Η πατριδοκαπηλία είναι ένας εύκολος χώρος αλίευσης υποστηρικτών στην Β. Ελλάδα. Η οικονομική, θεσμική και πολιτική κρίση ωθεί πολλούς πολίτες στη Μακεδονία να ψηφίζουν κόμματα με ακραία ιδεολογία και να υιοθετούν «μεσσιανικές» θεωρίες, όπως λέει στο Liberal ο επικοινωνιολόγος και σύμβουλος στρατηγικής Γρηγόρης Τσιμογιάννης. Το εκλογικό «τραύμα» της ΝΔ θα επουλωθεί μόνο αν η κυβέρνηση «ακούσει» αυτούς τους πολίτες και διαψεύσει τους φόβους τους ότι οι αλλαγές που συντελούνται στην οικονομία συμπεριλαμβάνουν και αυτούς.
Ειδικότερα, ο Γ. Τσιμογιάννης χαρακτηρίζει την αντιμετώπιση αυτής της παθογένειας «στοίχημα συνολικά για το πολιτικό σύστημα», τονίζοντας ότι «αυτή η παρεκτροπή, έστω κι αν προσωρινά μπορεί να ανασχεθεί, είναι απολύτως βέβαιο πως θα τη βρούμε μπροστά μας. Ό,τι σπέρνουμε σε αυτή τη χώρα, το θερίζουμε. Και, όσο το παραβλέπουμε ή αγνοούμε τις αιτίες που δημιουργούν αυτή την παρεκτροπή, τότε την ξαναζούμε με χειρότερη ένταση και ακόμη μεγαλύτερο κόστος».
Συνέντευξη στον Χρήστο Θ. Παναγόπουλο
Ποιοι παράγοντες ωθούν αρκετούς πολίτες σε περιοχές της Μακεδονίας να ψηφίζουν κόμματα με ακραία ιδεολογία; Γιατί συμβαίνει αυτό κατά την άποψή σας;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί και δεν είναι εύκολη και σίγουρα δεν μπορεί να είναι μονοδιάστατη. Μπορούμε να παρατηρήσουμε ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, τα οποία αφορούν το σύνολο της χώρας.
Το πρώτο στοιχείο που θα πρέπει κανείς να επισημάνει είναι ότι η χώρα, εδώ και αρκετά χρόνια, έχει περάσει μια πάρα πολύ επώδυνη «τριπλή» κρίση: Μια κρίση οικονομική, θεσμική και πολιτική. Άρα, έχουμε μια απονομιμοποίηση των θεσμών, με τους πολίτες να αισθάνονται ότι το σύστημα και το κράτος, όπως είχαν δομηθεί, είτε δεν μπόρεσε είτε δεν προσπάθησε να τους υπερασπιστεί. Με άλλα λόγια, οι πολίτες αισθάνονται ότι διαγράφουν μια μοναχική πορεία. Αυτό είναι ένα κοινό χαρακτηριστικό που μπορεί να εξηγήσει τη μετατόπιση των πολιτών σε μια ακραία πολιτική επιλογή.
Υπό το πρίσμα των όσων περιγράψατε, με ποιον τρόπο παρεισφρύει μια τέτοια ακραία και συχνά γραφική ιδεολογία σε τέτοιους είδους καταστάσεις;
Πολύ σωστά. Και οι τρεις λόγοι που αναφέρατε είναι πάρα πολύ κρίσιμοι, διότι μιλάμε για περιοχές με παραδοσιακές μορφές κοινωνικής και οικονομικής λειτουργίας. Είναι περιοχές, όπου παρατηρήσαμε ότι στο προηγούμενο οικονομικό παρασιτικό μοντέλο, ενώ για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα είχαν μπορέσει να βρουν ένα πλαίσιο λειτουργίας, η κρίση – που κατέστρεψε αυτό το παραγωγικό μοντέλο – ώθησε τους ανθρώπους που ζουν σε αυτές να υποστούν ένα μεγάλο σοκ. Το σοκ αυτό δεν ήταν μόνο οικονομικό, δεν επήλθε μόνο σε επίπεδο ανεργίας, αλλά ήταν κι ένα σοκ νοηματοδότησης της ζωής τους. Το να μην έχεις δουλειά, πέρα από την οικονομική επιβίωση, σου καθορίζει τον τρόπο ζωής και τον τρόπο αντίληψης. Είναι κάτι που σε συνθλίβει αυτό.
Άρα, αυτές οι περιοχές έζησαν με ένα πολύ μεγάλο και ισχυρό σοκ. Νομίζω, άλλωστε, πως όλοι θυμόμαστε τι συνέβη όταν η χώρα εισήλθε στα Μνημόνια, όταν για παράδειγμα η Θεσσαλονίκη έχασε μια κρίσιμη μάζα σε ό,τι αφορά τον δευτορεγενή παραγωγικό τομέα, όταν πολλές επιχειρήσεις από τον κλάδο της μεταποίησης, αναγκάστηκαν να φύγουν είτε σε όμορες χώρες στα Βαλκάνια είτε να μεταφέρουν την έδρα τους πιο κοντά στην Αθήνα. Όλη αυτή η κατάσταση αποδόμησε, κατέστρεψε ένα ολόκληρο οικοδόμημα που είχαν δημιουργήσει οι πολίτες των περιοχών αυτών και αφορούσε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόταν τη ζωή τους και τη συμμετοχή τους στην πρόοδο.
Υπό το πρίσμα των όσων περιγράψατε, με ποιον τρόπο παρεισφρύει μια τέτοια ακραία και συχνά γραφική ιδεολογία σε τέτοιους είδους καταστάσεις;
Υπάρχουν αρκετές εξηγήσεις ως προς αυτό που με ρωτάτε, όμως ας προσπαθήσουμε να καταγράψουμε κάποιες από αυτές που έχουν μεγαλύτερη αξία.
Το πρώτο στοιχείο είναι η αίσθηση της αδικίας και κατ' επέκταση της τιμωρίας. Όταν κάποιος αισθάνεται αδικημένος, όταν αισθάνεται πως επωμίζεται μεγαλύτερο κόστος από αυτό που του αναλογεί, τότε αυτό το θυμό του και το προσωπικό αδιέξοδο θα πρέπει να το εκφράσει με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Άρα, ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι οι εξτρεμιστικές αλλά και οι «μεσσιανικές» θεωρίες βρίσκουν πιο εύφορο πεδίο ώστε να αναπτυχθούν, όταν υπάρχει οικονομική, κοινωνική και θεσμική κρίση.
Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι μιλάμε για περιοχές, οι οποίες πέρα από την αποβιομηχάνιση, βρίσκονται αντιμέτωπες και με ένα χαμηλό απόθεμα σε επίπεδο υποδομών. Μια κοινωνία που βλέπει ότι βρίσκεται στο περιθώριο, που δεν βρίσκει ευκαιρίες – οπότε η ευκαιρία θα ήταν είτε να φύγει προς την Αθήνα ή το εξωτερικό – ή που αισθάνεται ότι όλο αυτό που συμβαίνει βαραίνει κυρίως εκείνες και δεν έχει από κάπου να πιαστεί. Εάν δεν μπορείς να πιαστείς από τα κόμματα, από την ιδεολογία σου ή από θεσμούς που μπορείς να πιστέψεις σε αυτούς, όπως για παράδειγμα η Εκκλησία, τότε αναζητείς αλλού να βρεις αυτό το χώρο και εκεί υπάρχουν άνθρωποι που εύκολα θα σου δώσουν είτε τη θεωρία συνωμοσίας είτε θα σου αναδείξουν το «μεγάλο κακό» είτε το «συνωμοσιολογικό σχέδιο», για να ερμηνεύσουν όσα συμβαίνουν. Όπου υπάρχει ο φόβος και ο πόνος, εκεί η λογική και ο ορθολογισμός υποχωρούν.
Εντούτοις, πέρα από τα οικονομικά χαρακτηριστικά, φαίνεται πως αρκετοί πολίτες στρέφονται σε ακραία κόμματα με γνώμονα κάποια συγκεκριμένα εθνικά ή ιδεολογικά στοιχεία. Για παράδειγμα, υπάρχουν κόμματα που χρησιμοποιούν τη Συμφωνία των Πρεσπών άλλοτε ως «τυράκι» κι άλλοτε ως «όπλο», για να περάσουν τα δικά τους μηνύματα και να προσελκύσουν ψηφοφόρους. Πώς το σχολιάζετε αυτό;
Υπάρχουν τρία χαρακτηριστικά ως προς αυτό. Το ένα είναι ότι βεβαίως σε τέτοιες περιόδους η πατριδοκαπηλία είναι ένας εύκολος χώρος αλίευσης υποστηρικτών.
Ωστόσο, εάν μείνουμε μόνο σε αυτό, θα έχουμε αδικήσει την πραγματικότητα και ειδικά τους ανθρώπους αυτούς που ελκύονται από τέτοιου είδους πολιτικές πρακτικές. Για να το εξηγήσουμε πιο απλά, το να βρίσκεσαι στο «κέντρο των Αθηνών» και να μην αντιλαμβάνεσαι τι σημαίνει να ζεις σε μια ακριτική περιοχή ή πώς βιώνεις τη σχέση σου με το εξωτερικό περιβάλλον και να τα θεωρείς όλα αυτά γραφικά, αυτό είναι το πρώτο λάθος. Και είναι λάθος, γιατί έτσι μεγαλώνεις την απόσταση και αυτός ο κυνισμός του κέντρου προς την περιφέρεια δημιουργεί απωθητικές στάσεις από την πλευρά των πολιτών.
Το τρίτο στοιχείο έχει να κάνει με το ότι τέτοιου είδους ζητήματα δεν μπορεί κανείς να τα προσπερνά με την ευκολία χρήσης ενός δίπολου «πατριώτες – προδότες», αλλά από την άλλη δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως αυτά είναι ζητήματα που απασχόλησαν το κεντρικό πολιτικό πεδίο και του πώς διαχειρίστηκε το πολιτικό σύστημα όλο αυτό. Όταν το πολιτικό σύστημα επιλέγει ακραίες συγκρούσεις στη λογική του «άσπρου – μαύρου», είτε αυτό αφορά την οικονομική κρίση και τα Μνημόνια, είτε αφορά τα εθνικά θέματα, είτε αφορά το κέντρο και την περιφέρεια, είτε ακόμη αφορά το δημόσιο και το ιδιωτικό, οι πολώσεις και το «άσπρο – μαύρο» ξέρουμε ότι αδικούν και δεν επιτρέπουν να ανθίσουν η δημιουργική σκέψη και η σύγκλιση, η συνεννόηση και ο συμβιβασμός.
Με βάση την εμπειρία σας, τι θα πρέπει να πράξει ένα κόμμα εξουσίας όπως η Νέα Δημοκρατία, ώστε να σταματήσει μια διαρροή ψηφοφόρων προς μικρότερα και ιδίως ακραία ή γραφικά κόμματα εν όψει των επικείμενων εκλογών;
Αυτό είναι ένα στοίχημα συνολικά για το πολιτικό σύστημα, γιατί αυτή η παρεκτροπή, έστω κι αν προσωρινά μπορεί να ανασχεθεί, είναι απολύτως βέβαιο πως θα τη βρούμε μπροστά μας. Ό,τι σπέρνουμε σε αυτή τη χώρα, το θερίζουμε. Και, όσο το παραβλέπουμε ή αγνοούμε τις αιτίες που δημιουργούν αυτή την παρεκτροπή, τότε την ξαναζούμε με χειρότερη ένταση και ακόμη μεγαλύτερο κόστος.
Αυτό το έχουμε δει πολλές φορές στο παρελθόν και δυστυχώς η ίδια η Ιστορία μας διδάσκει πως τελικά δεν διδασκόμαστε από τα λάθη μας.
Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι θα πρέπει να γίνει προσπάθεια να ακούσουμε αυτούς τους πολίτες. Το να τους βάλουμε μία ταμπέλα - «ψεκασμένοι», ακραίοι, εξτρεμιστές – μπορεί να μας βοηθά ψυχολογικά, αλλά δεν μας βοηθά στο να επιλύσουμε το πρόβλημα στην ουσία του. Εκεί κυρίως, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό, κι αυτό είναι ένα μεγάλο στοίχημα και για τα κόμματα εξουσίας και βεβαίως για την κυβέρνηση πολύ περισσότερο, να εγείρει λογικά επιχειρήματα αλλά και επιχειρήματα έργου και να διασκεδάσει πραγματικές ανησυχίες και φόβους κατά πόσον αυτή η πρόοδος που συντελείται σε πολλά πεδία ότι συμπεριλαμβάνει αυτούς τους πολίτες.
Με άλλα λόγια, αν ο πολίτης νιώσει ότι μια σειρά πολιτικών που μπορεί να παράγει γενικότερα οφέλη, δεν τον αφορούν κι αντιθέτως τον βάζουν ακόμα περισσότερο στο περιθώριο ή εξαντλούν κάθε πιθανότητα να ξαναμπεί κι αυτός στο παιχνίδι, τότε είναι βέβαιο ότι αυτή η τάση θα συνεχιστεί.
Εν κατακλείδι, πιστεύω ότι πρέπει εκείνοι που θέτουν τους κανόνες – εν προκειμένω οι πολιτικοί – να μπουν πραγματικά με μεγαλύτερο ενδιαφέρον, όχι απλώς να καταγράφουν τις τάσεις, αλλά να επιχειρούν να τις διαμορφώσουν. Αυτό σημαίνει να ακούν, να βλέπουν τα πραγματικά προβλήματα και να δίνουν πραγματικές απαντήσεις στο πλαίσιο του ρεαλισμού. Αλλά ο ρεαλισμός δεν μπορεί να είναι κυνισμός και δεν μπορεί να αγνοεί τις αγωνίες του συνόλου.
*Ο Γρηγόρης Τσιμογιάννης είναι επικοινωνιολόγος και σύμβουλος στρατηγικής