Τα ελληνοτουρκικά μοχλός πίεσης της Άγκυρας στο «παζάρι» με τη Δύση
Ν. Melvin (RUSI) στο Liberal

Τα ελληνοτουρκικά μοχλός πίεσης της Άγκυρας στο «παζάρι» με τη Δύση

Η Τουρκία χρησιμοποιεί τα ελληνοτουρκικά ως μοχλό πίεσης για να πετύχει κέρδη έναντι της Δύσης στο πλαίσιο της αντιφατικής εξωτερικής της πολιτικής να συνεργάζεται με τη Ρωσία και από την άλλη να είναι μέλος του ΝΑΤΟ.

Η επιλογή της Αθήνας να διαπραγματευτεί με τη Τουρκία είναι ο καλύτερος τρόπος διαχείρισης της τρέχουσας κατάστασης, εκτιμά ο Διευθυντής Διεθνούς Ασφαλείας του βρετανικού think tank, Royal United Services Institute» (RUSI), Νeil Melvin, καθώς η Άγκυρα φαίνεται ότι ενδιαφέρεται περισσότερο να χρησιμοποιήσει τα ελληνοτουρκικά για μόχλευση καταστάσεων και όχι για να ξεκινήσει πραγματικά μια σύγκρουση με την Ελλάδα, η οποία θα έβλαπτε τις στρατηγικές σχέσεις της Άγκυρας. To RUSI είναι το πιο παλιό και κορυφαίο «think tank» στη Μεγάλη Βρετανία.

Συνέντευξη στον Νικόλα Ταμπακόπουλο

Πιστεύετε ότι υπάρχει χώρος για διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας; Πώς σχολιάζετε ευρύτερα την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας έναντι της Δύσης;

Τα τελευταία χρόνια, η Τουρκία έχει μετακινηθεί σε μια διαφορετική θέση όσον αφορά στις διεθνείς της σχέσεις. Από το να επικεντρώνεται στο ΝΑΤΟ και να επιδιώκει την ένταξή της στην ΕΕ, η Τουρκία επιδιώκει τώρα μια μορφή στρατηγικής αυτονομίας για την οποία αναπτύσσει μια ποικιλία συνεργασιών, αξιοποιεί διαφορετικά ζητήματα με διάφορους εταίρους και ακολουθεί τις δικές της διεθνείς και περιφερειακές πολιτικές.

Συχνά αυτό φαίνεται αντιφατικό, καθώς η Τουρκία μπορεί ταυτόχρονα να συνεργάζεται και να ανταγωνίζεται με χώρες, για παράδειγμα τη Ρωσία, αλλά και ορισμένους από τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ.

Βρισκόμαστε επίσης σε μια περίοδο ενόψει των τουρκικών εκλογών, όπου τα εθνικιστικά θέματα μπορούν να βρεθούν στο επίκεντρο της προσοχής. Στο πλαίσιο μιας ιστορικά δύσκολης σχέσης, οι δεσμοί Τουρκίας-Ελλάδας έχουν γίνει βασικό σημείο - κλειδί σε αυτήν τη νέα κατάσταση. Η Τουρκία επιδιώκει να αυξήσει εντάσεις και πιέσεις σε αυτό το θέμα συχνά ως μέρος μιας στρατηγικής για να πετύχει κέρδη σε άλλους τομείς.

Παρατηρούμε επίσης αυτό το μοτίβο σχετικά με την υποψηφιότητα της Σουηδίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ, την οποία δεν έχει επικυρώσει η Άγκυρα.

Λαμβάνοντας υπόψη αυτό, οι διαπραγματεύσεις είναι ο καλύτερος τρόπος διαχείρισης της τρέχουσας κατάστασης, καθώς κατά βάση η Τουρκία φαίνεται ότι ενδιαφέρεται περισσότερο να χρησιμοποιήσει ζητήματα για μόχλευση καταστάσεων και όχι για να ξεκινήσει πραγματικά μια σύγκρουση με την Ελλάδα, η οποία θα έβλαπτε τις στρατηγικές σχέσεις της Άγκυρας.

Πώς επηρεάζουν οι εκλογές στην Τουρκία τις σχέσεις της με τη Δύση; 

Μετά από δύο δεκαετίες αυταρχικής διακυβέρνησης του κ. Ερντογάν, οι δημοσκοπήσεις για τις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές του Μαΐου δείχνουν ότι η κούρσα είναι πιθανό να είναι αμφίρροπη, ειδικά εάν τα κόμματα της αντιπολίτευσης μπορούν να ενωθούν με επιτυχία πίσω από έναν ενιαίο υποψήφιο.

Ο αντίκτυπος του σεισμού και ορισμένες από τις ελλείψεις των προσπαθειών διάσωσης, καθώς και τα ερωτήματα σχετικά με την κακή ποιότητα κατασκευής των κτιρίων μπορεί επίσης να είναι σημαντικά.

Η αδυναμία της οικονομίας της Τουρκίας, συμπεριλαμβανομένης της κακής διαχείρισης του πληθωρισμού, θα είναι επίσης ένας παράγοντας που απασχολεί τις σκέψεις πολλών ανθρώπων, καθώς η κατάσταση φαίνεται όλο και πιο ζοφερή.

Ταυτόχρονα, ο Πρόεδρος Ερντογάν έχει σημαντικά επιχειρήματα να φέρει στην εκλογική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής προόδου που έχει σημειώσει η χώρα τις τελευταίες δύο δεκαετίες, και έτσι παραμένει το φαβορί για τη νίκη.

Ενόψει των εκλογών, η προσδοκία είναι ότι οι σχέσεις με την Τουρκία θα παραμείνουν περίπλοκες για τη Δύση, ιδίως όσον αφορά το ζήτημα της αίτησης της Σουηδίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ. Αυτό είναι ένα ζήτημα που δεν θεωρείται πιθανόν να προχωρήσει τους επόμενους δύο μήνες. Μετά τις εκλογές, θα υπάρξει μια νέα ευκαιρία, είτε με μια νέα κυβέρνηση που είναι πιθανό να είναι πιο ανοιχτή σε αυτό το θέμα, είτε με μια νέα θητεία του Ερντογάν, ο οποίος, ακριβώς επειδή θα νοιώθει πιο ασφαλής για το πολιτικό του μέλλον, θα είναι και πιο έτοιμος να λάβει δύσκολες αποφάσεις.

Στο μέτωπο της Ουκρανίας, ένα χρόνο μετά την εισβολή Πούτιν, βλέπετε ότι είναι πιθανή μια επικράτηση από το Κίεβο με τη συνδρομή της Δύσης;

Ο πόλεμος της Ρωσίας με την Ουκρανία έχει εισέλθει σε μια κρίσιμη φάση. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, και οι δύο πλευρές κινητοποίησαν περισσότερα στρατεύματα και ανανέωσαν τα πυρομαχικά και τον εξοπλισμό τους για νέες πολεμικές επιχειρήσεις το 2023.

Η Ρωσία έχει ήδη εξαπολύσει μεγάλες επιθέσεις στο Ντονμπάς, αλλά σημειώνει μόνο μικρής κλίμακας πρόοδο, με υψηλό κόστος. Τώρα φαίνεται πιθανό ότι η Ρωσία δεν θα μπορέσει να επιτύχει κάτι σημαντικό πριν από το καλοκαίρι.

Το βασικό ερώτημα είναι, επομένως, εάν η Ουκρανία θα μπορέσει να επιτύχει μια σημαντική αποτελεσματική αντεπίθεση την άνοιξη, χρησιμοποιώντας την ποικιλία των δυτικών όπλων που παραλαμβάνει αυτή τη στιγμή. Εάν η Ουκρανία καταφέρει να διαπεράσει τις ρωσικές άμυνες και να ανακτήσει μεγάλες περιοχές από εδάφη που, ήδη, κατέχει η Ρωσία θα βρίσκεται σε θέση ισχύος προκειμένου να διαπραγματευτεί τον τερματισμό της σύγκρουσης.

Η Ρωσία αντιμετωπίζει, ακόμη, επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της, ως αποτέλεσμα των κυρώσεων, αν και οι κυρώσεις από μόνες τους δεν θα φέρουν κάποιο τέλος στη σύγκρουση. Πολιτικά, ο Πούτιν θα βρισκόταν σε μια δύσκολη κατάσταση σε αυτό το σενάριο, το οποίο μπορεί ακόμη να οδηγήσει και στη στιγμή κατά την οποία θα αλλάξει η ηγεσία της Ρωσίας. Εάν δεν υπάρξει τέτοιο αποτέλεσμα, ο κίνδυνος είναι ότι ο πόλεμος θα συνεχιστεί και στο δεύτερο εξάμηνο του 2023 και ότι η δυτική υποστήριξη προς την Ουκρανία μπορεί να αρχίσει να αποδυναμώνεται. Το σχέδιο της Ρωσίας αυτήν τη στιγμή φαίνεται να είναι να προσπαθήσει να μετατρέψει τη σύγκρουση σε παρατεταμένη, καθώς το Κρεμλίνο πιστεύει ότι η δυτική υποστήριξη προς το Κίεβο είναι εύθραυστη.

Ποιος είναι ο ρόλος της Κίνας σε αυτόν τον πόλεμο;


Η Κίνα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια μοιραία επιλογή σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η Ρωσία είναι ο κύριος σύμμαχος της Κίνας και το Πεκίνο δεν έχει πολλούς φίλους. Πριν από τον πόλεμο, οι δύο πρόεδροι διακήρυξαν μια στρατηγική συνεργασία χωρίς όρια, αλλά ο πόλεμος έδειξε ότι, στην πραγματικότητα, υπάρχουν όρια.

Η Κίνα ανησυχεί ότι ο πόλεμος θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεγαλύτερη αντιπαράθεση μεταξύ του Πεκίνου και της Ουάσιγκτον στην περίπτωση που η Κίνα προμηθεύσει με όπλα τη Ρωσία. Οι κινεζικές εταιρείες ανησυχούν για τις δυτικές κυρώσεις. Την ίδια στιγμή, η Κίνα δεν θέλει να ηττηθεί και να αποδυναμωθεί η Ρωσία. Η Κίνα, επομένως, προσπαθεί να διεκπεραιώσει μια δύσκολη πράξη εξισορρόπησης και ελπίζει ότι ο πόλεμος μπορεί να τελειώσει γρήγορα. Το Πεκίνο διακίνησε πρόσφατα ένα «ειρηνευτικό σχέδιο» ως μέρος των προσπαθειών του για εξισορρόπηση, με το σχέδιο να είναι περισσότερο μια χειρονομία παρά μια πραγματική πρόθεση για διαπραγμάτευση. Ο κίνδυνος είναι ότι καθώς ο πόλεμος συνεχίζεται, η Κίνα μπορεί σταδιακά να συρθεί στη σύγκρουση για να υποστηρίξει τη Ρωσία που οδηγεί σε περαιτέρω κλιμάκωση.

 

* Ο Neil Melvin θα συμμετέχει στο 8ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών που είναι προγραμματισμένο να πραγματοποιηθεί 26 με 29 Απριλίου στους Δελφούς