Γράφει ο Michael Rubin
Η κυπριακή γκάφα υπογραμμίζει ένα βαθύτερο πρόβλημα πολιτικής: Η υφυπουργός Εξωτερικών Βικτόρια Νούλαντ δεν πρωτοτύπησε όταν, στο πλαίσιο μίας συνέντευξης τύπου στην Κύπρο κατά τη διάρκεια περιοδείας της στην Ευρώπη, μίλησε για την επικείμενη συνάντησή της με τον Ερσίν Τατάρ, τον ηγέτη του κατεχόμενου από την Τουρκία βόρειου τμήματος της χώρας. «Θα πάω στο βορρά και θα περάσω λίγο χρόνο με τον Πρόεδρο Τατάρ», είπε πριν κάποιος από το ακροατήριο τη ρώτησε αν αποκαλώντας τον Τατάρ “πρόεδρο” νομιμοποιείται η κατοχή. «Υποθέτω ότι ήταν λάθος», είπε η Υπουργός αφού συμβουλεύτηκε με τους βοηθούς της εκτός εξέδρας.
Αφήστε στην άκρη το πώς φάνηκε στους Κύπριους το γεγονός ότι επισκέφτηκε τη χώρα χωρίς να γνωρίζει την κατάσταση. Όσοι συνειδητοποιούν τα ζητήματα που προκύπτουν από μια σχεδόν 50χρονη κατοχή δεν χρειάζεται να ξεφυλλίζουν αδέξια σημειώσεις.
Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ πιστεύει ότι είναι σκόπιμο να μιλήσει με οποιονδήποτε τρόπο στον Τατάρ. Ο Τατάρ είναι μια μαριονέτα της Τουρκίας και δεν διαφέρει από τον Φιλίπ Πεταίν στο Βισύ της Γαλλίας ή τον Βίντκουν Κουίσλινγκ στη Νορβηγία οι οποίοι κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν μαριονέτες της Γερμανίας. Ο Τατάρ είναι ένας παράνομος ηγέτης, εξουσιοδοτημένος όχι από Κύπριους, αλλά από Τούρκους αποίκους. Ως εκ τούτου, είναι σύμβολο της πολιτιστικής γενοκτονίας που διεξάγει ο Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο νησί, καθώς προσπαθεί να ριζοσπαστικοποιήσει την παραδοσιακά μετριοπαθή μουσουλμανική μειονότητα της Κύπρου. Εάν η Τουρκία και οι πληρεξούσιοί της αναζητούσαν πραγματικά μια διπλωματική λύση για τη διχοτόμηση του νησιού, ήδη θα υπήρχε μια λύση πριν από δεκαετίες. Η πραγματικότητα είναι ότι η βόρεια Κύπρος συμμετέχει στη διπλωματία ανειλικρινά, στο πλαίσιο μιας τακτικής που σκοπεύει στην καθυστέρηση της επίλυσης, ενώ η Τουρκία αλλάζει τα δημογραφικά δεδομένα.
Ένα ευρύτερο πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι το αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών παραμένει τυφλό ενώπιον τέτοιων τακτικών. Τα αδίστακτα καθεστώτα συνήθως χρησιμοποιούν πληρεξούσιους για να προωθήσουν τους στόχους της πολιτικής τους, αποφεύγοντας παράλληλα τη λογοδοσία για τις ενέργειές τους. Το να μιλάς με τον Τατάρ αναπαράγει το ίδιο λάθος που έκανε ο ειδικός απεσταλμένος Zalmay Khalilzad και οι κυβερνήσεις τόσο του Τραμπ όσο και του Μπάιντεν όταν διαπραγματεύονταν με τους Ταλιμπάν και τους αντιμετώπιζαν ως λειτουργικά διαφορετικούς από την Υπηρεσία Πληροφοριών του Πακιστάν (Pakistan’s Inter-Services Intelligence - ISI) που τους διηύθυνε, τους χρηματοδοτούσε και τους έλεγχε.
Δεν θα ήταν επίσης διαφορετικό από το να μιλάμε με τον Χασάν Νασράλα, τον γενικό γραμματέα της Χεζμπολάχ, και να πιστεύουμε ότι είναι ανεξάρτητος από το Σώμα των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης του Ιράν, όπως όντως πιστεύουν ορισμένοι Ευρωπαίοι διπλωμάτες και Αμερικανοί προοδευτικοί. Ομοίως, θα ήταν εξίσου παράλογο με το να αντιμετωπίζουμε τον Ντενίς Πουσίλιν, τον ηγέτη της «Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντόνετσκ» ως οτιδήποτε περισσότερο από έναν αχυράνθρωπο του Κρεμλίνου.
Αν ο Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν και ο υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν θέλουν πραγματικά να αναβιώσουν την αμερικανική διπλωματία, το Υπουργείο Εξωτερικών δεν χρειάζεται επιπλέον χρήματα αλλά ένα τέλος στην αχρείαστη βλακεία. Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να παραμείνουν υπερδύναμη, δεν θα πρέπει να αποσπούν την προσοχή τους με αντιπροσώπους εχθρικών δυνάμεων, αλλά να θέτουν όσους τους ελέγχους ενώπιον των ευθυνών τους.
Ένας εμπειρικός κανόνας θα πρέπει να είναι ότι εάν κάποιος πολιτικός δεν μπορεί να συνάψει συμφωνία χωρίς την έγκριση ενός καθεστώτος που εδρεύει σε μια ξένη πρωτεύουσα, τότε δεν αξίζει να ασχοληθούμε μαζί του. Η διπλωματία με πληρεξούσιους έχει υψηλό κόστος τόσο γιατί επιτρέπει στους επιτιθέμενους να αποσπούν την προσοχή και να παρακωλύουν όσο και γιατί νομιμοποιεί δυνάμεις κατοχής. Σίγουρα, όλοι στο αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών συμφωνούν ότι οι άμεσες συνομιλίες με τους ηγέτες στο Ντόνετσκ όχι μόνο θα ήταν άσκοπες, αλλά και θα προκαλούσαν και μια σοβαρή ζημιά καθώς θα προσέδιδαν νομιμότητα σε ένα παράνομο καθεστώς.
Δεν υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ του Ντόνετσκ και της βόρειας Κύπρου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να επιβάλουν κυρώσεις στους βορειοκύπριους Κουίσλινγκ όπως κάνουν και στους Ουκρανούς, και όχι να τους νομιμοποιούν. Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν ειρήνη στην Κύπρο, πρέπει να καταλάβουν ότι η βόρεια Κύπρος αποσπά την προσοχή.
Ο δρόμος προς την ειρήνη περνά μέσα από την άσκηση μέγιστης πίεσης στην Άγκυρα μέχρι την επιστροφή όλων των Τούρκων εποίκων στην Τουρκία και την εξάρθρωση του οποιουδήποτε υπολείμματος της μακροβιότερης κατοχής στην Ευρώπη.
--
Ο Michael Rubin διακεκριμένο στέλεχος του American Enterprise Institute. Έχει διατελέσει αξιωματούχος του Πενταγώνου, με κύρια ερευνητικά ενδιαφέροντα τη Μέση Ανατολή, την Τουρκία, το Ιράν και τη διπλωματία.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 13 Απριλίου 2022 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.