Γράφει ο Martin Vlachynsky*
Η γαλλική κυβέρνηση εισήγαγε μια πολιτική που υποχρεώνει οι χώροι στάθμευσης με περισσότερες από 80 θέσεις στάθμευσης να έχουν στέγη με φωτοβολταϊκά. Αυτή η πολιτική προστίθεται σε άλλους κανόνες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως η υποχρεωτική χρήση των φωτοβολταϊκών σε όλα τα νέα κτίρια ή η απαγόρευση της κατασκευής κινητήρων εσωτερικής καύσης μετά το 2035.
Μια τέτοια παρέμβαση μερικές φορές φαίνεται υπερβολικά παρεμβατική και αντίκειται στην κοινή λογική – αλλά όχι επειδή κάποιος θα διαφωνούσε με στόχο τη μείωση των εκπομπών. Ωστόσο, μπορεί κανείς να αναρωτηθεί: ποιος είναι ο αντίκτυπος των τοπικών ευρωπαϊκών μειώσεων εκπομπών σε σύγκριση με τις βιομηχανίες των ΗΠΑ και της Ασίας, που παράγουν τεράστιες εκπομπές; Για λόγους επιχειρηματολογίας, ας το αφήσουμε αυτό στην άκρη. Ο λόγος για τον οποίο αυτά τα μέτρα θα μπορούσαν να θεωρηθούν ακατάλληλα είναι επειδή απλώς επιτρέπουν στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να πιστεύουν ότι «ο δικός τους τρόπος» είναι ο μόνος με τον οποίο μπορεί να γίνει κάτι.
Οι ηγέτες της ΕΕ και άλλες παρόμοιες ρυθμιστικές δυνάμεις, όπως οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και πολλές άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες, έχουν ξεκινήσει μια οικονομική πολιτική μικροδιαχείρισης. Επιλέγουν να ρυθμίζουν την απόδοση των λαμπτήρων και τις ηλεκτρικές σκούπες ή να κάνουν μακροχρόνιες συζητήσεις για την επιδότηση ενός πράγματος και την απαγόρευση ενός άλλου.
Αυτή η προσέγγιση το μόνο που καταφέρνει είναι να δημιουργεί χιλιάδες γραφειοκράτες για να εφαρμόσουν και να διαχειριστούν τέτοιες ρυθμίσεις, οι οποίοι όμως δύσκολα μπορούν να επιφέρουν ανάπτυξη και πρόοδο. Σε πολλές περιπτώσεις, η αγορά αυτορυθμίζεται, επομένως αυτές οι πολιτικές είναι περιττές. Στην πράξη, αυτές οι παρεμβάσεις μπορεί να έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα ή απρόβλεπτες συνέπειες, που μπορεί να οδηγήσουν σε άλλα προβλήματα.
Η μέτρηση του οικονομικού κόστους και των ευκαιριών είναι η βάση της οικονομικής σκέψης – με άλλα λόγια, η οικονομική σκέψη αφορά το κόστος και τα οφέλη ορισμένων πολιτικών και το πώς οι επιλογές των υπευθύνων χάραξης πολιτικής μπορούν να τις επηρεάσουν. Ως εκ τούτου, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να είναι προσεκτικοί. Η θέση τους είναι δύσκολη. Σε καταστάσεις σαν αυτές πολλοί οικονομολόγοι παρασύρονται: μια ατελείωτη αναζήτηση για το καλύτερο θεωρητικό μέτρο και την καλύτερη δυνατή θεωρητική ρύθμιση που θα φέρει την οικονομία σε ισορροπία μπορεί να επηρεάσει την ορθότητα της σκέψης τους.
Μερικές φορές οι οικονομολόγοι αρχίζουν να πιστεύουν ότι μόνο αυτοί έχουν τις απαντήσεις σε όλα τα οικονομικά ερωτήματα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η ΕΕ συντάσσει και παράγει αμέτρητες αναλύσεις κόστους-οφέλους και διαγράμματα πίτας που, στο χαρτί δείχνουν το υποτιθέμενο «καλύτερο αποτέλεσμα» που θα επιτευχθεί με τεχνητά μέσα.
Ωστόσο, όλα αυτά μπορεί να είναι περιττά επειδή υπάρχει ένα φαινόμενο στα οικονομικά που μπορεί να φέρει ανάπτυξη και αποτελεσματικότητα χωρίς ρυθμιστικές παρεμβάσεις. Είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να ξεπεράσει τα γραφήματα πίτας ακόμη και των καλύτερων οικονομολόγων ή των ρυθμιστικών κατευθυντήριων γραμμών. Αυτό το εργαλείο ονομάζεται μηχανισμός των τιμών. Οι τιμές είναι φαινόμενα του καπιταλισμού. Μπορούν – χωρίς καμία εξωτερική ρύθμιση ή επιδότηση – να φέρουν κεφάλαια και ταλέντα. Όσο πιο υψηλές είναι, τόσο μεγαλύτερη είναι η έλξη που ασκούν.
Το βασικό πλεονέκτημα του μηχανισμού των τιμών είναι ότι δεν χρειάζεται καμία επιδότηση, απαγορεύσεις ή ρυθμιστική έγκριση για να λειτουργήσει. Όταν πρόκειται για συγκεκριμένα γεγονότα της αγοράς –όπως η ενεργειακή κρίση– το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει κανείς είναι να αφήσει τον μηχανισμό των τιμών να λειτουργήσει αντί να αναλάβει μια υπερβολικά περίπλοκη ρυθμιστική πρωτοβουλία που θεωρητικά θα λειτουργήσει.
Εάν οι τιμές φτάσουν σε καταστροφικό επίπεδο για τα πιο ευάλωτα μέρη της κοινωνίας, ας τα βοηθήσουμε με στοχευμένα μέτρα. Αλλά μόλις οι κυβερνήσεις αποφασίσουν να επιχειρήσουν να καθορίσουν και να αλλάξουν τεχνητά τις τιμές μέσω επιδοτήσεων, φόρων και ορίων, το μόνο που θα καταφέρουν είναι να ξεκινήσουν μια πορεία προς μεγαλύτερο χάος.
Όπως αναφέραμε προηγουμένως το τρέχον σύνολο ευρωπαϊκών μέτρων παρεμβαίνει στην αγορά ενέργειας. Ένα πολύπλοκο δίκτυο εθνικών και διεθνικών παρεμβάσεων – ανώτατα όρια τιμών, έκτακτοι φόροι και τεχνητά καθορισμένα τιμολόγια, σε συνδυασμό με εθνικές παρεμβάσεις και προγράμματα επιδοτήσεων – τραβά την αγορά στην άβυσσο.
Εάν αφήσουμε τον μηχανισμό των τιμών να λειτουργήσει, το αποτέλεσμα θα είναι μια πιο δίκαιη αγορά, η οποία θα διαθέσει ιδιωτικά κεφάλαια σε νέα ενεργειακά έργα, μονωμένα σπίτια και νέους τερματικούς σταθμούς υγροποιημένου φυσικού αερίου. Το πιο σημαντικό, θα αποτρέψει το κράτος από το να δημιουργήσει περισσότερα χρέη.
*Ο Martin Vlachynsky είναι αναλυτής στο σλοβακικό Ινστιτούτο Οικονομικών και Κοινωνικών Μελετών (INESS).
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 20 Δεκεμβρίου 2022 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του δικτύου Epicenter και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ – Μάρκος Δραγούμης.