Δεν ευθύνεται το ΝΑΤΟ για την αποσταθεροποίηση της Ευρώπης

Δεν ευθύνεται το ΝΑΤΟ για την αποσταθεροποίηση της Ευρώπης

Γράφει ο Andreas Johansson Heinö

Τον Αύγουστο του 1993, ο Ρώσος πρόεδρος Μπόρις Γέλτσιν ταξίδεψε στην Πολωνία για μια απρογραμμάτιστη επίσκεψη. Το προσωπικό του Υπουργείου Εξωτερικών της Πολωνίας ανακλήθηκε εσπευσμένα από τις διακοπές. Στην πορεία, θα αποδεικνυόταν ότι άξιζε τον κόπο. Ο Γέλτσιν εξέφρασε την κατηγορηματική υποστήριξη του προς το δικαίωμα της Πολωνίας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Η πιθανή ένταξη της Πολωνίας στο ΝΑΤΟ, είπε ο Γέλτσιν, δεν αποτελούσε απειλή για τα συμφέροντα της Ρωσίας.

Το μήνυμα ήταν απροσδόκητο. Η οποιαδήποτε συζήτηση για την επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά αποτελούσε ευαίσθητο θέμα για τη Ρωσία, όπως και για τη Δύση, όπου αρχικά αρκετοί κορυφαίοι πολιτικοί έσπευσαν να κλείσουν την πόρτα στην προοπτική προσχώρησης της συμμαχίας για τις χώρες του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας.

Η κίνηση αυτή προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στη Ρωσία. Αρκετοί επιδραστικοί πολιτικοί κατήγγειλαν τη στάση και εξέφρασαν με δηλώσεις του αντικρουόμενες απόψεις. Λίγες εβδομάδες αργότερα, ο Γέλτσιν αναγκάστηκε να υπαναχωρήσει δηλώνοντας ότι το ΝΑΤΟ «δεν είναι κατάλληλα προετοιμασμένο για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της περιοχής». Θα ήταν καλύτερα εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία ήταν εγγυούνταν από κοινού την ασφάλεια στην Ανατολική Ευρώπη.

Μια πόρτα που είχε ανοίξει απροσδόκητα έκλεισε με δύναμη. Σχεδόν τριάντα χρόνια αργότερα, η αντίθεση στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ παραμένει μια σημαντική κινητήρια δύναμη για τις ενέργειες της Ρωσίας, συμπεριλαμβανομένου και του τρέχοντος πολέμου στην Ουκρανία. Τι πήγε στραβά;

Κατά τη διάρκεια των πρώτων μετασοβιετικών μηνών την άνοιξη του 1992, ο Γέλτσιν και ο Υπουργός Εξωτερικών του, Αντρέι Κοζίρεφ αποφάσισαν να δώσουν προτεραιότητα στις σχέσεις με τη Δύση. Ο «ατλαντισμός» ήταν ένας όρος που χρησιμοποιήθηκε από τους δύο άντρες για να περιγράψει αυτήν την κατεύθυνση. Ταυτόχρονα όμως σημειώθηκε μια συνεχής αντίθεση από κεντρικής σημασίας θεσμούς, όπως ο στρατός, το Υπουργείο Άμυνας, και όχι λιγότερο σημαντικό, τη Δούμα, η οποία αντ' αυτού υποστήριζε τον «ευρασιανισμό», δηλαδή την έμφαση στην περιοχές άμεσης σημασίας για τη Ρωσία.

Ήδη κατά την επίσκεψη του Γέλτσιν στην Πολωνία, το εκκρεμές είχε κινηθεί υπέρ του Ευρασιανισμού. Μετά το συγκλονιστικό αποτέλεσμα των κοινοβουλευτικών εκλογών του Δεκεμβρίου του 1993, όταν το κόμμα με επικεφαλής τον υπερεθνικιστή Βλαντιμίρ Ζιρινόφσκι ανήλθε στην εξουσία με 23% των ψήφων, ο Γέλτσιν υιοθέτησε κι αυτός μια πιο αντιδυτική στάση.

Ήταν πάντα δελεαστικό, και συχνά δικαιολογημένο, να ερμηνεύουμε αυτές τις αντιφάσεις κατά τα πρώτα χρόνια διαμόρφωσης της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής υπό το πρίσμα των παραδοσιακών ρευμάτων σκέψης που διαμόρφωσαν την ιστορία των ρωσικών ιδεών, με τη διαμάχη του 19ου αιώνα μεταξύ των Σλαβόφιλων με ανατολικό προσανατολισμό και των «Ζαπάντνικ» με δυτικό προσανατολισμό να αποτελεί το πιο γνωστό παράδειγμα. Τέτοιες αναλύσεις παρέχουν ιστορικό βάθος στην τρέχουσα πολιτική, αλλά επίσης κινδυνεύουν να αποκρύψουν παραμέτρους που, στη βάση τους, αποτελούν άκρως ορθολογικές και πραγματολογικές πολιτικές εκτιμήσεις.

Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ήταν μόνο για δύο χρόνια Γενικός Γραμματέας όταν το Πολιτικό Γραφείο αποφάσισε το 1987 ότι ο σοβιετικός στρατός δεν θα χρησιμοποιείται πλέον για την υπεράσπιση των συμμαχικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη. Το δόγμα Μπρέζνιεφ, το οποίο υποχρέωνε τη Σοβιετική Ένωση να επεμβαίνει παντού όπου απειλείται ο σοσιαλισμός, εγκαταλείφθηκε υπέρ αυτού που ο εκπρόσωπος εξωτερικής πολιτικής του Γκορμπατσόφ, Γκενάντι Γκεραμίσοφ, ονόμασε αστειευόμενος «δόγμα Σινάτρα» σε μια τηλεοπτική του συνέντευξη στις ΗΠΑ τον Οκτώβριο του 1989: κάθε χώρα πρέπει να πάρει τον δικό της δρόμο.

Το δόγμα Σινάτρα επέτρεψε τη συνέχιση της φιλελευθεροποίησης που ξεκίνησε από τα κομμουνιστικά κόμματα στην Ουγγαρία και την Πολωνία και, κατ' επέκταση, την κατάρρευση ολόκληρου του Ανατολικού Μπλοκ. Τον Ιούνιο του 1989, έξι μήνες πριν από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ο Γκορμπατσόφ κατέστησε σαφές στον Γερμανό Καγκελάριο Χέλμουτ Κολ ότι οι μέρες του ηγέτη της Ανατολικής Γερμανίας Έριχ Χόνεκερ ήταν μετρημένες. Η Σοβιετική Ένωση δεν θα επενέβαινε για λογαριασμό του καθεστώτος. Ένα χρόνο αργότερα, ο Κολ και ο Γκορμπατσόφ συμφώνησαν τους όρους για την επανένωση της Γερμανίας. Ο Γκορμπατσόφ αποδέχτηκε ότι μια επανενωμένη Γερμανία θα μπορούσε να είναι μέρος του ΝΑΤΟ με αντάλλαγμα ένα όριο στα στρατεύματα που θα μπορούσε να έχει η Γερμανία.

Η ιστορία αυτή είναι μέν γνωστή, αλλά σπάνια επισημαίνονται είναι οι αιτίες της. Ο Γκορμπατσόφ δεν ήταν ιδεαλιστής. Το παλιό σοβιετικό όραμα του «σοσιαλισμού σε μια ζώνη» δεν του άρεσε. Ωστόσο, έβλεπε ότι οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης είχαν γίνει μια σημαντική αιτία αποστράγγισης του σοβιετικού προϋπολογισμού.

Και τι θα έκανε με μια ουδέτερη ζώνη στην Κεντρική Ευρώπη όταν οι σοβαρές απειλές για την ακεραιότητα της χώρας του προέρχονταν από πολύ πιο κοντινά μέρη; Οι απειλές αυτές προέρχονταν από κινήματα ανεξαρτησίας στη Βαλτική, από ισλαμιστικά ρεύματα στην Κεντρική Ασία, ακόμη και από έναν συνεχιζόμενο εμφύλιο πόλεμο στον Καύκασο (μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν). Ο Γκορμπατσόφ απλώς παραιτήθηκε από την επιρροή στην Ανατολική Ευρώπη για να εξασφαλίσει την επιβίωση της Σοβιετικής Ένωσης.

Όμως αυτό δεν ήταν αρκετό. Η θρυαλλίδα των εξελίξεων ήταν το αποτυχημένο πραξικόπημα του Αυγούστου του 1991, όταν συντηρητικές δυνάμεις προσπάθησαν να εκδιώξουν τον Γκορμπατσόφ. Τέσσερις μήνες αργότερα, οι ηγέτες των σοβιετικών δημοκρατιών της Ρωσίας, της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας συναντήθηκαν και ανακοίνωσαν ότι η Σοβιετική Ένωση είχε παύσει να υφίσταται και αντ' αυτής ανακήρυξαν την Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών (ΚΑΚ).

Ξαφνικά, οι νέοι Ρώσοι ηγέτες βρέθηκαν αντιμέτωποι με το διπλό καθήκον να διαχειριστούν την κληρονομιά της Σοβιετικής Ένωσης (στρατεύματα, πυρηνικά όπλα, διεθνείς συμφωνίες) και ταυτόχρονα να καθορίσουν έναν εντελώς νέο ρόλο για τους εαυτούς τους, τόσο στον κόσμο όσο και στην περιοχή. Επιπλέον, έπρεπε να συσταθούν νέες σχέσεις με δεκατέσσερα νεοσύστατα κράτη, η πλειονότητα των οποίων δεν είχε ποτέ στο παρελθόν κυριαρχία στη δική της εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας.

Τρεις παράμετροι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο σε αυτό το στάδιο!

Πρώτον, ο φόβος της εξάπλωσης της σύγκρουσης. Εμφύλιοι πόλεμοι ξέσπασαν σε μικρή (Μολδαβία) αλλά και μεγάλη (Τατζικιστάν) κλίμακα καθώς ο πόλεμος στον Καύκασο εντάθηκε και οι αυτονομιστές αύξησαν την υποστήριξη που απολάμβαναν στη ρωσική δημοκρατία του Βόρειου Καυκάσου της Τσετσενίας.

Δεύτερον, υπήρχε το ζήτημα των είκοσι πέντε εκατομμυρίων Ρώσων πολιτών που είχαν μετατραπεί σε μειονότητες σε νέα κράτη. Στην Εσθονία και τη Λετονία, θεσπίστηκαν από νωρίς νόμοι που εισήγαγαν διακρίσεις ως προς τη γλώσσα και την ιθαγένεια. Η Ρωσία άσκησε πίεση στις γειτονικές χώρες για να επηρεάσει τη νομοθεσία, εν μέρει υπέρ κινήτρων που θα βασίζονται στην ταυτότητα, αλλά και για τον φόβο μιας μεγάλης εισροής Ρώσων από γειτονικές χώρες.

Τρίτον, ήταν οι “πόνοι-φάντασμα”  της χαμένης αυτοκρατορίας. Τα νέα κράτη εξακολουθούσαν να εξαρτώνται οικονομικά από τη Ρωσία – το ρούβλι παρέμεινε αρχικά το κοινό νόμισμα. Πολλοί στη Ρωσία δυσκολεύτηκαν να φανταστούν έναν δρόμο προς τα εμπρός διαφορετικό από την ανάδυση μιας νέας ένωσης. Η έννοια του «εγγύς εξωτερικού» καθιερώθηκε από νωρίς για να αποτυπώσει τη στενή σχέση που πίστευε η Ρωσία πως είχε με τις γειτονικές της χώρες και την επιρροή που εξακολουθούσε να έχει πάνω τους. Και εδώ, οι συνεχιζόμενες συγκρούσεις έγιναν μια ευκαιρία για τη Ρωσία να καταλάβει τα νέα κράτη, στέλνοντας τα λεγόμενα ειρηνευτικά στρατεύματα και εγκαθιστώντας έτσι μια μακροπρόθεσμη στρατιωτική παρουσία.

Τριάντα χρόνια μετά, ζούμε ακόμα τις συνέπειες των επιλογών που έγιναν στη Μόσχα στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Γνωρίζουμε ότι η Ρωσία δεν οικοδόμησε ποτέ στενότερους δεσμούς με τη Δύση με τον τρόπο που πολλοί τότε πίστευαν και ήλπιζαν.

Ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο κέρδισαν οι υποστηρικτές μιας πιο σκληρής εξωτερικής πολιτικής ήταν αναμφίβολα οι πραγματικές διακρίσεις που αντιμετώπισαν οι Ρώσοι στις γειτονικές χώρες. Ο Πούτιν δεν θα μπορούσε ποτέ να ισχυριστεί ότι ισχύουν διακρίσεις κατά των Ρώσων στην Ουκρανία σήμερα, αν δεν υπήρχε μια καλά εδραιωμένη ιστορία αντιρωσικού εθνικισμού σε πολλές χώρες.

Ένας άλλος αποφασιστικός παράγοντας ήταν η αδύναμη λαϊκή υποστήριξη υπέρ μιας φιλελεύθερης δυτικής πολιτικής. Μετά τη νίκη του Ζιρινόφκσι στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1993, το αποτέλεσμα των εκλογών του 1995 προκάλεσε ένα ακόμη σοκ. Το μη μεταρρυθμισμένο Κομμουνιστικό Κόμμα έγινε το μεγαλύτερο κόμμα (και το κόμμα του Ζιρινόφσκι έγινε το δεύτερο μεγαλύτερο).

Αν και είναι φυσικά δυνατό να επισημανθούν αρκετά μεμονωμένα λάθη που έκαναν οι δυτικές χώρες στην πολιτική τους έναντι της Ρωσίας, είναι μεγάλη υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι ευθύνονται για τις ρωσικές επιλογές.

Η ιδέα ότι η Ρωσία αισθάνεται πίεση από τη Δύση και ενεργεί αναλόγως είναι παλιά. Στη αναθεωρητική επανεγγραφή του Ψυχρού Πολέμου, οι ενέργειες της Σοβιετικής Ένωσης παρουσιάστηκαν ως αμυντικές. Το Σύμφωνο της Βαρσοβίας θεωρήθηκε ως μια πράξη άμυνας, μια απαραίτητη προστασία έναντι μιας επιθετικής Δύσης. Ήδη μετά την εισβολή στο Αφγανιστάν το 1979, έλαβε χώρα μια συζήτηση σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Σουηδίας, όπου τμήματα της αριστεράς διατύπωσαν τη θέση ότι η Σοβιετική Ένωση απλώς αμύνθηκε ενάντια στον επανεξοπλισμό και τον νέο Ψυχρό Πόλεμο τον οποίο επεδίωκαν οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Οι απόηχοι αυτών των εξηγητικών μοντέλων απηχούν τώρα και στην ανάλυση της προσάρτησης της Κριμαίας από τη Ρωσία κατά τη δεκαετία του 2000. Στο βιβλίο Frontline Ukraine ο ειδικός επί ρωσικών θεμάτων, Richard Sakwa, υποστηρίζει ότι εντέλει την ευθύνη για τις ενέργειες της Ρωσίας στην Ουκρανία τη φέρουν η ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Όπως γράφει, η «πορεία προς τας Ανατολάς» του ΝΑΤΟ πραγματοποιήθηκε με τη «μοιραία» συνεργασία της ΕΕ. Μολονότι τα κράτη της Βαλτικής προσπάθησαν να ενισχύσουν τη δική τους ασφάλεια, το αποτέλεσμα ήταν λιγότερη ασφάλεια για όλους: «Το ΝΑΤΟ υπάρχει για να αντιμετωπίζει τους κινδύνους που συνιστά η ίδια του η ύπαρξη».

Η εναλλακτική του Sakwas; Ένα «πλουραλιστικό» σύστημα ασφαλείας. Αντί για «τη διευρυμένη Ευρώπη», στην οποία οι τύχες των Ουκρανών και των Μολδαβών υπαγορεύονται επίσης από την «επιθετική προώθηση της δυτικής δημοκρατίας» από τις Βρυξέλλες, ο Sakwa θέλει μια Ευρώπη με πολλά κέντρα, συμπεριλαμβανομένης της Άγκυρας και της Μόσχας.

Όταν η Magdalena Andersson ισχυρίζεται ότι μια αίτηση της Σουηδίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ θα είχε αποσταθεροποιητικό αποτέλεσμα, παρέχει νομιμοποίηση σε όσους πιστεύουν ότι οι ενέργειες της Ρωσίας αποτελούν μια φυσική αντίδραση έναντι μιας κάποιας δυτικής απειλής. Ταυτόχρονα, οι ενέργειες της Ρωσίας παρουσιάζονται ως βαθιά παράλογες και αυθαίρετες. Η προπαγάνδα - ότι η Δύση, η οποία συνέβαλε ενεργά στην ανοικοδόμηση της Ρωσίας μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, κάλεσε τη Ρωσία σε ήδη εμπεδωμένους δυτικούς θεσμούς (όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης) και η οποία ξεκίνησε μια σειρά από διμερείς και πολυμερείς προσπάθειες συνεργασίας, θα αποτελούσε τώρα διαρκή απειλή για την ασφάλεια της Ρωσίας – συγχέεται με τις απολύτως νόμιμες προτεραιότητες της πολιτικής ασφάλειας, στο πλαίσιο μιας προφανούς ρωσικής προσπάθειας να αποτραπούν και να αντιμετωπιστούν εστίες συγκρούσεων στην άμεση γειτονική της περιοχή. Αν μη τι άλλο, το ΝΑΤΟ και η ΕΕ υπήρξαν ιστορικά μέρος της επίλυσης αυτών των προβλημάτων. Η Ρωσία είναι αυτή που επέλεξε έναν διαφορετικό δρόμο συμβάλλοντας έτσι στην αποσταθεροποίηση.


Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στα σουηδικά.

* Ο Andreas Johansson Heinö είναι επικεφαλής εκδόσεων της σουηδικής φιλελεύθερης δεξαμενής σκέψης Timbro.

** Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 31 Μαρτίου 2022 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του δικτύου Epicenter και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.