Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο Έλληνας Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και ο Ούγγρος Πρωθυπουργός Βίκτωρ Όρμπαν σε μια οικογενειακή φωτογραφία στο Park of the Cinquantenaire κατά τη διάρκεια της Συνόδου του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, στις 11 Ιουλίου 2018
Του Dalibor Rohac
Ένα φάντασμα στοιχειώνει τον δυτικό κόσμο - το φάντασμα του λαϊκισμού. Η δημοτικότητα των διχαστικών πολιτικών πλατφόρμων που αντιπαραθέτουν τους «καθημερινούς ανθρώπους» με τις ιδιοτελείς και εκτός πραγματικότητας ελίτ αυξάνεται εδώ και αρκετές δεκαετίες. Η οικονομική κρίση του 2008 και το χαοτικό κύμα ανθρώπων που αιτούνται άσυλο έχοντας φτάσει στις ευρωπαϊκές ακτές πρόσφατα επιτάχυναν αυτή την τάξη. Το 2019 ωστόσο μπορεί να είναι η χρονιά που η λαϊκιστική εξέγερση θα αρχίσει να αναχαιτίζεται.
Πρώτον, όσο περισσότερο ασκούν εξουσία οι λαϊκιστές, τόσο πιο εμφανή γίνονται τα κόστη του λαϊκισμού. Στη Βρετανία, η προοπτική ενός «σκληρού Brexit» προκάλεσε πανικό και ισχυρές αντιδράσεις μεταξύ των Συντηρητικών, δίνοντας πιθανώς μια νέα αρχή στην πολυμίσητη συμφωνία αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση της Πρωθυπουργού Τερέζα Μέι. Και ακόμη και αν η Μέι χάσει την επικείμενη κοινοβουλευτική ψηφοφορία επί της συμφωνίας της, η προοπτική ενός δεύτερου δημοψηφίσματος έχει αποκτήσει ευρύτερη υποστήριξη μεταξύ των Βρετανών βουλευτών έναντι της απλής άτακτης εξόδου από την ΕΕ.
Ακόμη και αν, προς το παρόν, η οικονομία φαίνεται να είναι το ισχυρό σημείο του Προέδρου Τραμπ, οι εμπορικοί του πόλεμοι δεν αποδείχθηκαν «καλοί και εύκολοι». Οι δασμοί επί του χάλυβα και του αλουμινίου κόστισαν μόνο στην Ford Motor Co. περίπου 1 δισ. δολάρια σε κέρδη. Σύμφωνα με το National Taxpayers Union Foundation το συνολικό βάρος των νέων δασμών στους Αμερικανούς καταναλωτές υπερβαίνει τις αυξήσεις φόρων από τον νόμο Affordable Care του Προέδρου Ομπάμα.
Οι πρόσφατες κινήσεις των αγορών μπορεί να είναι μια ανώδυνη διόρθωση των προηγούμενων υπερβολών - αλλά μπορεί και να αντανακλούν τις προσδοκίες μιας επικείμενες οικονομικής ύφεσης. Και όπως καταδεικνύουν οι επιθέσεις του Προέδρου Τραμπ στον πρόεδρο της ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ και τα τηλεφωνήματα του υπουργού Οικονομικών Steven Mnuchin προς κορυφαία τραπεζικά στελέχη, αυτή η διακυβέρνηση είναι μοναδικά ανίκανη να διαχειριστεί ένα πιο ταραχώδες οικονομικό περιβάλλον.
Δεύτερον, παρά την πρόσφατη διαμάχη ως προς το Παγκόσμιο Σύμφωνο των Ηνωμένων Εθνών για την Ασφαλή, Ομαλή και Τακτική Μετανάστευση σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως στο Βέλγιο, η σημασία του μεταναστευτικού ως κριτήριο εκλογικής συμπεριφοράς μειώνεται. Ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού των ΗΠΑ που γεννήθηκε σε άλλες χώρες έχει επιβραδυνθεί τα τελευταία χρόνια και, εν μέρει ως αντίδραση έναντι του Τραμπ, τα ποσοστά υποστήριξης της μετανάστευσης στις ΗΠΑ εμφανίζονται τα ισχυρότερα εδώ και δεκαετίες, με το 75% των Αμερικανών να πιστεύει ότι η μετανάστευση είναι κάτι το καλό.
Η στάση έναντι της μετανάστευσης στη Βρετανία έχει μετριαστεί μετά την ψήφο για το Brexit. Ακόμη και στη Γερμανία, όπου το λαϊκιστικό κόμμα AfD σημείωσε σημαντική αύξηση των ποσοστών του κατά την προσφυγική κρίση, η ένταξη των αιτούμενων άσυλο από τη Συρία προχωρά καλύτερα απ' ό,τι περίμεναν οι περισσότεροι, κυρίως χάρη στο σύστημα μαθητείας και ευέλικτης επαγγελματικής κατάρτισης της χώρας.
Τρίτον, αντίθετα με ό,τι ευρέως πιστεύεται, οι λαϊκιστές δεν είναι ιδιαίτερα καλοί στην διαχείριση των πλειοψηφιών. Το Fidesz του Όρμπαν έλαβε περισσότερο από το 50% μόνο στις εθνικές εκλογές του 2010. Οι πρόσφατες κοινοβουλευτικές του υπερπλειοψηφίες είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα ενός εκλογικού συστήματος που έχει σχεδιαστεί για να εξυπηρετεί τις ανάγκες του κόμματος. Ομοίως, η δημοτικότητα του Ντόνανλτ Τραμπ - ο οποίος ως γνωστόν έλαβε λιγότερες ψήφους από την Χίλαρι Κλίντον - πέρα από μια στενή, κατά κύριο λόγο λευκή, ανδρική και αγροτική Αμερική είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Αυτό φυσικά προοιωνίζεται δεινά για το μέλλον ενός Τραμποποιημένου Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
Από την άλλη πλευρά, ο Εμμανουέλ Μακρόν νίκησε ξεκάθαρα τους λαϊκιστές αντιπάλους του στις περσινές γαλλικές εκλογές. Μολονότι η δημοτικότητά του έχει έκτοτε καταβυθιστεί, κυρίως λόγω των μη δημοφιλών μεταρρυθμίσεων που υιοθέτησε, μια επανάληψη των εκλογών του 2017 σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις δεν θα παρήγε ένα δραματικά διαφορετικό αποτέλεσμα πέρα από μια αρχική αναδιανομή των ψήφων από την άκρα αριστερά στην άκρα δεξιά κατά τον πρώτο γύρο.
Είναι πιθανό το εκκρεμές να αρχίσει να κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση και στην ανατολή. Παρά το κρύο και την εορταστική περίοδο, στην Ουγγαρία σημειώνονται μεγάλες διαμαρτυρίες εναντίον πολλών κυβερνητικών πολιτικών. Στις εκλογές της Πολωνίας του χρόνου, το κόμμα του Νόμου και της Δικαιοσύνης πιθανότατα δεν θα διατηρήσει τη σημερινή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Στην Ελλάδα, που επίσης θα εκλέξει ένα νέο κοινοβούλιο του χρόνου, η μεταρρυθμιστική Νέα Δημοκρατία διατηρεί ένα σταθερό προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις.
Τίποτε απ' αυτά δεν σημαίνει ότι οι πολιτικές στις δύο πλευρές του Ατλαντικού πρόκειται να επιστρέψουν στο μεταπολεμικό σημείο ισορροπίας τους. Οι νέες διαιρετικές τομές τις οποίες εκμεταλλεύονται οι λαϊκιστές - μεταξύ των ψηφοφόρων στα αστικά κέντρα και στην περιφέρεια, και μεταξύ των οραμάτων για μια ανοιχτή έναντι μιας κλειστής κοινωνίας - θα συνεχίσουν να καθορίζουν τις δημοκρατικές πολιτικές για τα επόμενα χρόνια. Η λαϊκιστική δεξιά και η λαϊκιστική αριστερά είναι σίγουρο ότι θα σημειώσουν επιτυχίες στις εκλογές του Μαΐου για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, και στις Ηνωμένες Πολιτείες η μισαλλοδοξία του Τραμπ συνέβαλε στην ενεργοποίηση της σοσιαλιστικής και εμφορούμενης από πολιτικές ταυτότητας πτέρυγας του Δημοκρατικού Κόμματος.
Με τα ποσοστά ταύτισης στα αμερικανικά κόμματα να σημειώνουν κάμψη σε σχέση με τη δεκαετία του 2000, δεν είναι παράλογο να φανταστεί κανείς ότι η ριζοσπαστική, υπερπολωμένη πολιτική δεν εκφράζει τις «σιωπηλές πλειοψηφίες» στις ΗΠΑ ή την Ευρώπη. Η πρόκληση για το 2019 θα είναι να αποκτήσουν αυτοί οι ψηφοφόροι μια φωνή και μια πειστική πολιτική ατζέντα που θα αναζωογονήσει και θα ενδυναμώσει τις δημοκρατίες μας.
--
Ο Dalibor Rohac είναι ερευνητής στο American Enterprise Institute (AEI) όπου μελετά τις ευρωπαϊκές πολιτικές και οικονομικές τάσεις.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 27 Δεκεμβρίου 2018 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute (AEI) και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.