Του Brian Caplan*
Η οικονομική ανάλυση της πολιτικής έχει πολλά ονόματα: πολιτική οικονομία, θεωρία της ορθολογικής επιλογής, τυπική πολιτική θεωρία, κοινωνική επιλογή, οικονομικά της διακυβέρνησης, θεωρία της ενδογενούς πολιτικής, και δημόσια επιλογή. Καθεμιά από αυτές τις ταμπέλες επιλέγει μια διαφορετική ως προς τις λεπτομέρειές της διανοητική παράδοση. Καθεμιά παράδοση από αυτές διευρύνει την κατανόησή μας για τον κόσμο. Η αγαπημένη μου πάντως παραμένει η δημόσια επιλογή.
Ως καθηγητής στο George Mason University, αυτό μπορεί να αποδοθεί σε μια κάποιου είδους ευνοιοκρατία για το πανεπιστήμιό μου. Πριν όμως γίνω καθηγητής εκεί, ήμουν φοιτητής στο UC Berkeley και το Princeton και κανένα από αυτά τα πανεπιστήμια δεν καλλιεργούσε αγάπη για τη δημόσια επιλογή… για να το θέσω κομψά. Ο κύριος λόγος για τον οποίο προτιμώ τη δημόσια επιλογή είναι αντιθέτως ο κανονιστικός της πυρήνας. Όλοι οι οικονομολόγοι που μελετούν την πολιτική κάνουν ανάλυση κόστους-οφέλους, αλλά η προσέγγιση της δημόσιας επιλογής είναι σοφότερη - και αιρετική.
Ποιος ακριβώς είναι ο “κανονιστικός πυρήνας” της δημόσιας επιλογής; Είναι απλό: Αφού η δημόσια επιλογή έκανε τη συνήθη μικροοικονομική ανάλυση της κρατικής πολιτικής, με σαφήνεια διακηρύττει:
“Αυτό είναι το άνω όριο ως προς το πόσο καλά μπορεί να λειτουργήσει η κρατική παρέμβαση. Στον πραγματικό κόσμο, η κρατική παρέμβαση λειτουργεί συνήθως πολύ χειρότερα. Πριν ισχυριστούμε ότι η κρατική παρέμβαση περνά το τεστ κόστους-οφέλους, μπορούμε, πρέπει και οφείλουμε να χρησιμοποιούμε τις προηγούμενες επιδόσεις του κράτους στις προβλέψεις μας για τις μελλοντικές”.
Αποτέλεσμα; Οι οικονομολόγοι της δημόσιας επιλογής καταλήγουν να απορρίπτουν πολλές κρατικές παρεμβάσεις που εξυμνούνται από τα εγχειρίδια και τους ρέκτες της πολιτικής.
Για παράδειγμα: Οι περισσότεροι οικονομολόγοι - ακόμη και αυτοί που μελετούν την πολιτική - υποστηρίζουν την πιγκοβιανή φορολόγηση για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που αφορούν εξωτερικότητες. Αυτό όμως που μας θυμίζει η δημόσια επιλογή, είναι ότι η πιγκοβιανή φορολόγηση είναι το καλύτερο που μπορούν να πετύχουν τα κράτη. Στον πραγματικό κόσμο όμως τα κράτη έχουν χειρότερες επιδόσεις για δεκάδες διαφορετικούς λόγους. Πριν προτείνετε λοιπόν ένα καθεστώς όπου το κράτος ορίζει πιγκοβιανούς φόρους για να αντιμετωπίσει τις εξωτερικότητες, θα πρέπει να λάβετε υπόψη σας τι θα κάνουν στην πραγματικότητα οι κυβερνήσεις του αληθινού κόσμου όταν αποκτήσουν αυτό το είδος της εξουσίας.
Μια ακόμη περίπτωση: Όταν ως μεταπτυχιακός φοιτητής έκανα τον βοηθό καθηγητή στη Βιομηχανική Οργάνωση, συχνά διαφωνούσα με τον νεαρό καθηγητή που διδάσκε το μάθημα. Εκείνος ήξερε πολλή θεωρία, αλλά σχεδόν καθόλου οικονομική ιστορία, κι έτσι του ανέφερα κάποιες αντιμονοπωλιακές αποφάσεις που λειτούργησαν διαβόητα εναντίον του ανταγωνισμού. Μετά από λίγο, θυμάμαι μια σύντομη συζήτησή μας που πήρε περίπου ως εξής:
Νεαρός καθηγητής: Μπράιαν, δεν με ενδιαφέρει τι έκανε το κράτος στο παρελθόν. Αυτό που με νοιάζει είναι τι θα κάνει στο μέλλον.
Εγώ: Δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε την προηγούμενη συμπεριφορά του κράτους για να προβλέψουμε την πιθανή του συμπεριφορά στο μέλλον;
Νεαρός καθηγητής: Με αυτά τα κριτήρια, τα κράτη δεν θα πρέπει ποτέ να κάνουν τίποτα.
Εγώ: [ξαφνιασμένος] Όχι ακριβώς, αλλά εντάξει!
Για τον Νεαρό Καθηγητή, ο κανονιστικός πυρήνας της δημόσιας επιλογής ήταν ουσιαστικά μια εις άτοπον απαγωγή. Κι αυτό όμως μόνο επειδή ξεκίνησε με ένα σταθερό συμπέρασμα υπέρ του κράτους, και απέρριψε ακόμη και τις απρόσβλητες προκείμενες που το υπονόμευαν. Έτσι, όταν εφάρμοσα τον κανονιστικό πυρήνα της δημόσιας επιλογής, εκείνος είδε μια μεγάλη προκατάληψη εναντίον του κράτους.
Αυτη η “προκατάληψη” όμως είναι απλά μια πολύ δικαιολογημένη απαισιοδοξία. Αν τα πραγματικά κράτη καταχρώνται την εξουσία να φορολογούν, να επιδοτούν και να ρυθμίζουν, τότε από πλευράς κόστους-οφέλους έχει νόημα να περιορίσουμε κάπως τους αξιωματούχους που ορίζουν τις φορολογικές, επιδοματικές και ρυθμιστικές πολιτικές. Ή να τους περιορίσουμε πολύ. Ή να βάλουμε γύρω τους τσιμεντένιους τοίχους.
Οι ορθόδοξοι οικονομολόγοι συνήθως αντιμετωπίζουν σκωπτικά αυτή τη νοοτροπία. Ειλικρινά όμως, αυτό συμβαίνει γιατί είναι πενήντα χρόνια πίσω από τα σημερινά όρια της έρευνας. Μολονότι τα παραδείγματα των εγχειριδίων ότι οι καλοσχεδιασμένες κρατικές πολιτικές μπορούν να κάνουν τον κόσμο καλύτερο είναι διασκεδαστικά προβλήματα για το σπίτι, καταλήγουν να λειτουργούν ως διανοητικό πέπλο καπνού της δημαγωγίας. Ο κανονιστικός πυρήνας της δημόσιας επιλογής καταδεικνύει ότι το laissez-faire είναι υποτιμημένο: Ακόμη και όταν το καλό κράτος ξεκάθαρα μπορεί να κάνει τα πράγματα καλύτερα, η προηγούμενη εμπειρία μάς διδάσκει να είμαστε βαθιά επιφυλακτικοί ως προς την πιθανότητα να το κάνει όντως αυτό στην πράξη. Μέχρι οι οικονομολόγοι να μελετήσουν κριτικά το κράτος στην πράξη, δεν έχουν καμιά δουλειά να προτείνουν να κάνει το κράτος κάτι.
*Ο Bryan Caplan είναι καθηγητής οικονομικών στο George Mason University, επισκέπτης ερευνητής στο Mercatus Center, επιστημονικό μέλος του Cato Institute και συντάκτης στο μπλογκ EconLog. Είναι μέλος του δικτύου στελεχών του FEE.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 15 Σεπτεμβρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια της Library of Economics and Liberty και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.