Είναι σαφές. Εκλογές που διεξάγονται πριν από τη συνταγματική λήξη της θητείας μιας κυβέρνησης είναι πρόωρες και θα πρέπει ο πρωθυπουργός να επικαλεστεί την ύπαρξη εθνικών λόγων. Συνεπώς είναι αδύνατον σήμερα ο Κυριάκος Μητσοτάκης να δηλώσει πως θα διενεργήσει εκλογές π.χ. τον Μάρτιο του 2023, καθώς οι εθνικοί λόγοι ούτε καν ως πρόσχημα δεν μπορεί να έχουν τετράμηνη διάρκεια. Πολύ απλά, θεσμικά, δεν μπορεί να γνωρίζει σήμερα αν θα υφίστανται εθνικοί λόγοι μετά από τέσσερις μήνες, έστω και αν η επίκλησή τους είναι τυπική. Σε αυτή την περίπτωση θα τον εγκαλούσαν για θεσμικό ατόπημα.
Συνεπώς, το μόνο θεσμικά ορθό είναι αυτό που πράττει ο πρωθυπουργός εφτά μήνες πριν από τη λήξη της θητείας της κυβέρνησης. Σιωπά. Αν έχει κάτι να πει, αυτό θα το πει όταν προκηρύξει πρόωρες εκλογές. Διαφορετικά ραντεβού τον Ιούλιο.
Πλέον σήμερα δεν υπάρχει εκλογικός αιφνιδιασμός. Όλα τα κόμματα είναι προετοιμασμένα για τις επερχόμενες εκλογές είτε αυτές γίνουν Απρίλιο είτε Ιούλιο. Συνεπώς η ημερομηνία των εκλογών τώρα απασχολεί τον μικρόκοσμο των πολιτικών σχολιαστών που τους δίνει τροφή για ένα ακόμα άρθρο. Γιατί κακά τα ψέματα, όταν μερικές ημέρες δεν έχουν γεγονότα άξια σχολιασμού, η ενασχόληση με την ημερομηνία των εκλογών είναι μια σίγουρη διέξοδος. Νάχαμε να λέγαμε.
Γράφονται διάφορα σχόλια στο πλαίσιο του «θεσμικά ορθού» πως θα πρέπει να υπάρχει συνταγματική κατοχύρωση της εξάντλησης της τετραετίας, ώστε να υπάρχει μια θεσμική και πολιτική σταθερότητα. Θεσμική σταθερότητα μπορεί να υπάρχει, αλλά η πολιτική σταθερότητα προϋποθέτει η εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία, όπως και αν σχηματίζεται, να έχει και την πολιτική νομιμοποίηση στο εκλογικό σώμα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι κυβερνήσεις που σχηματίστηκαν μετά την παραίτηση του Γεωργίου Παπανδρέου στις 15 Ιουλίου 1965. Την τρίτη φορά κατακτήθηκε η κοινοβουλευτική πλειοψηφία που βρισκόταν όμως σε πλήρη αναντιστοιχία με τη λαϊκή βούληση και έτσι η πατρίδα μας βίωνε μια παρατεταμένη πολιτική κρίση με τη γνωστή κατάληξη.
Καλώς ή κακώς -καλώς κατά τη γνώμη μου- στην Μεταπολιτευτική Ελλάδα η επιλογή του χρόνου τον εκλογών αποτελεί ένα πρωθυπουργικό προνόμιο, που είναι συμβατό και ενισχύει το πρωθυπουργοκεντρικό μοντέλο που ισχύει μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1986. Ένα μοντέλο που έχει αποτρέψει τις θεσμικές κρίσεις, δηλαδή τη σύγκρουση δύο πόλων εξουσίας, καθώς δεν υπάρχει δεύτερος πόλος. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει πολιτικές εξουσίες και δυνατότητα ουσιαστικής πολιτικής παρέμβασης, πλην της παραίτησής του.
Ανακεφαλαιώνοντας, σήμερα ο πρωθυπουργός είναι αδύνατον να ορίσει ημερομηνία πρόωρων εκλογών γιατί τότε διαπράττει θεσμικό ατόπημα. Θεωρητικά πάντα, η επίκληση εθνικών λόγων αφορά την τρέχουσα συγκυρία που γίνεται η επίκληση τους και δεν μπορεί να υπάρξει προχρονολόγηση τους.
Εμείς ας ασχολούμαστε με την παράθεση πιθανών ημερομηνιών για τις εκλογές και ας αφήσουμε στον πρωθυπουργό, που τεκμαίρεται πως έχει μια σφαιρικότερη εικόνα των καταστάσεων, αυτός να αποφασίσει πότε θα διεξαχθούν.