Του Will Duffield
Ο Πρόεδρος Τραμπ κλιμάκωσε τον πόλεμο λέξεων με τις κορυφαίες τεχνολογικές εταιρίες της Αμερικής. Αφού πρώτα απείλησε να “κλείσει” τις πλατφόρμες των κοινωνικών μέσων, ανακοίνωσε ότι θα εκδώσει ένα προεδρικό διάταγμα που αφορά το άρθρο 230 του Νόμου Ευπρέπειας των Επικοινωνιών (Communications Decency Act), ένα από τα θεμέλια της προστασίας έναντι της ενδιάμεσης νομικής ευθύνης για τις διαδικτυακές πλατφόρμες. Το προσχέδιο όμως του επερχόμενου διατάγματος φαίνεται να παρερμηνεύει δολίως το άρθρο 230, διαβάζοντας τις προβλέψεις του όρους ενδεχομενικότητας. Ας ρίξουμε μια ματιά στον νόμο και τα σχετικά αποσπάσματα του προτεινόμενου προεδρικού διατάγματος για να δούμε τα σημεία όπου σφάλλει αυτή η ερμηνεία.
(c )Προστασία για το μπλοκάρισμα “Καλού Σαμαρείτη” και την αφαίρεση προσβλητικού υλικού
1. Αντιμετώπιση του εκδότη ή του ομιλητή
Οι πάροχοι και οι χρήστες μιας διαδικτυακής υπολογιστικής υπηρεσίας δεν θα αντιμετωπίζονται ως εκδότες ή ομιλητές πληροφορίας που παρέχεται από κάποιον άλλο πάροχο περιεχομένου πληροφόρησης.
2. Αστική ευθύνη
Οι πάροχοι και οι χρήστες μιας διαδικτυακής υπολογιστικής υπηρεσίας δεν θα θεωρούνται υπόλογοι για-
Α. Οποιαδήποτε δράση που αναλαμβάνεται εθελουσίως σε καλή πίστη για τον περιορισμό της πρόσβασης σε της διαθεσιμότητας υλικου που ο πάροχος ή ο χρήστης θεωρεί χυδαίο, άσεμνο, ασελγές, βρώμικο, υπερβολικά βίαιο, παρενοχλητικό ή άλλως αμφισβητίσιμο, ανεξάρτητα από το αν το εν λόγω υλικό προστατεύεται συνταγματικά,
Ή
Β. Οποιαδήποτε πράξη που αναλαμβάνεται για να επιτρέψει ή να καταστήσει διαθέσιμη σε παρόχους υλικού πληροφόρησης ή άλλους τα τεχνικά μέσα για τον περιορισμό στην πρόσβαση σε υλικό που περιγράφεται στην παράγραφο 1.
Ο νόμος περιέχει δύο μέρη, τα (c ) (1) και (c ) (2). Το μέρος (c ) (1) εμποδίζει την αντιμετώπιση παρόχων μιας “διαδικτυακής υπολογιστικής υπηρεσίας”, είτε πρόκειται για το Twitter είτε για κάποιο μπλογκ με μέρος σχολίων, ως οι εκδότες του λόγου των χρηστών τους. Η παράγραφος 230 (c ) (2) εξετάζει διακριτώς την αστική ευθύνη των παρόχων για δράσεις που αναλαμβάνονται με στόχο τον έλεγχο ή την αφαίρεση περιεχομένου.
Το προεδρικό διάταγμα συσκοτίζει αυτή τη διάκριση, παρουσιάζοντας το (c ) (1) ως εξαρτώμενο από το (c ) (2). Υποστηρίζει ότι “η παράγραφος (c ) (2) θέτει όρους για αυτή την αρχή όταν ο πάροχος επεξεργάζεται περιεχόμενο που παρέχεται από άλλους”. Αυτό είναι απλώς λάθος. Η παράγραφος (c ) (2) προστατεύει τις πλατφόρμες από μια εντελώς διαφορετική αιτία αστικής ευθύνης. Ενώ η πρώτη παράγραφος απαγορεύει την αντιμετώπιση των πλατφορμών ως εκδοτών του λόγου των χρηστών τους, η (c ) (2) εμποδίζει την υποβολή αγωγής εναντίον των πλατφορών που φιλτράρουν ή αφαιρούν περιεχόμενο. Οι προστασίες της είναι εντελώς διακριτές από αυτές της παραγράφου (c ) (1): δεκάδες αγωγές έχουν επιχειρήσει να αντιμετωπίσουν τις πλατφόρμες ως εκδότες του λόγου των χρηστών, και καμία από αυτές δεν αναρωτήθηκε πρώτα αν ο έλεγχος από τις πλατφόρμες είναι απροκατάληπτος ή διεξάγεται σε καλή πίστη. Ακόμη και αν ο έλεγχος ενός παρόχου βρεθεί ότι παραβιάζει την πρόβλεψη του στοιχείου της “καλής πίστης”, αυτό απλώς καθιστά τον πάροχο υπόλογο για τον έλεγχο του εν λόγω περιεχομένου. Δεν τον καθιστά εκδότη συνονικά.
Το προεδρικό διάταγμα κάνει πιο ρητή αυτή την παρερμηνεία καθώς διατάζει τα διάφορα όργανα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης να παρερμηνεύσουν ομοίως το άρθρο 230.
“Όταν ένας πάροχος διαδικτυακής υπολογιστικής υπηρεσίας αφαιρεί περιεχόμενο ή περιορίζει την πρόσβαση σε αυτό και οι δράσεις του δεν πληρούν τα κριτήρια της υποπαραγράφου (c )(2)(A), εμπλέκεται σε εκδοτική συμπεριφορά. Καθιστάμενος εκδότης του περιεχομένου εκτός των προστατευτικών προβλέψεων της υποπαραγράφου (c )(2)(A), ο πάροχος παρατείται κάθε προστασίας έναντι της αντιμετώπισής του ως “εκδότη ή ομιλητή” υπό την παράγραφο 230(c)(1), η οποία ισχύει μόνο για παρόχους που απλώς παρέχουν μια πλατφόρμα για περιεχόμενο που παρέχουν άλλοι. Η πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών είναι τα υπουργεία και οι φορείς να εφαρμόζουν την παράγραφο 230(c) βάσει της ερμηνείας που διατυπώνεται εδώ”.
Το διάταγμα στη συνέχεια διατάσσει την Εθνική Αρχή Τηλεπικοινωνιών και Πληροφόρησης (National Telecommunications and Information Administration) να αιτηθεί στην FCC, η οποία τυπικά είναι μια ανεξάρτητη αρχή, να προαγάγει ρυθμίσεις που θα προσδιορίζουν τα είδη του ελέγχου περιεχομένου που παραβιάζουν την πτυχή της καλής πίστης της παραγράφου (c)(2), τα οποία σύμφωνα με τη λανθασμένη ανάγνωση του νόμου από την κυβέρνηση, ενεργοποιούν την παραίτηση από τις προστασίες της παραγράφου (c)(1) έναντι της αντιμετώπισης ως εκδότη.
Είναι σαφές πως τίποτε απ’ όλα αυτά δεν υπάρχει στο άρθρο 230. Η παράγραφος (c)(2)(A) όχι μόνο δεν ορίζει ότι οι ιστοσελίδες “απλώς παρέχουν μια πλατφόρμα”, αλλά και ρητά τους αναγνωρίζει τη δυνατότητα να αφαιρούν οτιδήποτε βρίσκουν “άλλως αμφισβητήσιμο”. Ο Πρόεδρός μας φαίνεται να αποφάσισε ότι η υποπαράγραφος 230(c)(1) ισχύει μόνο για εκείνες τις πλατφόρμες κοινωνικών μέσων που αποφεύγουν να απαντήσουν στους εξωφρενικούς του ισχυρισμούς. Οι Ρεπουμπλικανοί μπορεί να θέλουν να τροποποιήσουν το άρθρο 230 ώστε να ισχύει μόνο για υπηρεσίες παροχής πλατφόρμας, όμως η κάθε σχετική τους προσπάθεια θα αντιμετωπίσει έντονες αντιδράσεις από τους Δημοκρατικούς που θέλουν περισσότερο αυστηρό έλεγχο περιεχομένου από τις πλατφόρμες. Όπως και ο Ομπάμα πριν από αυτόν, ο Πρόεδρος Τραμπ μπορεί να έχει ένα στυλό, αλλά δεν μπορεί να ξαναγράφει τους νόμους κατά βούληση. Η λογική του διατάγματός του, όπως φαίνεται στο προσχέδιο του, αντίκειται στην πρόθεση του κογκρέσου, σε 25 χρόνια δικαστικής ερμηνείας του νόμου, και σε κάθε λογική ανάγνωση της απλής γλώσσας του νόμου.
--
Ο Will Duffield είναι Αναλυτής Πολιτικής στο Κέντρο Αντιπροσωπευτικής Διακυβέρνησης (Center for Representative Government) του Cato Institute.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 28 Μαΐου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Cato Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.