Του Desmond Lachman*
Οι ανά τον κόσμο αρμόδιοι για την χάραξη οικονομικής πολιτικής που αισθάνονται ανακούφιση με την απουσία μιας ολοσχερούς αναδυόμενης κρίσης στις αγορές εν μέσω της πανδημίας θα πρέπει να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή στις οικονομικές και χρηματοπιστωτικές δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν σήμερα η Βραζιλία και η Τουρκία.
Παρά το παλιρροιακό κύμα παγκόσμιας ρευστότητας που κρατά στην επιφάνεια τις οικονομικώς προβληματικές αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς, τόσο η Βραζιλία, όσο και η Τουρκία βρίσκονται σήμερα στη μέγγενη μιας σοβαρής συναλλαγματικής κρίσης. Αυτή η εξέλιξη θα πρέπει να υπογραμμίζει το πραγματικό ρίσκο της εμφάνισης μιας παγκόσμιας κρίσης χρέους σε αναδυόμενες αγορές ακόμη και πριν οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες του πλανήτη αρχίσουν να διορθώνουν τις ιδιαίτερα ανορθόδοξες νομισματικές τους πολιτικές.
Ακόμη και πριν την πανδημία του COVID-19, οι αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς είχαν σαθρά οικονομικά θεμέλια και επίπεδα ρεκόρ χρέους σε σχέση με το μέγεθός τους. Η πανδημία εξέθεσε περαιτέρω τις αδυναμίες αυτές, καθώς προκάλεσε μια τέλεια οικονομική καταιγίδα με ένα μεγάλο σοκ στην πλευρά της προσφοράς, χαμηλές διεθνείς τιμές εμπορευμάτων, αδύναμη εξωτερική ζήτηση και αποστράγγιση των εμβασμάτων των εργαζομένων από το εξωτερικό.
Η αντίδραση της αγοράς στην επιδείνωση λόγω πανδημίας των οικονομικών θεμελίων των αναδυόμενων αγορών οδήγησε σε ένα πολύ έντονο αρχικό κύμα αγοράς των ενεργητικών των αναδυόμενων αγορών και σε μια αναστροφή ρεκόρ των κεφαλαιακών ροών αυτών των χωρών. Οι τάσεις όμως αυτές γρήγορα ανεστράφησαν από την ιδιαίτερα επιθετική αντίδραση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ στην κρίση, που περιλάμβανε μια αύξηση της τάξης των 3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων στο μέγεθος του ισολογισμού της. Τους τελευταίους έξι μήνες, με την ενίσχυση της ρευστότητας από τη Fed, οι τιμές των ενεργητικών στοιχείων των αναδυόμενων αγορών έχουν σχεδόν πλήρως ανακτήσει τα προ πανδημίας επίπεδά τους, ενώ ένα σημαντικό ποσό κεφαλαίου επιστρέφει σε αυτές τις οικονομίες.
Παρά την αποκατάσταση της γενικής νηνεμίας στις χρηματοπιστωτικές αγορές των αναδυόμενων οικονομιών από το παλιρροιακό κύμα ρευστότητας της Fed, οι επενδυτές δεν έκλεισαν τα μάτια στη σημαντική επιδείνωση των θεμελιωδών στοιχείων της οικονομίας στη Βραζιλία και την Τουρκία, δύο από τις μεγαλύτερες αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς. Αυτό οδήγησε σε μια άνω του 25% υποτίμηση των νομισμάτων των δύο χωρών από την αρχή του έτους. Ακόμη χειρότερα, η τουρκική λίρα δείχνει σήμερα σαφέστατα σημάδια ελεύθερης πτώσης.
Στην περίπτωση της Βραζιλίας, οι αγορές φαίνεται να ανησυχούν όχι μόνο για την απουσία του οποίου συνεκτικού σχεδίου στη χώρα για τον περιορισμό της διάδοσης του COVID-19, αλλά και για το γεγονός ότι η πανδημία εξώθησε τα δημοσιονομικά της Βραζιλίας σε ένα ξεκάθαρα μη βιώσιμο μονοπάτι. Σύμφωνα με το Δ.Ν.Τ, το έλλειμμα προϋπολογισμού της Βραζιλίας αναμένεται να εκτοξευθεί σχεδόν στο 17% του ΑΕΠ, ενώ μέχρι το τέλος του χρόνου ο λόγος δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ αναμένεται να ξεπεράσει το 100%, επίπεδο ασυνήθιστα υψηλό για μια αναδυόμενη οικονομία της αγοράς. Με δεδομένη τη μακρά παράδοση της Βραζιλίας να επιχειρεί να ξεφύγει από τα προβλήματα χρέους της μέσω του πληθωρισμού, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι οι επενδυτές φαίνεται να χάνουν με ραγδαίο ρυθμό την εμπιστοσύνη τους στο εθνικό νόμισμα, φοβούμενοι ακόμη ένα πληθωριστικό επεισόδιο στη Βραζιλία.
Αν οι αγορές χάνουν την εμπιστοσύνη τους στο νόμισμα της Βραζιλίας, φαίνεται πως αυτό συμβαίνει με ακόμη γρηγορότερο ρυθμό Στην περίπτωση της τουρκικής λίρας. Αυτή η απώλεια εμπιστοσύνης φαίνεται να τροφοδοτείται τόσο από την απογοήτευση των αγορών με τα πολιτικά κίνητρα που διέπουν την διαχείριση της τουρκικής οικονομικής πολιτικής, όσο και με τις περιπέτειες της εξωτερικής πολιτικής του προέδρου Ερντογάν οι οποίες έχουν καταφέρει να βάλουν σε ανταγωνιστική προς την Τουρκία θέση ταυτόχρονα την Ευρώπη, την Ρωσία, και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ιδιαίτερη βαρύτητα στις ανησυχίες των επενδυτών έχει η υπονόμευση της τραπεζικής ανεξαρτησίας στην Τουρκία από την πολιτική παρέμβαση του προέδρου Ερντογάν και την επιμονή πεποίθησή του, ακόμα και σε μία περίοδο έντονης κρίσης συναλλαγματικών ισοτιμιών, ότι η αύξηση των επιτοκίων είναι αιτία και όχι θεραπεία του πληθωρισμού.
Η εμφάνιση κρίσεων συναλλαγματικών ισοτιμιών σε δύο μείζονες αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς πρέπει να λειτουργήσει ως σαφής προειδοποίηση στους αρμόδιους για τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής στις ΗΠΑ ως προς τους κινδύνους που οι αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς μπορούν να συνεπάγονται για την οικονομική ανάκαμψη των ΗΠΑ. Η θέση αυτή φαίνεται να ενισχύεται ακόμη περισσότερο δεδομένου ότι οι αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς αποτελούν σήμερα σχεδόν το ήμισυ της παγκόσμιας οικονομίας και χρωστούν πάνω από 4 τρισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ σε χρέος συνομολογημένο σε δολάρια. Ενισχύεται επίσης καθώς τόσο η Ευρώπη όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται να αντιμετωπίζουν ένα δεύτερο κύμα της πανδημίας και καθώς οι αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς έχουν να αντιμετωπίζουν μείζονα προβλήματα χρέους εν μέσω της χειρότερης οικονομικής ύφεσης των τελευταίων ενενήντα ετών.
Με λίγα λόγια, δεν είναι τώρα η ώρα για εφησυχασμό έναντι των αναδυόμενων οικονομιών της αγοράς. Αντιθέτως, είναι ώρα οι αρμόδιοι για τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής των ΗΠΑ να διατυπώσουν σοβαρά εναλλακτικά σχέδια για την αντιμετώπιση μιας ακόμη κρίσης χρέους στις αναδυόμενες αγορές.
*Ο Desmond Lachman είναι στέλεχος του American Enterprise Institute.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 28 Οκτωβρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.