Τι γίνεται με την Μπιενάλε της Αθήνας;

Τι γίνεται με την Μπιενάλε της Αθήνας;

© Νύσος Βασιλόπουλος

«Περιμένοντας τους Βαρβάρους»: η 6η Μπιενάλε της Αθήνας, η οποία εγκαινιάστηκε μία μέρα πριν την documenta 14 και κορυφώθηκε το βράδυ της Ανάστασης, προκάλεσε για ακόμη μία φορά συζητήσεις. Τόσο για τον τίτλο, τον οποίο πολλοί εξέλαβαν ως μία ευθεία επίθεση/σχόλιο προς την documenta, όσο και για τη μορφή και πορεία (παρούσα και μελλοντική) που έχει πάρει ένας οργανισμός-σημείο αναφοράς στην εγχώρια και διεθνή εικαστική σκηνή. Μιλήσαμε, λοιπόν, με το διευθυντή της Μπιενάλε της Αθήνας, Poka-Yio, για το τι μέλλει γενέσθαι με αυτό που, όπως μας είπε, «ξεκίνησε ως μια τρελή ιδέα, με σκοπό να καλύψει ένα θεσμικό κενό για την προβολή της εγχώριας καλλιτεχνικής σκηνής και να βάλει την Αθήνα στο διεθνή χάρτη της σύγχρονης τέχνης.»

Συνέντευξη στην Αννίτα Αποστολάκη

Το 2014, στην εκδήλωση για τη βράβευση της 4ης Μπιενάλε της Αθήνας από το European Cultural Foundation, είχατε πει ότι δε βλέπατε την Μπιενάλε ως θεσμό. Πώς πορεύεσαι με έναν οργανισμό, όταν δεν είσαι σίγουρος για το πώς τοποθετείται;

Και οι τρεις που ιδρύσαμε την Μπιενάλε (σ.σ. Ξένια Καλπακτσόγλου, Poka-Yio, Αυγουστίνος Ζενάκος) έχουμε μια κριτική στάση απέναντι στους θεσμούς. Αλλά, επειδή υπήρχε ένα πολύ μεγάλο κενό, σκεφτήκαμε ότι το πιο ρηξικέλευθο πράγμα που θα μπορούσε κάποιος να κάνει σε μια χώρα όπου δεν υπάρχουν θεσμοί είναι να προσπαθήσει να φτιάξει έναν. Ένας θεσμός, εξ ορισμού, έχει και κάποιες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές εγγυήσεις, για να υφίσταται. Αν αυτήν τη στιγμή λέγαμε ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε άλλο, -κάτι το οποίο έχουμε πει πολλές φορές-, μπορεί να έσβηνε η Μπιενάλε της Αθήνας. Άρα, αναρωτιέμαι κατά πόσο αποτελεί αίτημα της κοινωνίας ή της εικαστικής κοινότητας. Θλέλω να ελπίζω ότι είναι και ότι συνεισφέρει σε αυτές.

Από τους τρεις που ξεκινήσατε την Μπιενάλε της Αθήνας, πλέον είστε ο μόνος που απομένει. Γιατί επιλέγετε να συνεχίζετε;

Τα αιτήματα δεν έχουν πληρωθεί από άλλους. Σίγουρα μπήκαμε στο διεθνή χάρτη της σύγχρονης τέχνης και έλευση της documenta το τεκμηρίωσε αυτό. Με τι όρους όμως; Θέλουμε να διασφαλίσουμε ότι θα υπάρχει μια ισοτιμία στη συνομιλία. Βλέπω πως όσο περνάει ο καιρός οι ανεξάρτητες φωνές σιωπούν περισσότερο -και μάλιστα αυτό έχει ενταθεί τώρα-, με αποτέλεσμα αυτό το εργαστήριο που είναι η Αθήνα να μην καταφέρνει να επιτελέσει το σκοπό του: δηλαδή να παράγει έργο σε επίπεδο σύγχρονης σκέψης. Η Μπιενάλε είναι μια ακτινογραφία της εποχής -αυτό ήταν πάντα και αυτό είναι και τώρα. Με αυτήν την έννοια δεν έχει τελειώσει ο σκοπός της. Το θέμα είναι κατά πόσο αυτό που κάνουμε είναι αληθινό στον εαυτό του, χωρίς να στρογγυλεύει τα πράγματα.

Θα λέγατε ότι αυτό είναι που έχει δημιουργήσει στην Μπιενάλε της Αθήνας τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει τα τελευταία χρόνια να βρει οικονομικούς πόρους για την επαρκή χρηματοδότησή της;

Μέχρι στιγμής δεν έχει βρεθεί κάποιος να κάνει μια εκτίμηση και αποτίμηση της πολιτιστικής αξίας της Μπιενάλε της Αθήνας. Επιπλέον, οι δυσκολίες που έφερε η κρίση για τη βιωσιμότητα ενός οργανισμού, όπως η Μπιενάλε, μας έχουν κάνει να επαναξιολογήσουμε πολλές φορές το μοντέλο μας και το πώς προχωράμε. Αλλά το ένα δεν έχει να κάνει με το άλλο. Από την 1η Μπιενάλε, που είχε το ρηξικέλευθο τίτλο Destroy Athens, προσπαθήσαμε να δώσουμε μια εικόνα με περισσότερη ένταση. Η Deutsche Bank, η οποία ήταν ο κύριος χορηγός, δεν εξέφρασε ποτέ άποψη για το περιεχόμενο. Απλώς έδωσε τα λεφτά και το μόνο που ζήτησε ήταν να μπει το λογότυπό της. Στην Αθήνα πλέον, τα μεγάλα ιδρύματα που παλιότερα χορηγούσαν εκθέσεις και δρώμενα, έχουν τους δικούς τους χώρους και επενδύουν περισσότερο στο δικό τους καλλιτεχνικό πρόγραμμα, διεκδικώντας το φιλότεχνο κοινό.

Στιγμιότυπα από την ηχητική εγκατάσταση του Δημήτρη Δεσύλλα Europa Clock. Τενόρος: Δημήτρης Ναλμπάντης, Καταγραφή βίντεο: Ανδρέας Μανίτης

«Περιμένοντας τους Βαρβάρους»: ο τίτλος της 6ης Μπιενάλε της Αθήνας είναι άκρως προβοκατόρικος. Μήπως είναι λίγο τολμηρό να γίνονται δηλώσεις ολκής και μανιφέστα σε μια εποχή που μας παρουσιάζει συνεχώς διλήμματα -ή και αινίγματα-, όπως ακούσαμε στη συνέντευξη τύπου της documenta 14;

Νομίζω ότι αυτός ο σχετικισμός που υπάρχει στην εποχή μας κάνει πάρα πολύ κακό. Εμείς, χρησιμοποιώντας αυτά τα υπερταυτιστικά εργαλεία, δημιουργήσαμε ένα τερατούργημα για να μιλήσουμε για μία τερατώδη εποχή. Καλή και η σταυροφορία του καλού της documenta, αλλά τη στιγμή που η Αθήνα καίγεται, εμείς δεν μπορούμε να εξωραΐζουμε την ακραία εποχή στην οποία ζούμε. Ουσιαστικά, με αυτό που κάνουμε, θέλουμε να κάνουμε μία κριτική στη μισαλλοδοξία. Χρησιμοποιήσαμε ένα βαρύ συμβολικό οπλοστάσιο, το οποίο ήταν εξόφθαλμα επικριτικό για την εντοπιότητα και τον εθνικισμό που υπολανθάνει και, αντ'' αυτού, μας αποκάλεσαν εθνικιστές. Όταν οι άλλοι μιλούν για ανάδειξη του τοπικού παίρνουν εύσημα, αλλά όταν το τοπικό αιτείται τον αυτοπροσδιορισμό του, αυτό είναι ξαφνικά εθνικισμός; Αυτό είναι άκρως προβληματικό. Όταν η συζήτηση περί ιθαγενών έρχεται από επάνω προς τα κάτω, μιλάμε για εξωτικοποίηση στο μέγιστο βαθμό, γιατί, έχοντας το ηθικό πλεονέκτημα της αποστασιοποίησης της τέχνης, δεν έχεις κανέναν απέναντί σου. Οπότε εμείς μεταφέραμε καλλιτεχνικά ένα διάλογο που δεν έγινε ποτέ θεσμικά.

Να ελπίζουμε να δούμε κάτι περισσότερο από δρώμενα, περφόρμανς και βίντεο στην επόμενη Μπιενάλε, μετά τον ένα χρόνο «ενεργής αναμονής»;

Μα φυσικά! Αυτό ο χρόνος «ενεργής αναμονής» είναι κάτι που χρειαζόμαστε αυτήν τη στιγμή, γιατί η Μπιενάλε έχει περάσει από πολλές διακυμάνσεις και αυτό που ξεκινάμε να κάνουμε τώρα είναι κάτι τελείως πρωτόγνωρο σε σχέσυ με αυτά που έχουμε κάνει τελευταία. Και θα ξαφνιάσει όσους έχουν «κακομάθει» με τη διαλεκτική και επιτελεστική μορφή των τελευταίων ετών.

Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο τεύχος Μαΐου-Ιουνίου 2017 των Νέων της Τέχνης.