Γράφει ο Marc Glendening*
Σ’ αυτό το στάδιο της ζωής μου υπάρχουν διάφορα πράγματα που με τρελαίνουν τελείως. Υπερβολικά πολλά για να τα προσθέσω εξαντλητικά. Επί του παρόντος όμως, το κύριο είναι το εξής: Κατά τα άλλα αξιόλογοι πολιτικοί σχολιαστές όπως η Sherelle Jacobs, ο Rod Liddle, ο Tim Stanley και ο David Goodhart αναφέρονται στη σύγχρονη αριστερά σαν να είναι κατά κάποιο τρόπο «φιλελεύθερη» ή ακόμη και «υπερφιλελεύθερη».
Οι σχολιαστές αυτοί συνήθως το κάνουν αυτό σε άρθρα και βιβλία που δικαίως ασκούν δριμεία κριτική στην τρέλα και τη βαρβαρότητα της κουλτούρας ακύρωσης, στις αστυνομικές διώξεις όσων δεν ακολουθούν την “αφυπνισμένη” γραμμή για τον διεμφυλισμό και τον πολλαπλασιασμό της νομοθεσίας κατά της «ρητορικής μίσους».
Γιατί λοιπόν κάποιοι πολιτικοί παρατηρητές που είναι γνήσια φιλελεύθεροι – υπό την πολιτική, αν και όχι κατ’ ανάγκη την οικονομική έννοια – χρησιμοποιούν αυτή τη “διπλή ομιλία” την στιγμή που αυτή είναι α) εμπειρικά αναληθής και β) μπορεί να βοηθήσει στρατηγικά μόνο εκείνους που επιδιώκουν την καταστροφή της πλουραλιστικής παράδοσης της Βρετανίας;
Επιτρέψτε μου πρώτα να επισημάνω έναν πιθανό λόγο για αυτήν την αρκετά κοινή παρανόηση, που σχετίζεται με την ιστορική προέλευση αυτού που θα αναφέρω ως “Αριστερά του Ελέγχου της Κουλτούρας” (Culture-Control Left - CCL). Σε δύο μεταγενέστερα άρθρα μου θα προσπαθήσω να εξηγήσω το πώς η ανάπτυξη της μεταμοντέρνας θεωρίας της γνώσης από τη σύγχρονη αριστερά συνέβαλε στη συγκάλυψη του εγγενούς αυταρχισμού της. Τέλος, θα αναφερθώ στην ανάγκη να χαρακτηρίσουμε και να συλλάβουμε αυτό το κίνημα ως μια αντιφιλελεύθερη δύναμη στο πλαίσιο της υπεράσπισης των βασικών πολιτικών μας δικαιωμάτων.
Η CCL αντιπροσωπεύει μια διαφοροποίηση του αιτήματος για μια κρατικώς επιβαλλόμενη κοινωνική αλλαγή. Κάποτε, είτε με το σοσιαλδημοκρατικό είτε με το μαρξιστικό προσωπείο της, η αριστερά εστίαζε στην επίτευξη μιας οικονομικής μεταβίβασης εξουσίας (αν και με πολύ διαφορετικούς τρόπους). Στη συνέχεια, από τη δεκαετία του 1970 και μετά, έγινε ολοένα και περισσότερο ένα πολιτικό όχημα για τα «νέα κοινωνικά κινήματα» του φεμινισμού, του αντιρατσισμού, των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων και του περιβαλλοντισμού που είχαν αποκτήσει δυναμική κατά την προηγούμενη δεκαετία. Έγινε έτσι ένας ευρύς συνασπισμός που μπορούσε να αξιοποιεί πολιτικά ένα πλήθος διαφορετικών κοινωνικών παραπόνων. Κάποια από αυτά είχαν κάποια ιστορική δικαιολόγηση λόγω των διακρίσεων που επέβαλε η κυβέρνηση, όπως η ποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας που ίσχυε μέχρι και το 1968.
Κάποτε, συνεπώς, πολλές από τις θέσεις που σχετίζονταν με την αναδυόμενη τότε νέα αριστερά ήταν όντως συναφείς με εκείνες του κλασικού φιλελευθερισμού. Και τα δύο αυτά ρεύματα βρίσκονταν σε πολλά ζητήματα σε αντίθεση με τον συντηρητικό αυταρχισμό του τύπου της Mary Whitehouse και της θρησκευτικής θεμελίωσης της εποχής. Ωστόσο, η πρώιμη CCL στη συνέχεια προσπέρασε κατά πολύ το αίτημα για πλήρη νομική και πολιτική ισότητα. Στην πραγματικότητα, στράφηκε εναντίον της ιδέας της ισότητας σε ατομική βάση.
Αντιθέτως, ο στόχος του έγινε η επιβολή ενός συνολικού πολιτιστικού μετασχηματισμού, που βασίστηκε σε μια εντελώς διαφορετική αντίληψη, και πλήρως αντίθετη προς τον φιλελευθερισμό, για το τι συνιστά «ελευθερία».
Το σημείο εκκίνησης για την CCL, εμπνεόμενο από την Κριτική Θεωρία της Σχολής της Φρανκφούρτης, είναι ότι η κοινωνία χαρακτηρίζεται εκ της φύσης της από τα φαινόμενα της κυριαρχίας και της σύγκρουσης. Αυτό μοιάζει με μια επικαιροποιημένη και προσαρμοσμένη στην πολιτική των ταυτοτήτων εκδοχή της αρνητικής θεώρησης του Τόμας Χομπς για τη φυσική κατάσταση ως «κακή, κτηνώδης και σύντομη». Μια θεώρηση που ήταν και είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με την άποψη του John Locke ότι τα ανθρώπινα όντα είναι από τη φύση τους ελεύθερα και ότι, εφόσον δεν βιώνουν τον φυσικό εξαναγκασμό από άλλους ανθρώπους, ζουν σε μια κατάσταση ειρήνης. Μια θεώρηση επίσης, που έρχεται σε αντίθεση με την αντίληψη του Χάγιεκ για μια αρμονική αυθόρμητη τάξη.
Αυτή η αρνητική άποψη της κοινωνίας ως «βούλησης για εξουσία» μεταξύ ομάδων βασίζεται σε μια κατανόηση της εξουσίας που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με αυτήν του ορθολογισμού του Διαφωτισμού. Σύμφωνα με αυτή την αρνητική αντίληψη, η βούληση αυτή απεικονίζεται ως μια παντοδύναμη δύναμη που υπερβαίνει τις εμπειρικά παρατηρήσιμες συγκεκριμένες ενέργειες συγκεκριμένων ατόμων και φορέων. Μοιάζει έτσι με τη μεσαιωνική άποψη για τη μαγεία: μια μυστηριώδης, άφατη παρουσία που συνδέεται με όσους πιστεύεται ότι ότι έχουν το «προνόμιο».
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της μετα-ορθολογικής/μεταμοντερνιστικής νοοτροπίας είναι η Κριτική Φυλετική Θεωρία, η οποία ισχυρίζεται, χωρίς καμία απολύτως απόδειξη προς τούτο, ότι όλοι οι λευκοί τρέφουν ρατσιστικές σκέψεις είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα. Η ομαδικού αυτού τύπου κυριαρχία εκδηλώνεται, στη σημερινή εποχή της νομικής και πολιτικής ισότητας, κυρίως και ατύπως μέσω της διάδοσης των ιδεολογιών. Σύμφωνα με τις μεταμοντέρνες θεωρίες της γλώσσας, τα συστήματα σκέψης λέγεται ότι συντηρούν ιεραρχίες εξουσίας και έτσι υποβάλλουν τις γυναίκες, τους μη λευκούς και άλλα μέλη των υποτιθέμενων κατηγοριών-θυμάτων σε υποτέλεια και «συστημική» καταπίεση.
Ως εκ τούτου, η λύση σε αυτή την κατάσταση πραγμάτων για την CCL δεν είναι η υλοποίηση συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων, όπως η εξάλειψη του ρατσισμού στην αστυνόμευση όπου αυτός μπορεί να αποδειχθεί εμπειρικά, αλλά μάλλον ένας γενικός μετασχηματισμός της βρετανικής και ευρύτερης δυτικής κουλτούρας. Αυτό συνεπάγεται μια μεγαλύτερη κρατική ρύθμιση του τρόπου με τον οποίο επιτρέπεται στα άτομα να αλληλεπιδρούν πολιτισμικά, και κυρίως των ιδεών που επιτρέπεται να εκφράσουν. Ως εκ τούτου, όσο περισσότερη λογοκρισία, τόσο περισσότερη «κοινωνική δικαιοσύνη» θα υπάρχει.
Αυτή η εγγενώς αντιφιλελεύθερη θέση εκφράστηκε χαρακτηριστικά από τη βουλευτή Nadia Whittome η οποία έγραψε: «Δεν πρέπει να φετιχοποιούμε τον ‘διάλογο’ σαν να πρόκειται για μια αθώα, ουδέτερη πράξη. Η ίδια η πράξη της συζήτησης… συνιστά μια αποτελεσματική ανατροπή της υποτιθέμενης ισότητας και μια κακή αρχή για αμφιβολίες και μίσος.» [Η έμφαση δική μου]. Όταν η Extinction Rebellion σταμάτησε τη διανομή εθνικών εφημερίδων που η ίδια αποδοκίμαζε, οι πολιτικοί του Εργατικού Κόμματος Dianne Abbott και Dawn Butler εξέφρασαν στο Twitter επαίνους, χωρίς καμία συνέπεια από το κόμμα τους.
Η CCL ξεκινά από μια συγκεκριμένη οντολογική υπόθεση: ότι η κύρια μονάδα κοινωνικής ανάλυσης δεν είναι το άτομο, αλλά οι ομάδες. Η CCL αποδίδει στις ομάδες αυτές μια ουσιαστική, καθοριστική ιδιότητα και θέση - αυτή του καταπιεστή ή του καταπιεσμένου. Η «απελευθέρωση» –για να χρησιμοποιήσουμε το τρέχον νεοαριστερό σύνθημα– για τις υποτιθέμενες κατηγορίες θυμάτων απαιτεί τη δημιουργία ενός συγκεκριμένου συνόλου πολιτισμικών συνθηκών. Αυτή με τη σειρά της συνεπάγεται αναγκαστικά την άνιση μεταχείριση των ατόμων προκειμένου να επιτευχθεί η ομαδική μεταβίβαση εξουσιών που επιδιώκει η CCL.
Η εισαγωγή στο βρετανικό δίκαιο των «προστατευόμενων χαρακτηριστικών», καθώς και του ασύμμετρου καθεστώτος λογοκρισίας που βιώνουμε σήμερα, είναι μια ένδειξη του τρόπου με τον οποίο κινούμαστε ουσιαστικά προς ένα σύστημα πολιτών δύο κατηγοριών, που κατανέμει διαφορετικά σύνολα δικαιωμάτων και κυρώσεων ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο καθένας ταξινομείται. Βρισκόμαστε στα πρώτα στάδια ενός ταξιδιού προς ένα μεταφιλελεύθερο μέλλον, τόσο με την πολιτική όσο και με τη νομική έννοια.
*O Marc Glendening είναι επικεφαλής πολιτιστικών θεμάτων στο Institute of Economic Affairs.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 14 Απριλίου 2022 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του 1828.org.uk και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.