Τους λόγους για τους οποίους, παρά τις προβλέψεις για ύφεση στην Ευρώπη, η χώρα μας θα καταγράψει ανάπτυξη φέτος και το 2023 αναλύει στο Liberal η Κωνσταντίνα Κοτταρίδη, καθηγήτρια Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.
Η ίδια επίσης επισημαίνει την αξία που έχει η κοινή ευρωπαϊκή πολιτική για την προμήθεια φυσικού αερίου, τονίζει πως οι τιμές ενέργειας θα εξομαλυνθούν και αναφέρει πως «τα δημοσιονομικά περιθώρια για επιδοματική πολιτική στενεύουν στην Ευρώπη».
Συνέντευξη στον Νικόλα Ταμπακόπουλο
Αύξηση επιτοκίων, προβλέψεις για ύφεση και ενεργειακή κρίση. Πόσο αισιόδοξοι μπορούμε να είμαστε για την ευρωπαϊκή οικονομία;
Τα πράγματα είναι δύσκολα, ωστόσο θα ήθελα να προσθέσω μια αισιόδοξη νότα. Και αυτή είναι πως φαίνεται ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση οδεύουμε προς μια συνεννόηση ως προς την από κοινού προμήθεια φυσικού αερίου και την επιβολή πλαφόν. Τα τεχνικά χαρακτηριστικά της συμφωνίας στην ΕΕ θα οριστικοποιηθούν και πρόκειται να αλλάξουν τα δεδομένα στην ευρωπαϊκή οικονομία. Και αυτό γιατί θα μπορέσουμε να προμηθευόμαστε από κοινού φθηνότερο φυσικό αέριο, υγροποιημένο και κανονικό, ρίχνοντας έτσι το ενεργειακό κόστος. Θα έλεγα λοιπόν να μην είμαστε απαισιόδοξοι, αλλά συγκρατημένα αισιόδοξοι, καθώς όλα δείχνουν πως οδεύουμε σε μια συμφωνία στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στο παραπάνω αισιόδοξο σενάριο πρέπει να παρατηρήσουμε ότι σταδιακά ομαλοποιούνται και οι αγορές. Εν μέσω όλης αυτής της ανισορροπίας που υπάρχει εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης και του πολέμου, η αγορά φαίνεται πως επιστρέφει σιγά - σιγά σε μια ισορροπία.
Η εξομάλυνση αυτή της αγοράς πότε την τοποθετείτε χρονικά;
Θα πάρει καιρό για να πούμε ότι η αγορά εξομαλύνθηκε. Ωστόσο με μια συμφωνία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ένα σχετικά ήπιο χειμώνα θεωρώ πως στα μέσα του 2023 η κατάσταση στην αγορά ενέργειας θα εξομαλυνθεί.
Δεύτερον πολλά θα εξαρτηθούν από το πόσο γρήγορα θα προχωρήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση στις υπόλοιπες επενδύσεις που έχουν να κάνουν με τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Πρόκειται για σημαντικές επενδύσεις που θα δώσουν ένα σήμα στις διεθνείς αγορές και θα αποκλιμακώσουν τις τιμές ενέργειας.
Το αρνητικό σενάριο;
Νομίζω πως είναι η καθυστέρηση στη λήψη αποφάσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Χωρίς κοινή πολιτική στο θέμα της ενέργειας η κάθε χώρα θα προσπαθεί μόνη της να συνάψει διμερείς συμφωνίες με εταιρείες προμήθειας ενέργειας. Η τιμή που θα εξασφαλιστεί με αυτόν τον τρόπο θα είναι σημαντικά υψηλότερη συγκριτικά με το αν υπάρξει μια κοινή πολιτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σε αυτό το πλαίσιο οι προϋπολογισμοί των χωρών θα συνεχίσουν να επιβαρύνονται με επιδοτήσεις, να υπενθυμίσω πως η Γερμανία επιδοτεί την οικονομία με 200 δισ. ευρώ. Αυτό μεταφράζεται σε επιβάρυνση των προϋπολογισμών, αυξημένες τιμές ενέργειας και βεβαίως το ενδεχόμενο της ύφεσης είναι πολύ πιθανό. Δεν μπορούμε για μεγάλο διάστημα να ζούμε με επιδόματα και να διογκώνουμε τα ελλείμματα των χωρών.
Η επιβάρυνση του προϋπολογισμού στην Ελλάδα;
Η αύξηση της επιβάρυνσης για τους προϋπολογισμούς πλήττει ευθέως την Ελλάδα που έχει μεγάλο έλλειμμα. Κάποια στιγμή δεν θα υπάρχει δημοσιονομικό περιθώριο για τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Επίσης δεν έχουμε επενδυτική βαθμίδα για να μπορούμε να δανειζόμαστε από τις αγορές. Ωστόσο προσωπική μου άποψη είναι πως δεν πρόκειται να φτάσουμε σε αυτό το σημείο και δεν θα ζήσουμε το «κακό» σενάριο.
Οίκοι αξιολόγησης βλέπουν ήπια ύφεση της ελληνικής οικονομίας το 2023. Ποια η άποψή σας;
Στην Ελλάδα πιστεύω ότι δεν θα έχουμε ύφεση. Και αυτό γιατί η χώρα μας έχει καλύτερα συγκριτικά στοιχεία και συνθήκες σε σχέση με χώρες της βόρειας Ευρώπης. Επίσης έχουμε πολύ καλύτερο ενεργειακό μείγμα και μειωμένη εξάρτηση από τη ρωσική ενέργεια. Πρέπει να αναφερθεί επίσης πως πέρυσι καταγράψαμε σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης και φέτος αναμένεται να συνεχιστούν οι θετικοί ρυθμοί.
Τα τουριστικά έσοδα παίζουν καταλυτικό ρόλο σε αυτό, καθώς η εξέλιξη του τουρισμού είναι πολύ θετική. Μόνο τον Αύγουστο εισπράχθηκαν 4 δισ. ευρώ και η τουριστική σεζόν έχε επιμηκυνθεί. Επιπροσθέτως τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης συμβάλλουν στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Τα οποία όμως έχουν καθυστερήσει σημαντικά και αυτό οφείλεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επομένως στην Ελλάδα πιστεύω ότι θα καταγράψουμε ανάπτυξη το 2022 και το 2023.
Σχετικά με το επενδυτικό κλίμα για τη χώρα. Έχει πράγματι αλλάξει;
Το Ταμείο Ανάκαμψης έχει πυροδοτήσει σημαντικό επενδυτικό ενδιαφέρον. Αλλά καταγράφεται επενδυτικό ενδιαφέρον σε τομείς που δεν σχετίζονται με το Ταμείο Ανάκαμψης. Δηλαδή οι ιδιώτες επενδυτές δεν έχουν «παγώσει» το ενδιαφέρον τους. Το γεγονός πως συνεχίζει να υπάρχει κινητικότητα, παρά τη δυσχερή οικονομική κατάσταση που μπορεί να διαμορφωθεί, για τους οικονομολόγους είναι ένα σήμα που δείχνει πως οι προσδοκίες είναι θετικές και όχι αρνητικές.
* Η Κωνσταντίνα Κοτταρίδη είναι Καθηγήτρια Οικονομικών Πανεπιστημίου Πειραιώς, Διευθύντρια Εργαστηρίου και Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών στη Βιοοικονομία, Κυκλική Οικονομία και Βιώσιμη Ανάπτυξη