Έχουμε χιλιάδες λόγους να τα βρούμε με την Τουρκία και έναν για να φτάσουμε στο σημείο εκείνο από το οποίο δεν θα υπάρχει επιστροφή. Το εμπόριο είναι ο κινητήριος μοχλός για μια ουσιαστική σχέση μεταξύ των δύο χωρών. Η απαίτησή τους να τους δώσουμε τα κλειδιά του σπιτιού, είναι η κόκκινη γραμμή μας, αυτό που δεν μπορεί να γίνει ανεκτό. Το ερώτημα είναι αν η Τουρκία είναι έτοιμη για έναν έντιμο και ειλικρινή διάλογο…
Σημασία έχει τι εννοεί κανείς διάλογο. Και ο Βλαδίμηρος θέλει “διάλογο” με την Ουκρανία, αλλά όχι με την σημερινή της πολιτική ηγεσία και σίγουρα όχι πριν μπουν τα στρατεύματά του στο … Κίεβο. Ανάλογη “αυτοκρατορική” αντίληψη έχει και ο Ταγίπ Ερντογάν: Θέλει “διάλογο”, αλλά όχι με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και σίγουρα όχι πριν εμείς έχουμε καταλήξει ποια νησιά θα τους προσφέρουμε ως μπαχτσίσι.
Είναι εντυπωσιακό το πόσο ταυτίζονται Πούτιν και Ερντογάν και ειδικά αυτή την περίοδο. Ο ένας αντιγράφει τον άλλον, οδηγώντας τις χώρες τους σε στρατηγικές ήττες. Όχι, γιατί είναι αδύναμοι, αλλά διότι δεν αποδέχονται την θέση τους στον σύγχρονο κόσμο. Δεν τους αρκεί η σημαντική θέση που ήδη κατέχουν και οι δύο στον κόσμο του εμπορίου και μάλιστα την στιγμή που πριν από μερικά χρόνια βρισκόντουσαν στο χείλος της καταστροφής ή ακόμη και ποιο πέρα απ’ αυτό...
Ταυτίζουμε Ρωσία και Τουρκία επειδή οι ηγέτες των δύο αυτών χωρών έχουν επιλέξει έναν κοινό δρόμο και μάλιστα την ίδια χρονική περίοδο. Και έχουν και οι δύο κοινά χαρακτηριστικά. Και ως προς τα αίτια της σημερινής τους στάσης και ως προς τις επιδιώξεις. Θα πρέπει, πάντως, να διακρίνουμε μία μεγάλη διαφορά: Η Ρωσία δεν μπορεί εύκολα να αλλάξει ρότα, ενώ η Τουρκία είναι ικανή να κάνει την μεγάλη κολοτούμπα. Και κυρίως αν ο Πούτιν φανεί ότι χάνει στην Ουκρανία και υπάρξει τότε ο κίνδυνος για τον Ερντογάν να μείνει μόνος και αντιμέτωπος με τις επιλογές του.
Το θέμα είναι ότι υπάρχουν πολλοί και ουσιαστικοί λόγοι για να σημειωθεί μία προσέγγιση μεταξύ των δύο χωρών. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στο γεγονός ότι και ο τουρκικός λαός δεν θέλει την σύγκρουση, αλλά στο ότι αυτά που μπορούν να μας ενώσουν είναι περισσότερα από εκείνα που μας χωρίζουν. Η Τουρκία είναι μία μεγάλη χώρα, μία πύλη για τις αγορές της Ασίας και (αισίως) της Αφρικής. Η Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει για την Τουρκία έναν αξιόπιστο εταίρο. Τι εμποδίζει τον διάλογο; Η απαίτηση της Τουρκίας να γίνει αυτός έξω από τους διεθνείς κανόνες. Στην πραγματικότητα η Τουρκία δεν θέλει τον διάλογο, αλλά την πλήρη υποταγή της Ελλάδας. Θέλει μια σχέση ανάλογη με εκείνη που είχε η Σοβιετική Ένωση με την Φιλανδία. Αυτό δεν μπορεί να γίνει. Όχι μόνο γιατί η Τουρκία δεν είναι Σοβιετική Ένωση και η Ελλάδα δεν είναι Φιλανδία. Ούτε ακόμη γιατί η Ελλάδα είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πολύ απλά, δεν θα δεχόμασταν ποτέ μία τέτοια σχέση. Ανεξαρτήτως του κόστους! Ναι, συζητάμε για εμπόριο, αλλά δεν είναι όλα τα πράγματα εμπορεύσιμα!
Αυτή την στιγμή που συζητάμε οι πιθανότητες να καθίσουμε σε ένα τραπέζι για να συζητήσουμε με ειλικρίνεια και επί ίσοις όροις, είναι πολύ μικρές αν όχι μηδαμινές. Η Τουρκία θα ήθελε να γίνει μία συζήτηση μετά από μια νίκη της στο πεδίο.
Προφανώς, για να συζητήσει τους όρους … παράδοσης της Ελλάδας. Εμείς δεν πρόκειται να καθίσουμε στο τραπέζι για να υπογράψουμε το τέλος της Ελληνικής Δημοκρατίας, διακόσια χρόνια έπειτα από την ίδρυση του σύγχρονου κράτους μας.
Ρώτησε κάποτε ένας πλανητάρχης έναν πρωθυπουργό μιας μικρής χώρας: «Θα σας κάνουν πόλεμο. Δεν φοβάστε μήπως χάσετε»; Και ο εκπρόσωπος του μικρού έθνους απάντησε: «Θα χάσουμε αν χάσουμε την περηφάνια μας».
Θανάσης Μαυρίδης