Επί ΣΥΡΙΖΑ οι «κακοί τραπεζίτες» υπονόμευαν την τίμια κυβέρνηση του βουνού και δεν άφηναν τον σοσιαλισμό να ξεδιπλώσει τις αρετές του. Δεν πιστεύαμε ότι θα βλέπαμε ανάλογες σκηνές και σήμερα. Μπορεί οι δημοσκοπήσεις να δείχνουν ότι οι τραπεζίτες είναι το εύκολο θύμα κάθε προεκλογικής περιόδου, ο ιδανικός αντίπαλος για κάθε «φίλο του λαού», αλλά η αλήθεια απέχει αρκετά από την εικόνα του γερολαδά που μετράει κάθε βράδυ τις χρυσές λίρες που του εξασφάλισε ο τόκος.
Η αλήθεια, λοιπόν, είναι ότι τα «υπερκέρδη» των τραπεζών δεν είναι επαναλαμβανόμενα. Τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος τους προέρχεται από πράξεις που δεν επαναλαμβάνονται στις επόμενες χρήσεις. Αλήθεια, επίσης, είναι ότι μια αναθεώρηση των δανειακών συμβάσεων θα άλλαζε τα δεδομένα για τα κεφάλαια που θα πρέπει να έχουν οι τράπεζες. Και ακόμη, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα μόλις έβγαλε το κεφάλι του πάνω από το νερό. Θα είναι κρίμα να του δώσουμε μια και να το στείλουμε και πάλι στον πυθμένα. Το κόστος θα κληθεί να το πληρώσει σε μια τέτοια περίπτωση και πάλι ο φορολογούμενος, όπως συνέβη και με το αχρείαστο μνημόνιο που ακολούθησε την ρητορική του 2015.
Από την άλλη, οι τραπεζίτες είναι και θύματα των δικών τους δημοσίων σχέσεων, μέσω των οποίων προσπαθούν να πείσουν επενδυτές ανά τον κόσμο ότι οι μετοχές των τραπεζών τους αποτελούν μια αξιόλογη επενδυτική πρόταση. Κάτι το οποίο όταν πραγματικά συμβεί θα αποτιμηθεί από την ίδια την αγορά. Διότι οι αγορές ξέρουν, τόσο την αξία των διαπραγματεύσιμων αξιών, όσο και τις επιπτώσεις μιας σκληρής ρητορικής της κυβέρνησης σε βάρος των τραπεζών. Και αναλόγως τιμολογούν. Οι τραπεζίτες, λοιπόν, έβγαλαν στον δρόμο τα ασημικά, αλλά ξέχασαν να μας πουν για τους σκελετούς που κρύβουν ακόμη στις ντουλάπες τους. Ναι μεν οι τράπεζες πάνε καλά, αλλά δεν έχουμε ακόμη φτάσει στο σημείο να ισχυριστούμε ότι είναι σε θέση να αρχίσουν να μοιράζουν μερίσματα, όπως έκανε η Εργασίας του Καψάσκη ή η Πίστεως του Κωστόπουλου.
Οι τράπεζες του 2022 δεν θυμίζουν σε κάτι τις τράπεζες του 2000. Κι αυτό είναι αποτέλεσμα της κρίσης. Στην πραγματικότητα οι τράπεζες δεν κάνουν την παραδοσιακή τους δουλειά, αλλά διαχειρίζονται (ακόμη) κόκκινα δάνεια. Αυτό δεν είναι καλό για την Οικονομία και ενδεχομένως θα μπορούσαν να γίνουν κάποια ουσιαστικά πράγματα για να αρχίσει και πάλι να πάρει μπροστά η μηχανή. Αλλά τέτοια γεγονότα δεν συμβαίνουν με τον τρόπο που επιχειρείται.
Αυτό που θα δώσει ένα καλύτερο αποτέλεσμα στους καταναλωτές είναι ο ανταγωνισμός. Διότι οι 4 συστημικές τράπεζες δεν είναι και το καλύτερο παράδειγμα ανταγωνισμού. Ο αριθμός των τραπεζών ήταν κάποτε μεγαλύτερος και αυτό θα πρέπει να επιδιωχτεί και τώρα. Οι τέσσερεις τράπεζες να γίνουν πέντε και ίσως έξι. Μπορεί οι δυόμιση τράπεζες να ευνοούν τους τραπεζίτες, αλλά βλάπτουν τον ανταγωνισμό.
Σήμερα υπάρχουν πολλές μικρές περιφερειακές τράπεζες που από μόνες τους δεν μπορούν να προσφέρουν κάτι περισσότερο από αυτό που βλέπουμε, αλλά μέσω των συνενώσεων μπορεί να αποτελέσουν μία πραγματική εναλλακτική πρόταση. Το πείραμα της Παγκρήτιας είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Και η Αττικής μπορεί, επίσης, να αποτελέσει έναν πόλο.
Θα ήταν εύκολο να φταίνε για όλα οι τραπεζίτες. Αλλά δεν είναι έτσι. Κι επειδή μπορεί κάποιος να αρχίσει τους λαϊκισμούς, θα θέλαμε να θυμίσουμε σε όλους πόσο κόστισαν ανάλογες «επιθέσεις» στο παρελθόν. Από την άλλη, οι τράπεζες έχουν περιθώριο να βελτιώσουν κάποια πράγματα. Αλλά κι αυτό δεν μπορεί να γίνει εν μέσω δημόσιων αντιπαραθέσεων και στη διάρκεια μιας προεκλογικής περιόδου.
Θανάσης Μαυρίδης