωλείο, κι αυτό έχει σημασία. Λέμε “ευχαριστώ” στον υπάλληλο του ταμείου που παίρνει τα χρήματά μας γιατί πιστεύουμε ότι πήραμε κάτι καλύτερο στη συναλλαγή μας. Δεν θα λέγαμε “ευχαριστώ” στον ένοπλο ληστή που παίρνει τα χρήματά μας και δεν μας δίνει πίσω τίποτα. Και αν τον ευχαριστούσαμε που μας χάρισε τη ζωή μας, αυτό θα έμοιαζε περισσότερο με το “ευχαριστώ” που λέμε για ένα δώρο και λιγότερο στο πρώτο μέρος του Διπλού Ευχαριστώ της αγοράς. Σε κάθε περίπτωση, δεν θα περιμέναμε να μας ανταποδώσει τις ευχαριστίες ο ληστής.

Η δουλειά της δημιουργίας αξίας

Αυτό θα πρέπει να κρατάμε κατά νου όταν βρισκόμαστε σε άλλες καταναγκαστικές σχέσεις, ιδιωτικές ή δημόσιες. Η υπάλληλος της TSA, όσο ευγενική και προσεκτική κι αν ήταν, δεν αξίζει “ευχαριστώ” που μου επέστρεψε κάτι που νομίμως μου ανήκει χωρίς να μου δώσει τίποτε σε αντάλλαγμα για την ταλαιπωρία μου. Μπορεί “απλώς να κάνει τη δουλειά της”, αλλά αυτό από μόνο του δεν είναι ο λόγος που ευχαριστούμε κάποιον σαν τον υπάλληλο του πάγκου του παντοπωλείου. Τον ευχαριστούμε εκείνον για το τι συνεπάγεται η δουλεία του, δηλαδή για την αξία που δημιουργεί για μας.

Όταν αντιμετωπίζουμε άσκεπτα κοινωνικές μας συναλλαγές ως αμοιβαίως επωφελείς ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι, θολώνουμε τη γραμμή ανάμεσα στο αμοιβαίο όφελος της αγοράς και το παιχνίδι μηδενικού - ή και χειρότερου - αθροίσματος της πολιτικής. Αυτό όχι μόνο μειώνει την αντίστασή μας στην εκμετάλλευση των καταναγκαστικών σχέσεων, αλλά και μας κάνει να υποεκτιμούμε τις αξίες που ενσταλάζει η αγορά. Όσο περισσότερο συνειδητοποιούμε το αμοιβαίο όφελος της αγοράς και τις βαθιά ριζωμένες συνήθειες αρετής που έχουμε απορροφήσει απ' αυτήν, τόσο περισσότερο θα εκτιμούμε αυτές τις πτυχές της αγοράς και θα αναγνωρίζουμε την απουσία τους στις σχέσεις καταναγκασμού και εκμετάλλευσης.

Αν θέλουμε να επιβιώσει η τάξη της αγοράς, θα πρέπει να συνεχίσουμε να την αντιμετωπίζουμε τόσο στη θεωρία, όσο και στην πράξη, ως ένα πεδίο ηθικής και ενάρετης συμπεριφοράς.

Κι ένας τρόπος να το κάνουμε αυτό, είναι να φυλάμε το Διπλό Ευχαριστώ για την αγορά.

 

*Ο Steven Horwitz είναι καθηγητής Οικονομικών στην έδρα Charles A. Dana στο St. Lawrence University και συγγραφέας του βιβλίου Hayek''s Modern Family: Classical Liberalism and the Evolution of Social Institutions. Είναι μέλος του δικτύου στελεχών του FEE.