«Όταν μπολιάζεις την κοινωνία με το διχασμό, δεν μπορείς να περιμένεις ότι θα βγάλει έναν καρπό συναίνεσης και συνεννόησης». Αυτό υπογραμμίζει ο επικοινωνιολόγος και στρατηγικός αναλυτής, Γρηγόρης Τσιμογιάννης, μιλώντας στο Liberal.gr και αναφερόμενος στο επίπεδο της πολιτικής ρητορικής που εφαρμόζεται στις ημέρες μας. Συνέντευξη στον Χ. Θ. Παναγόπουλο.
Ο κ. Τσιμογιάννης εμφανίζεται απαισιόδοξος για το επίπεδο του πολιτικού λόγου, όπως αυτό εξελίσσεται ένα μήνα σχεδόν πριν από τις βουλευτικές εκλογές, ενώ παράλληλα στηλιτεύει την «εύκολη λύση» που επιλέγουν τα κόμματα να καταφεύγουν σε δίπολα διχασμού, γεγονός που δρα απωθητικά, ιδίως προς τις νέες γενιές πολιτών ως προς την ενασχόλησή τους με τα κοινά.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του Γρ. Τσιμογιάννη στο Liberal.gr
Κύριε Τσιμογιάννη, τις τελευταίες ημέρες η υπόθεση σεξουαλικής κακοποίησης και βιασμού μιας γυναίκας από ευρωβουλευτή, απασχολεί δικαίως και σε σημαντικό βαθμό τα ελληνικά ΜΜΕ αλλά και τη Δικαιοσύνη. Ωστόσο, η μεταφορά της συγκεκριμένης υπόθεσης σε πολιτικό επίπεδο βρίθει υπονοουμένων, διαρροών αλλά και τοξικότητας. Πώς σχολιάζετε την εξέλιξη αυτή, δεδομένου βρισκόμαστε ήδη στην αρχή της προεκλογικής περιόδου;
Δυστυχώς, κύριε Παναγόπουλε, όπως όλα δείχνουν, με την προεκλογική περίοδο να βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, δεν βλέπω ότι θα αποστούμε σε ό,τι αφορά τις συνήθεις πρακτικές της ακραίας πόλωσης και της τοξικότητας.
Από την άλλη πλευρά, οφείλει κανείς να σημειώσει ότι ένα τόσο σοβαρό γεγονός, που μένει – βεβαίως – να διερευνηθεί από την ελληνική Δικαιοσύνη, μπαίνει – και δυστυχώς δεν είναι η πρώτη φορά – σε μια λογική κομματικής αντιπαράθεσης. Και το χειρότερο, δεν είναι μόνο η τοξικότητα που το συνοδεύει, με τους δηλητηριώδεις υπαινιγμούς ένθεν κακείθεν, αλλά ότι τόσο σοβαρά γεγονότα, όπως αυτό της σεξουαλικής κακοποίησης στη γενική του διάσταση, χάνουν την αξία τους και τη σημασία τους, όταν γίνονται αντικείμενο κομματικών αντιπαραθέσεων και καθένας καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να βρίσκεται σε αυτό το πεδίο οποιαδήποτε κρίση.
Φαίνεται, ωστόσο, ότι η συγκεκριμένη υπόθεση ανέδυσε – για πολλοστή φορά – σημαντικά ζητήματα, όπως η προστασία της ιδιωτικότητας, το δικαίωμα στην λήθη σε ό,τι αφορά το Διαδίκτυο αλλά και η προστασία της προσωπικότητας. Με βάση την εμπειρία σας, τι θα πρέπει να πράξουν από εδώ και στο εξής δημοσιογράφοι, ΜΜΕ, αλλά και πολιτικοί, ώστε να προστατευθούν οι γυναίκες αλλά και ευάλωτες κοινωνικές ομάδες από τέτοιου είδους δημοσιεύσεις;
Αυτού του είδους τα ζητήματα, όπως καταλαβαίνετε, δεν μπορούν να λυθούν με ντιρεκτίβες, με οδηγίες και με ανακοινώσεις. Δεν έχουμε καν τη μηχανή του χρόνου, για να μπορούμε να γυρίσουμε πίσω και να αποκαταστήσουμε κάτι το οποίο έχει ήδη συμβεί. Γνωρίζουμε ότι το πρόβλημα της ιδιωτικότητας είναι, στις ημέρες μας, ιδιαίτερα μεγάλο και το οποίο, δυστυχώς, κανένα κράτος, καμιά κοινωνία δεν έχει μπορέσει να το διαχειριστεί.
Δεν υπάρχει η έννοια της ιδιωτικότητας, δυστυχώς και καθημερινά και παρά τις υποκριτικές κραυγές διαμαρτυρίας, όλοι σπεύδουν να την παραβιάσουν και να μην την προστατεύσουν, είτε αυτό αφορά τους πολιτικούς είτε τους δημοσιογράφους. Αλλά, για να είμαστε ειλικρινείς, αυτή είναι μια εμπεδωμένη πρακτική που ακουμπά όλα τα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας και γενικότερα όλων των κοινωνιών στον κόσμο.
Το Διαδίκτυο «έσπασε» αυτή τη διαδικασία κι αν στο παρελθόν αυτό μπορούσε να βρίσκεται σε ένα επίπεδο κουτσομπολιού ή σε επίπεδο «καφενείου», πλέον σήμερα γίνεται λόγος για ένα «παγκόσμιο χωριό» και τίποτε από όλα αυτά δεν σταματά. Γι' αυτό και υπάρχουν οι πρακτικές των fake news και της δολοφονίας χαρακτήρων, Γι' αυτό και υπάρχει μια ακραία πόλωση που θέλει να χωρίζει τα πράγματα σε «άσπρο – μαύρο», για να προσελκύει οπαδούς και όχι για να βοηθήσει στην κατανόηση της αλήθειας ή στη διερεύνηση κι άλλων οπτικών, που θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν να καταλάβουμε ποιες είναι οι αιτίες, οι αφορμές και τα γενεσιουργά γεγονότα που τα προκαλούν.
Αυτό, σήμερα, δεν συμβαίνει. Βρισκόμαστε πλέον σε ένα επίπεδο παγκόσμιας «ποδοσφαιροποίησης», να μοιραζόμαστε από τη μία και από την άλλη πλευρά, ανάλογα με τις αντιλήψεις μας, τις ιδέες μας, τις προκαταλήψεις μας, τα κόμπλεξ μας ή τα βιώματά μας.
Με βάση τα όσα αναφέρατε, μήπως αυτό το κλίμα τοξικότητας, διαρροών και υπονοουμένων έχει αρχίσει να ξενίζει τους πολίτες; Κι αν ναι, εκτιμάτε πως θα μπορούσε να λειτουργήσει ακόμη και ως αντικίνητρο για τους πολίτες ως προς να πάνε στην κάλπη, θεωρώντας ότι «στην πολιτική τίποτε δεν αλλάζει και όλοι είναι ίδιοι»;
Θα σας το πω πολύ απλά: Εάν δεν μπορείς να ανοίξεις μια πόρτα στο μέλλον, είναι πιο εύκολο να γυρνάς πίσω και να κοιτάς ξένες κλειδαρότρυπες, αλλά αυτό δεν σε πάει μπροστά. Αντιθέτως, σε εγκλωβίζει σε ένα βούρκο από τον οποίο δεν μπορείς να ξεφύγεις ποτέ.
Το δεύτερο που θα μπορούσα να πω είναι ότι στην πραγματικότητα – γιατί αυτά δεν τα ζούμε για πρώτη φορά – ενεργοποιούνται διάφορα τέτοια δίπολα που χωρίζουν τους ανθρώπους σε καλούς και κακούς, σε προδότες και πατριώτες, σε ορθολογιστές και «ψεκασμένους» και είναι ευκολοχώνευτα, αλλά στην πραγματικότητα δεν δίνουν καμία δυνατότητα να καταλάβει κανείς την πραγματικότητα.
Αναφέρεστε σε δίπολα διχασμού...
Ακριβώς! Είναι αυτή μια μανιχαϊστική προσέγγιση, η οποία είναι εύκολη, γιατί δεν απαιτεί κόπο. Το να βρίζεις ή το να πολώνεις δεν απαιτεί ιδιαίτερο διανοητικό κόπο, όσο το να ψάξεις να βρεις τα επιχειρήματά σου, να προσπαθήσεις να τα κάνεις ελκυστικά, να προσπαθήσεις να ανοίξεις τα αυτιά των ανθρώπων να σε ακούσουν και να τους πείσεις.
Ο ορθός λόγος, όσο κι αν κάποιοι τον επικαλούνται, σε αυτό το σημείο αποδομείται πλήρως. Το βέβαιο είναι ότι τα κόμματα, υιοθετώντας αυτές τις πρακτικές, στην πραγματικότητα εδώ και πολύ καιρό πριονίζουν το κλαδί πάνω στο οποίο κάθονται. Και αυτή την κρίση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στην ρήση που επαίρεται για τη Δημοκρατία, για την ελευθερία και την επικυριαρχία του ορθού λόγου, στην πραγματικότητα τη βλέπουμε να καταρρέει.
Αυτό ως εκ τούτου μας οδηγεί στο να βιώνουμε αυτή την απονομιμοποίηση, η οποία εμφανίζεται σε όλα τα δυτικά κράτη αλλά και στην Ελλάδα.
Έχουμε μπροστά μας σχεδόν ένα μήνα μέχρι τις εκλογές της 21ης Μαΐου. Μήπως πρέπει, τελικά, τα κόμματα, να προτάξουν αποκλειστικά στις προεκλογικές τους ατζέντες τα σοβαρά και σημαντικά ζητήματα της καθημερινότητας, όπως η οικονομία, η παιδεία, η υγεία και τα κοινωνικά δικαιώματα;
Σε ό,τι αφορά τα κοινωνικά δικαιώματα, εδώ έχουμε το εξής παράδοξο: Όταν μπαίνουν τα δικαιώματα στην «προκρούστεια κλίνη» του κομματικού συμφέροντος, ήτοι να ερμηνεύονται ανάλογα με το υποκείμενο και την κομματική τοποθέτηση – τι συμφέρει το κόμμα μας – τότε καταλαβαίνουμε ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για προστασία των δικαιωμάτων αλλά για την απονεύρωση και την καταπάτησή τους.
Ένα δεύτερο στοιχείο έχει να κάνει με το ότι είναι εύκολη αυτή η μανιέρα στην οποία προσφεύγουν τα κομματικά επιτελεία, είτε από αμηχανία είτε γιατί είναι μια εύκολη λύση. Όμως, τα τελευταία χρόνια και εξαιτίας των γεγονότων που περιγράψαμε και πιο πριν, ένα μεγάλο κομμάτι του εκλογικού σώματος έχει αποστασιοποιηθεί από τα κόμματα, όχι μόνο με την έννοια της απαξίωσης, γιατί αυτό είναι και μια υγιής αντίδραση, αλλά επειδή τα ίδια τα κόμματα βγάζουν τη δημοκρατία και την αξία της έξω από το περιβάλλον της κατανόησής τους. Δεν βλέπουν οι πολίτες τα κόμματα, δεν βλέπουν την πολιτική κι άρα δεν μπορούμε να μιλάμε απλά για απαξίωση.
Και βλέπουμε ότι οι νεότερες γενιές δείχνουν να απαξιώνουν για την πολιτική...
Υπό το πρίσμα αυτό, οι νεότερες γενιές πολιτών είναι προφανές ότι δεν δίνουν βάση σε όλα αυτά που γίνονται και γυρίζουν την πλάτη στην πολιτική. Κι ενώ πάμε σε μια εκλογική αναμέτρηση με απλή αναλογική, που τα διλήμματα δεν μπορεί να είναι τόσο ισχυρά και αποτελεσματικά, εάν δεν υπήρχε αυτό το περιβάλλον.
Δεδομένου ότι και οι Millenials αλλά και η Γενιά Ζ είναι αποστασιοποιημένες ούτως ή άλλως, οι προηγούμενες γενιές που έχουν υποστεί πολλαπλές ακυρώσεις τα τελευταία 15 χρόνια με τις αλλεπάλληλες κρίσεις, φαίνονται να είναι προβληματισμένες και να μη δημιουργούν προσδοκίες και αισθάνονται ότι έχασαν την ευκαιρία να ξαναμπούν στο παραγωγικό παιχνίδι. Για παράδειγμα, αυτό αφορά τους σημερινούς 40άρηδες που ήδη λόγω των κρίσεων έχασαν μια ολόκληρη δεκαετία από τη ζωή τους.
Άρα, με αυτή τη στάση, ενώ τα κόμματα αντιλαμβάνονται το πρόβλημα του να κινηθεί ο κόσμος με άλλες λογικές, επιλέγουν μια τακτική που απωθεί τους πολίτες ακόμη περισσότερο. Κι αυτό, γιατί πολώνει αυτούς που ήδη έχουν διαμορφωμένη τη θέση και απωθεί όλους τους υπόλοιπους. Αυτή, επιτρέψτε μου να πω, ότι είναι μια εξαιρετικά επικίνδυνη τακτική για τις επιδιώξεις τους.
Το δεύτερο στοιχείο είναι, επειδή δεν βάζουμε στην ατζέντα κάποια θέματα, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κι ότι δεν απασχολούν τους πολίτες στην καθημερινότητά τους – είτε πρόκειται για κοινωνικά θέματα, είτε για τον ρόλο του κοινωνικού κράτος, την οικονομία και την παιδεία. Όλα αυτά, επειδή δεν τα συζητάμε στην πολιτική, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κι ότι δεν επηρεάζουν εν τέλει τη στάση των πολιτών.
Να το πούμε αλλιώς: Ακόμη και να λειτουργήσουν, σε πρώτη φάση, για ένα κομμάτι του κοινού, κάποια διλήμματα και αυτές οι πολώσεις θα δημιουργήσουν το υπέδαφος, για να έχουμε αύξηση της συσπείρωσης, στην πραγματικότητα με αυτό το κλίμα, η επόμενη ημέρα θα έχει εξαντλήσει κάθε περιθώριο ανοχής, θα έχει οδηγήσει τον κόσμο στα ακραία μανιχαϊστικά δίπολα που περιγράψαμε και τότε αυτό που ονομάζουμε «σταθερότητα», θα είναι αδύνατο να προκύψει.
Ανεξαρτήτως εάν θα έχουμε κυβερνήσεις αυτοδύναμες ή συνεργατικές. Όταν μπολιάζεις την κοινωνία με το διχασμό, δεν μπορείς να περιμένεις ότι θα βγάλει έναν καρπό συναίνεσης και συνεννόησης.
Εν κατακλείδι, δημιουργούμε μια κοινωνία haters που ηδονίζεται να καταβαραθρώνει και να κατεδαφίζει σε όλα τα πεδία και άρα δεν κάνει τίποτε, ώστε να οικοδομήσει ένα καλύτερο αύριο, που ούτως ή άλλως δεν το έχει αυτή τη στιγμή. Και είναι αυτό, ακριβώς, που την εγκλωβίζει.