Του JW Rich
Ο COVID-19 δεν χρειάζεται εισαγωγές. Τους τελευταίους μήνες αποδείχθηκε αναπόδραστος. Επηρέασε σχολεία, επιχειρήσεις και φυσικά και τον ειδησεογραφικό κύκλο. Πολλές αμερικανικές πολιτείες έχουν πλέον εκδώσει διατάγματα παραμονής στο σπίτι ή άλλα πολύ παρόμοια στο περιεχόμενό τους που περιορίζουν όλους στο σπίτι. Κάθε επιχείρηση που χαρακτηρίστηκε “μη αναγκαία” έχει κλείσει. Πολλές άλλες επιχειρήσεις έχουν κλείσει από μόνες τους λόγω έλλειψης πελατών.
Σε συνδυασμό μάλιστα με μέτρα για την “κοινωνική απόσταση”, πολλοί από μας περνάμε σήμερα πολύ περισσότερο χρόνο στα σπίτια μας απ’ ό,τι συνήθως. Ακόμη κι έτσι, καθώς κρατάμε τις αποστάσεις μας από τον έξω κόσμο, εξαρτώμαστε απολύτως από αυτόν.
Εξάλλου, πολλοί λίγοι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να καλλιεργήσουν τα τρόφιμά τους και να διασφαλίσουν το νερό τους. Ακόμη και ενώ προσπαθούμε να αποφύγουμε κάθε επαφή με τον έξω κόσμο, χρειαζόμαστε να αγοράσουμε τρόφιμα, είτε στα μαγαζιά, είτε διαδικτυακά. Η μεγάλη πλειονότητά μας δεν μπορεί να φτιάξει ρούχα, κι έτσι πρέπει να τα αποκτήσουμε κι αυτά από κάπου αλλού. Η διαδικτυακή σύνδεση που χρησιμοποιείται για να διαβάσετε αυτό το άρθρο, κι αυτή έρχεται από τον έξω κόσμο.
Ανεξάρτητα από την όποια επιθυμία να αποφύγουμε την επαφή με τον έξω κόσμο, παραμένουμε εξαρτημένοι από αυτόν. Φαίνεται σχεδόν αναπόδραστο. Στη σημερινή εποχή, κάθε νοικοκυριό στην κοινωνία μας εξαρτάται κατά παράδοξο τρόπο από τα άλλα.
Σ’ αυτές ακριβώς τις περιόδους κρίσης καταδεικνύεται η πραγματική έκταση και το εύρος του καταμερισμού της εργασίας - με απλά λόγια, του γεγονότος ότι κάθε άτομο στην κοινωνία έχει μια συγκεκριμένη θέση εργασίας ή επάγγελμα, αντί να είναι απολύτως αύταρκες. Αυτό επιτρέπει στην κοινωνία να αξιοποιεί τα ιδιαίτερα ταλέντα και τις δεξιότητες του καθενός ατόμου. Ο Αϊνστάιν θα ήταν ένας πολύ κακός γεωργός συγκριτικά με τις δεξιότητες του στην επιστήμη. Χωρίς όμως τον καταμερισμό της εργασίας, η ενέργειά του θα κατευθυνόταν αποκλειστικά προς τη σοδειά του επόμενου έτους και όχι προς την επιστήμη.
Σε προηγούμενες εποχές, πριν την εμφάνιση του καταμερισμού της εργασίας, οι πρόγονοί μας ζούσαν στο επίπεδο της απλής επιβίωσης. Κάθε άτομο ή φυλή έπρεπε διαρκώς να εξασφαλίζει την επιβίωσή του. Η απλή ύπαρξη άλλων ανθρώπων ήταν μια απειλή, καθώς η κατανάλωση κυνηγιού περιόριζε τη δική σου μερίδα. Έτσι, λίγη κοινωνική συνεργασία υπήρχε σε εκείνο τον σκληρό κόσμο.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η ζωή χαρακτηριζόταν από τα λόγια του Χομπς “δυσάρεστη, βίαιη και σύντομη”. Από τη στιγμή όμως που ο καταμερισμός της εργασίας άρχισε να αναδύεται, το επίπεδο διαβίωσης για όλους εντός της κοινωνίας άρχισε να βελτιώνεται. Αντί η ύπαρξη άλλων ανθρώπων να συνιστά απειλή, άρχισε να σημαίνει ότι κανείς θα μπορούσε να αξιοποιήσει τις δεξιότητές του μέσω του εμπορίου. Η ευρεία κοινωνική συνεργασία, κάτι το αδιανόητο παλαιότερα, έγινε πλέον ο κανόνας.
Με το πέρασμα του χρόνου και καθώς οι χώρες πλουτίζουν ολοένα και περισσότερο, ο καταμερισμός της εργασίας μπορεί να υπερβεί τους κλάδους και τα επαγγέλματα που είναι απαραίτητα για την επιβίωση. Το 1800, το ποσοστό του εργατικού δυναμικού στις ΗΠΑ που απασχολούταν στην αγροτική παραγωγή ήταν 73,3%. Το 1960, είχε μειωθεί στο 8,1%. Το εργατικό δυναμικό που απελευθερώνεται από αυτούς τους αναγκαίους κλάδους, απασχολείται στη συνέχεια στη δημιουργία αγαθών που δεν είναι αναγκαία για την επιβίωση. Αυτά τα πολυτελή και καταναλωτικά αγαθά μας παρέχουν την σχετική άνεση της σύγχρονης εποχής.
Όταν ο καταμερισμός της εργασίας επεκτείνεται σε ολοένα και περισσότερους κλάδους, τα επαγγέλματα εξειδικεύονται ολοένα και περισσότερο. Η παραγωγή πολλών από τα αγαθά που απολαμβάνουμε σήμερα έχει μακρά και εκτεταμένη διαδικασία. Αυτό σημαίνει ότι πολλοί από τους εργαζόμενους για την παραγωγή του προϊόντος είναι εξειδικευμένοι σε πεδία που απέχουν πολύ από το τελικό προϊόν.
Αυτός ακριβώς ο συντονισμός στο πλαίσιο της εξειδίκευσης οδήγησε τον Leonard Reed να γράψει το διάσημο δοκίμιό του “Εγώ το μολύβι”. Το επιχείρημά του ήταν ότι κανείς δεν γνωρίζει πώς να φτιάξει ένα μολύβι. Αυτό αρχικά μπορεί να ακούγεται παράλογο, καθώς το μολύβι είναι ένα αρκετά απλό προϊόν. Όμως η παραγωγή ενός μολυβιού υπερβαίνει κατά πολύ τη θεωρητική γνώση της κατασκευής του.
Για να γνωρίζει κανείς πραγματικά πώς να δημιουργήσει ένα μολύβι, θα πρέπει να γνωρίζει ποια υλικά είναι καλύτερο να χρησιμοποιήσει, καθώς και το πού αυτά μπορούν να βρεθούν. Πρέπει ακόμη να γνωρίζει πώς να δώσει σχήμα στις πρώτες ύλες, καθώς και το βέλτιστο σημείο για την οικοδόμηση των ανάλογων εργοστασίων. Ακόμη, πρέπει να γνωρίζει τον καλύτερο τρόπο μεταφοράς των υλικών από το ένα μέρος στο άλλο για τη συναρμολόγηση του τελικού προϊόντος. Η απαιτούμενη γνώση δεν σταματά πουθενά.
Ολη αυτή η διαδικασία ή με άλλα λόγια ο συντονισμός, δεν γίνεται από μια κάποια κεντρική αρχή, αλλά συμβαίνει αυθόρμητα. Μολονότι όλη αυτή η γνώση είναι εξειδικευμένη στο πλαίσιο του καταμερισμού της εργασίας, είναι εντέλει η ποικιλόμορφη κοινωνική συνεργασία που επιτρέπει την συναρμολόγηση που απαιτείται για την κατασκευή ενός μολυβιού. Κάθε άτομο μπαίνει στη θέση του, όχι λόγω της βούλησης κάποιου, και δημιουργεί κάτι που κανείς από μόνος του δεν θα μπορούσε να πετύχει.
Κι αυτό μας φέρνει πίσω στο σήμερα και την τρέχουσα πανδημία του κορονοϊού. Μολονότι ο καταμερισμός της εργασίας που έχει τόσο βαθιά επηρεάσει τη ζωή όλων μας είναι ένα μόνιμο χαρακτηριστικό της ζωής μας, συχνά του δίνουμε λίγο σημασία. Μέχρι μια περίοδος κρίσης να μας αποκαλύψει τη σημασία του.
Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να υπερβάλει ως προς τη σημασία του καταμερισμού της εργασίας. Χωρίς αυτόν, η ανθρωπότητα ποτέ δεν θα ξέφευγε από τα βάθη της απόλυτης φτώχειας στα πλούτη που απολαμβάνουμε σήμερα. Σ’ αυτή την κρίσιμη συνθήκη, βασιζόμαστε σ’ αυτόν περισσότερο από ποτέ άλλοτε. Το τέλος της σημερινής πανδημίας δεν έχει ακόμη φτάσει, αλλά η δύναμη που εντέλει θα μας επιτρέψει να αντέξουμε μέχρι το τέλος είναι η κοινωνική συνεργασία στο πλαίσιο του καταμερισμού της εργασίας που διέπει την κοινωνία μας.
--
Ο JW Rich σπουδάζει οικονομικά στη Βόρεια Καρολίνα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 19 Απριλίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.