Αφιέρωμα-Ολυμπιακοί Αγώνες: Οι Έλληνες Ολυμπιονίκες 2000-2012

Αφιέρωμα-Ολυμπιακοί Αγώνες: Οι Έλληνες Ολυμπιονίκες 2000-2012

Αθανασία Τσουμελέκα

Το κορίτσι με τα τόσο εκφραστικά μάτια και το ζεστό χαμόγελο, που έκανε τους Έλληνες να... τρέχουν πρωί πρωί στο ΟΑΚΑ ή να «καρφώνονται» στις τηλεοράσεις τους, για να τη δουν να αντέχει στην πίεση των αντιπάλων της και να μπαίνει πρώτη μέσα στο στάδιο. Η Αθανασία Τσουμελέκα ήταν ένα από τα πιο απρόσμενα χρυσά μετάλλια των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, ίσως γιατί η Ελλάδα δεν είχε μάθει να έχει επιτυχίες στο βάδην και για την ίδια ήταν μια νίκη-άθλος.

Γεννήθηκε το 1982 στην Πρέβεζα και ξεκίνησε να ασχολείται με τις αντοχές και το βάδην στο σύλλογο της πόλης της, τον Αστέρα. Από νεαρή ηλικία έδειξε με τις επιδόσεις της ότι μπορεί να έρθει η μέρα που θα εξελιχθεί σε μια πρωταγωνίστρια του αγωνίσματος. Το 2000 ήταν 4η στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Εφήβων, το 2001 ήταν 2η στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Εφήβων και 4η στο Ευρωπαϊκό Κύπελλο του βάδην, το 2003 ήταν 1η στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Νέων Γυναικών. Όλα αυτά κάτι έλεγαν, ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, άσχετα αν ουδείς έστρεψε την προσοχή του σ'' αυτό το κορίτσι, πέρα από τους ειδικούς τους αθλήματος και φυσικά τον προπονητή της Νίκο Δημητριάδη.

Αυτή συνέχισε τη μοναχική της πορεία, με υπομονή, επιμονή και πίστη για δικαίωση της προσπάθειάς της, έχοντας ως κρυφό όνειρο την Ολυμπιακή διάκριση. Η 7η θέση στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 2003, ήταν το προμήνυμα, αλλά και το κίνητρο για να δουλέψει ακόμη πιο σκληρά. Και πλέον, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004, ήρθε η δικαίωση για τις θυσίες που είχε κάνει η ίδια και η οικογένειά της. Ξεκίνησε χωρίς τυμπανοκρουσίες την κούρσα των 20χλμ. βάδην, παρέμεινε σε όλη τη διαδρομή μέσα στο γκρουπ των πρωτοπόρων και στο 17ο χιλιόμετρο ξέφυγε μαζί με την Αυστραλέζα Τζέιν Σάβιλ και την Ρωσίδα Ολιμπιάδα Ιβάνοβα, που ήταν και το φαβορί του αγωνίσματος. Κάπου εκεί άρχισε να αισθάνεται πως οι δυνάμεις της φτάνουν σε οριακό σημείο, ωστόσο αποφάσισε να βγει μπροστά και να οδηγήσει την κούρσα.

Από εκείνη τη στιγμή και μετά, ξεκίνησε μια ονειρική πορεία προς τη δόξα και την αποθέωση, με τους Έλληνες δεξιά και αριστερά να την παροτρύνουν να συνεχίσει, να κρατηθεί στην κορυφή, να μην ρίξει το ρυθμό της, παρά την κούραση. Κι αυτή, στα τρία τελευταία χιλιόμετρα, πήρε δύναμη από τον κόσμο και συνέχισε ακάθεκτη προς το στάδιο. Η στιγμή της εισόδου της μέσα στο ΟΑΚΑ, θα μείνει για πάντα χαραγμένη σε όσους την έζησαν και πολύ περισσότερο στην ίδια την Τσουμελέκα. Σαράντα χιλιάδες θεατές ξεσηκώθηκαν και το στάδιο σείστηκε από τις ζητωκραυγές. Μια σκηνή, που θύμιζε κάτι από τη θρυλική είσοδο του μαραθωνοδρόμου Σπύρου Λούη, στο Παναθηναϊκό Στάδιο, πριν από 108 χρόνια.

Τα τελευταία εκατό μέτρα ήταν πλέον το χαλί προς την αιωνιότητα. Μέσα σε αποθέωση η Ελληνίδα πρωταθλήτρια τερμάτισε πρώτη με χρόνο 1:29:12, που ήταν πανελλήνιο ρεκόρ, αφήνοντας δεύτερη την Ιβάνοβα με χρόνο 1:29:16 και τρίτη την Σάβιλ με χρόνο 1:29:25. Έτσι, η Αθανασία Τσουμελέκα έγινε η πρώτη αθλήτρια που πέτυχε να ακουστεί ο εθνικός ύμνος της Ελλάδας μέσα στο ΟΑΚΑ, για Ολυμπιακούς Αγώνες.

Τα αμέσως επόμενα χρόνια τα αφιέρωσε στην προσωπική της ζωή. Παντρεύτηκε τον προπονητή της Νίκο Δημητριάδη και έγινε μητέρα, για να επανέλθει σε αγωνιστικούς ρυθμούς το 2007. Ένα χρόνο αργότερα, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου έδωσε πάλι το «παρών» στα 20χλμ. βάδην και είχε εξαιρετική παρουσία, καθώς τερμάτισε 9η, σημειώνοντας νέο πανελλήνιο ρεκόρ με 1:27.54. Το 2004 αναδείχθηκε κορυφαία Ελληνίδα αθλήτρια από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Αθλητικού Τύπου.

 

Φανή Χαλκιά

Η Φανή Χαλκιά ξεκίνησε τον αθλητισμό στη γενέτειρά της Λάρισα και από πολύ νωρίς αναγνωρίστηκε ως ένα από τα ταλέντα του στίβου, που άφηνε πολλές υποσχέσεις για το μέλλον. Παρ'' όλα αυτά, έφτασε στο σημείο να τον εγκαταλείψει και να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία. Αποφάσισε να επιστρέψει και από εκείνη τη στιγμή και μετά είχε εντυπωσιακή μεταμόρφωση, που την οδήγησε μέχρι την κορυφή του Ολυμπιακού βάθρου.

Γεννήθηκε το 1979 και αρχικά ήταν αθλήτρια του Πελασγού Λάρισας, ενώ αργότερα εντάχθηκε στον Ολυμπιακό. Το 2003 άρχισε να ξεδιπλώνει τις δυνατότητές της και να καταρρίπτει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, σε ανοιχτό και κλειστό στίβο στα 400μ. και στα 400μ. εμπόδια, που ήταν και το βασικό αγώνισμά της. Παραμονές των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004 έδειχνε πολύ δυνατή και δεν ήταν λίγοι αυτοί, που την έβλεπαν στον τελικό των 400μ. εμποδίων, αφού η εξέλιξή της μέσα σ'' ένα χρόνο ήταν εκπληκτική.

Από την πρώτη στιγμή των Αγώνων, η Φανή Χαλκιά φρόντισε να τους δικαιώσει. Στον προκριματικό πέτυχε νέο πανελλήνιο ρεκόρ με 53.85 και στον ημιτελικό έκανε όλη την Ελλάδα να σηκωθεί στο πόδι, με το 52.77 που ήταν νέο Ολυμπιακό ρεκόρ. Πλέον στο πρόσωπό της οι Έλληνες άρχισαν να βλέπουν το τρίτο χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο, στην ιστορία του γυναικείου στίβου. Και στον τελικό η Λαρισαία πρωταθλήτρια επιβεβαίωσε πάλι τα προγνωστικά.

Σ'' ένα κατάμεστο ΟΑΚΑ, που έτριζε από τις ιαχές, η Χαλκιά σίγουρη για τον εαυτό της, ξεκίνησε αμέσως δυνατά των κούρσα, καθώς ήξερε πως είχε τις δυνάμεις να αντέξει. Στην τελική ευθεία μπήκε πρώτη και συνέχισε να «καλπάζει» μέχρι τον τερματισμό, αφήνοντας τις υπόλοιπες τέσσερα και πλέον μέτρα πίσω της. Με χρόνο 52.82 κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο, γνωρίζοντας μοναδικές στιγμές αποθέωσης από τον κόσμο. Δεύτερη τερμάτισε η Ρουμάνα Ιονέλα Τιρλέα με 53.38 και τρίτη η Ουκρανή Τατιάνα Τέρετσιουκ-Αντίποβα με 53.44.

Ακόμη, στους Αγώνες της Αθήνας ήταν μαζί με τις Χαρά Μπουντά, Χρύσα Γκουντενούδη, Δήμητρα Ντόβα, στέλεχος της ομάδας σκυταλοδρομίας 4x400μ., που πέρασε στον τελικό και πήρε την 8η θέση με χρόνο 3:45.70.

Το 2006, πάντα στα 400μ. εμπόδια, κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα. Το 52.77 παραμένει πανελλήνιο ρεκόρ, ενώ είναι κάτοχος του πανελληνίου ρεκόρ των 400μ., τόσο στον ανοιχτό στίβο με 50.56 όσο και στον κλειστό με 51.68, επιδόσεις που επίσης σημείωσε το 2004.

 

Αναστασία Κελεσίδου

Στην Αθήνα το 2004 η Αναστασία Κελεσίδου έγινε χρονικά η πρώτη αθλήτρια στην ιστορία της Ελλάδας, που κατέκτησε δεύτερο Ολυμπιακό μετάλλιο σε οποιοδήποτε άθλημα, ασημένιο κι αυτό, όπως το πρώτο. Γεννήθηκε το 1972 στη Θεσσαλονίκη, εντάχθηκε στον Γ.Σ. Ηρακλής και υπήρξε επί σειρά ετών μια από τις κορυφαίες και πιο σταθερές δισκοβόλους του κόσμου.

Με ύψος 1.92μ., αρχικά ασχολήθηκε με το βόλεϊ, όμως στη συνέχεια αφοσιώθηκε στον κλασσικό αθλητισμό και το ταλέντο της έλαμψε για πρώτη φορά το 1994, όταν ήρθε δεύτερη στους Πανευρωπαϊκούς Αγώνες Νέων. Την ίδια χρονιά έγινε η πρώτη Ελληνίδα που έσπασε το φράγμα των 60μ. στη δισκοβολία. Έκτοτε είχε συνεχώς ανοδική πορεία, απανωτές νίκες στα Πανελλήνια Πρωταθλήματα και κυριάρχησε στο αγώνισμά της.

Το 1997 πήρε το χρυσό μετάλλιο στους Μεσογειακούς Αγώνες, το 1999 το ασημένιο μετάλλιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Σεβίλλης, το 2001 το χάλκινο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του Έντμοντον, το 2003 το ασημένιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στο Παρίσι, ενώ το 2002 ήταν τρίτη στους Πανευρωπαϊκούς Αγώνες του Μονάχου.

Το 1996 πήρε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα, αλλά δεν κατάφερε να προκριθεί στον τελικό της δισκοβολίας, καθώς στον προκριματικό έμεινε στο 59.60. Τέσσερα χρόνια αργότερα, πήγε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ ως ένα από τα φαβορί για μια θέση στο βάθρο των νικητών της δισκοβολίας και αποφασισμένη να δικαιώσει όσους της έδιναν τον τίτλο αυτό. Και το κατάφερε, καθώς στην πρώτη προσπάθεια στον τελικό πέτυχε βολή 65.71 και κατέκτησε το αργυρό μετάλλιο. Το χρυσό πήρε η τρίτη Ολυμπιονίκης της Ατλάντα Ελίνα Ζβέρεβα, από τη Λευκορωσία με βολή 68.40 και το χάλκινο η Ίρινα Γιατσένκο, επίσης από τη Λευκορωσία, με βολή 65.20.

Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004 και μπροστά στο ελληνικό κοινό, η Κελεσίδου επανέλαβε την επιτυχία της. Με βολή 66.68 στον τελικό της δισκοβολίας, κατέκτησε πάλι το αργυρό μετάλλιο. Το χρυσό πήρε η Ναταλία Σάντοβα από τη Ρωσία με βολή 67.02 και το χάλκινο η Ίρινα Γιατσένκο από τη Λευκορωσία με βολή 66.17.

 

Μιρέλα Μανιάνι

Η Μιρέλα Μανιάνι γεννήθηκε το 1976 στο Δυρράχιο και όταν στα μέσα της δεκαετίας του ''90 ήρθε στην Αθήνα, έγινε σχεδόν αμέσως η μεγάλη πρωταγωνίστρια του γυναικείου ακοντισμού, άξια συνεχιστής της παράδοσης που είχε δημιουργήσει η Ελλάδα στο αγώνισμα με την Άννα Βερούλη και τη Σοφία Σακοράφα. Αθλήτρια του Ολυμπιακού, που συνδύαζε με τρόπο εκπληκτικό τη δύναμη και την τεχνική, κατάφερε από το 1999 και μετά να διαπρέψει σε όλες τις μεγάλες διοργανώσεις.

Εκείνη τη χρονιά το «αστέρι» της έλαμψε στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Σεβίλλης, όπου κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο, με βολή 67.09, που τότε ήταν παγκόσμιο ρεκόρ. Στην ίδια διοργάνωση πήρε πάλι το χρυσό μετάλλιο το 2003 στο Παρίσι, ενώ ήταν δεύτερη το 2001 στο Έντμοντον. Το 2002 στο Μόναχο κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο Eυρωπαϊκό Πρωτάθλημα.

Όμως τα πιο σημαντικά μετάλλια στην τόσο πλούσια συλλογή της στον ακοντισμό είναι αυτά που κατέκτησε στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Στο Σίδνεϊ το 2000 πέταξε το ακόντιό της στα 67.51, σημείωσε πανελλήνιο ρεκόρ που διατηρείται μέχρι σήμερα και πήρε τη δεύτερη θέση. Πρώτη ήταν η σπουδαία Νορβηγίδα ακοντίστρια Τρίνε Χάτεσταντ, που λίγο πριν τη δύση της λαμπρής καριέρας της αγωνίστηκε για να πάρει το μοναδικό χρυσό μετάλλιο που έλειπε από τη συλλογή της και το κατάφερε με βολή 68.91. Τρίτη ήταν η Οσλέιντις Μενέντεζ από την Κούβα, με βολή 66.18.

Στην Αθήνα το 2004 η Μανιάνι, αντιμετώπισε προβλήματα τραυματισμών, ωστόσο κατάφερε να τηρήσει την υπόσχεσή της και να ανέβει πάλι στο βάθρο των νικητών του ακοντισμού και μάλιστα με τρόπο συγκλονιστικό. Στην έκτη προσπάθεια η Γερμανίδα Στέφι Νέριους έριξε το ακόντιο στα 65.82, πέρασε στη δεύτερη θέση και έβγαλε προς στιγμήν τη Μανιάνι έξω από το βάθρο των νικητών. Όμως η Ελληνίδα πρωταθλήτρια δεν το έβαλε κάτω. Στην τελευταία της προσπάθεια έριξε βολή 64.29 και πήρε το χάλκινο μετάλλιο από την Τσέχα Νίκολα Μπρεϊσκοβα, που είχε 64.23. Το χρυσό κατέκτησε η Κουβανή Οσλέιντις Μενέντεζ, με βολή 71.53, που αποτελούσε νέο Ολυμπιακό ρεκόρ.

Έτσι η Μανιάνι έγινε η δεύτερη Ελληνίδα αθλήτρια, που κατέκτησε δεύτερο Ολυμπιακό μετάλλιο, καθώς η Αναστασία Κελεσίδου στους ίδιους Αγώνες, προηγήθηκε χρονικά. Ακόμη αναδείχθηκε το 2003 κορυφαία αθλήτρια της Ελλάδας από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Αθλητικού Τύπου.

 

Χρυσοπηγή Δεβετζή

Η παράδοση που δημιούργησαν στο τριπλούν στη χώρα μας, η Όλγα Βασδέκη και η Παρασκευή Τσιαμήτα, βρήκε άξια συνεχιστή στο πρόσωπο της Χρυσοπηγής Δεβετζή, η οποία εξελίχθηκε σε κορυφαία τριπλουνίστρια της Ελλάδας και μια από τις καλύτερες στον κόσμο. Γεννήθηκε το 1976 στην Αλεξανδρούπολη και ως αθλήτρια ξεκίνησε από την ενόργανη γυμναστική πριν την «μαγνητίσουν» ο στίβος και τα άλματα. Διέθετε εξαιρετική τεχνική και μεγάλη αλτικότητα, πάνω απ'' όλα όμως το πείσμα που απαιτεί ο πρωταθλητισμός και μ'' αυτά τα στοιχεία άρχισε να διακρίνεται στο αγώνισμα, πετυχαίνοντας νίκες σε Πανελλήνια και Βαλκανικά Πρωταθλήματα.

Το 2004 ήταν η χρονιά της απ'' όλες τις πλευρές. Ξεκίνησε με το χάλκινο μετάλλιο που κατέκτησε στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα κλειστού στίβου, που έγινε στη Βουδαπέστη, και κατέληξε με το ασημένιο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας.

Η Δεβετζή μπήκε από την αρχή με τρόπο εντυπωσιακό, καθώς στον προκριματικό του τριπλούν πέτυχε με την πρώτη προσπάθεια άλμα 15.32, που ήταν πανελλήνιο ρεκόρ. Στον τελικό, έδειξε σε κάθε άλμα πως απολαμβάνει τον αγώνα της, παρέσυρε και τον κόσμο σ'' αυτή τη διάθεση και στο τέλος απόλαυσε την αποθέωση, καθώς με 15.25 πήρε το ασημένιο μετάλλιο. Το χρυσό κατέκτησε η Φρανσουάζ Μπανγκό-Ετονέ από το Καμερούν με 15.30 και το χάλκινο η Τατιάνα Λεμπέντεβα από τη Ρωσία με 15.14.

Τις επόμενες χρονιές παρέμεινε σταθερά σε υψηλό επίπεδο και η μια επιτυχία διαδέχθηκε την άλλη. Πάντα στο τριπλούν, το 2005 πήρε το χάλκινο μετάλλιο στους Μεσογειακούς Αγώνες, το 2006 το ασημένιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, το 2007 το χάλκινο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Οζάκα και το 2008 το ασημένιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα κλειστού στίβου. Ακόμη, το 2006 στο Παγκόσμιο Κύπελλο που διεξήχθη στο ΟΑΚΑ, πήρε τη 2η θέση στο τριπλούν και την 3η θέση στο μήκος.

Έτσι, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου το 2008, ήταν πλέον ένα από τα φαβορί του αγωνίσματος και το απέδειξε με την κατάκτηση ενός ακόμη μεταλλίου. Στον προκριματικό του τριπλούν «πέτυχε» 14.92 με την πρώτη προσπάθεια και πέρασε με άνεση στον τελικό. Εκεί, σ' έναν συγκλονιστικό αγώνα, όπου έξι αθλήτριες πέρασαν τα 15 μέτρα, η Χρυσοπηγή Δεβετζή κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο με επίδοση 15.23, που πέτυχε στην δεύτερη προσπάθεια. Η πρώτη ήταν στα 14.96, ενώ οι άλλες τέσσερις ήταν άκυρες, καθώς ρίσκαρε για να πετύχει το μεγάλο άλμα. Όπως στην Αθήνα το 2004, έτσι και στο Πεκίνο, η Φρανσουάζ Μπανγκό-Ετονέ από το Καμερούν κατέκτησε το χρυσό με 15.39, ενώ η Ρωσίδα Τατιάνα Λεμπέντεβα πήρε το ασημένιο με 15.32.

Η Χρυσοπηγή Δεβετζή κατέχει το πανελλήνιο ρεκόρ του τριπλούν και στον κλειστό στίβο, με επίδοση 14.89 που πέτυχε το 2008. Τέσσερις διαδοχικές χρονιές (2005, 2006, 2007, 2008) αναδείχθηκε κορυφαία αθλήτρια της Ελλάδας από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Αθλητικού Τύπου.


 

Μιχάλης Μουρούτσος

Παρ'' όλο που είχε δώσει δείγματα του ταλέντου του και της αξίας του σε διεθνείς διοργανώσεις, ωστόσο η νίκη του στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ το 2000 αποτέλεσε ευχάριστη έκπληξη για όλους τους Έλληνες, που διαπίστωσαν ότι η Ελλάδα μπορεί να έχει μεγάλες διακρίσεις και σε αθλήματα, όπου δεν διαθέτει σπουδαία παράδοση, όπως είναι το ταεκβοντό.

Ο Μιχάλης Μουρούτσος γεννήθηκε το 1980 στην Αθήνα και ως αθλητής εντάχθηκε στον Α.Σ. Δάφνης. Η πρώτη του διάκριση ήρθε στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Εφήβων το 1997, όπου στην κατηγορία των 56 κιλών πήρε το χάλκινο μετάλλιο. Στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα το 2000, λίγους μόλις μήνες πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες, κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο.

Μ'' αυτή την επιτυχία στις αποσκευές του και οπλισμένος με αποφασιστικότητα και θέληση, πήγε στο Σίδνεϊ και στην κατηγορία των 58 κιλών άρχισε να εντυπωσιάζει με τις εμφανίσεις του. Αρχικά νίκησε τον Αιγύπτιο Αμπάντα με 5-0 στα σημεία, στη συνέχεια τον Χιουνγκ Χουάνγκ από την Κινεζική Ταϊπέι με 2-1 και στα ημιτελικά αντιμετώπισε και νίκησε τον Αργεντινό Αλμπέρτο Ταραμπουρέλι με 2-1. Στον τελικό τέθηκε αντιμέτωπος με τον Ισπανό Γκαμπριέλ Εσπάρθα και βρέθηκε να χάνει 1-0, αλλά τον νίκησε 4-2, και μέσα σε αποθέωση αναδείχθηκε «χρυσός» Ολυμπιονίκης. Το χάλκινο μετάλλιο κατέκτησε ο Τσι Χσιουνγκ Χουάνγκ από την Κινεζική Ταϊπέι.

Αθλητής, που τα έδινε όλα μέσα στον αγώνα, ο Μουρούτσος ήταν «παρών» και στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004, πάλι στην κατηγορία των 58 κιλών. Αρχικά νίκησε τον Ουσαντάτε Σουτικουνκάρν από την Ταϊλάνδη με 5-2, αλλά στη συνέχεια έχασε από τον Αιγύπτιο Ταμέρ Μπαγιούμι με 8-2 και αποκλείστηκε.

 

Ηλίας Ηλιάδης

Έγινε «χρυσός» Ολυμπιονίκης πριν κλείσει τα 18 του χρόνια και μάλιστα σ'' ένα άθλημα, που η Ελλάδα δεν έχει παράδοση, το τζούντο. Ο Ηλίας Ηλιάδης γεννήθηκε το 1986 στην Αχμέτα της Γεωργίας, ενώ το 2002 πήρε την ελληνική υπηκοότητα και εντάχθηκε στον Φίλιππο Αμύνταιου. Με το ταλέντο του και τη ρώμη του, δημιούργησε μέσα σε δύο χρόνια, ένα σπάνιο βιογραφικό για την ηλικία του και μια πλούσια συλλογή μεταλλίων, από μεγάλες διοργανώσεις.

Αγωνιζόμενος στην κατηγορία των -73 κιλών, το 2002 κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Εφήβων και λίγο καιρό αργότερα το χάλκινο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Νέων και το χρυσό στο Βαλκανικό Νέων. Την επόμενη χρονιά πήρε το χρυσό στο Ευρωπαϊκό Κύπελλο Νέων και πάλι το χρυσό στο Βαλκανικό.

Στις αρχές του 2004 άλλαξε κατηγορία και πέρασε στα -81 κιλά, αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να συνεχίσει τις επιτυχίες του, καθώς κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα ανδρών. Και όταν ήρθε η ώρα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, μπήκε στο τατάμι με μοναδικό σκοπό να κατακτήσει το πιο σημαντικό μετάλλιο απ'' όλα. Το κατάφερε, κερδίζοντας τον ένα αντίπαλο μετά τον άλλο. Αρχικά αντιμετώπισε τον Αυστραλό Μόργκαν Έντικοτ Ντέιβις και χρειάστηκαν μόλις τρία λεπτά για να τον αποκλείσει με ippon. Στη συνέχεια αναμετρήθηκε με τον Αργεντινό Αριέλ Σγκάνγκα, ο οποίος 1,5 λεπτό πριν από το τέλος, αποχώρησε τραυματίας κι ενώ ο Ηλίαδης κέρδιζε στα σημεία. Στα προημιτελικά χρειάστηκε λίγος περισσότερος χρόνος, για να κάμψει την αντίσταση του Κορεάτη Γιουνγκ Βου Κβον, όμως τον κέρδισε στην παράταση με κόκα.

Απέμεναν δύο αγώνες μέχρι την τελική νίκη και τη δόξα. Και στους δύο, δεν του πήρε περισσότερο από τρία λεπτά για να νικήσει τους αντιπάλους του και μάλιστα με ippon. Αρχικά στον ημιτελικό τον Ρώσο Ντμίτρι Νοσόφ και στη συνέχεια στον τελικό τον Ουκρανό Ρόμαν Γκόντιουκ. Ήταν η στιγμή, που ο Ηλίας Ηλίαδης περνούσε στο πάνθεο των «χρυσών» Ολυμπιονικών, αφήνοντας το ασημένιο μετάλλιο στον Νοσόφ και το χάλκινο να το «μοιράζονται» ο Γκόντιουκ και ο Βραζιλιάνος Φλάβιο Κάντο.

Το 2004 αναδείχθηκε κορυφαίος τζουντόκα της Ευρώπης από την EJU. Τα επόμενα χρόνια πρόσθεσε κι άλλους τίτλους στο βιογραφικό του. Το 2005 και το 2007 κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, ενώ στο ενδιάμεσο (2006) πήρε κι ένα χρυσό στο Ευρωπαϊκό Νέων. Το χρυσό μετάλλιο κατέκτησε και στους Μεσογειακούς Αγώνες του 2005.

Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου το 2008 ήταν ο σημαιοφόρος της ελληνικής ομάδας, όμως η παρουσία του σταμάτησε στον πρώτο αγώνα, καθώς στην κατηγορία των -90 κιλών ηττήθηκε με Ippon από τον Ολλανδό Μαρκ Χουϊζίνγκα. Επανήλθε δυναμικά κι έτσι δύο απανωτές χρονιές, το 2010 και το 2011 κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο Παγκόσμιο πρωτάθλημα, το 2009 το χάλκινο και το 2011 το χρυσό στο Ευρωπαϊκό, το 2009 το χρυσό στους Μεσογειακούς Αγώνες, το 2010 αναδείχθηκε για δεύτερη φορά κορυφαίος Ευρωπαίος αθλητής του τζούντο, ενώ το 2011 κορυφαία αθλητική προσωπικότητα του τζούντο στην Ευρώπη.

Μεγάλος στόχος πλέον ήταν ένα δεύτερο Ολυμπιακό μετάλλιο στους Αγώνες του Λονδίνου το 2012, πάντα στην κατηγορία των -90 κιλών και το πέτυχε. Στον Α' προκριματικό γύρο επικράτησε του Σλοβάκου Μίλαν Ραντλ και πήρε την πρόκριση για τη φάση των «16», όπου αντιμετώπισε τον Λιθουανό Κάρολις Μπάουζα και τον νίκησε. Ωστόσο στα προημιτελικά ηττήθηκε από τον Ρώσο Κίριλ Ντενίσοφ και έτσι μπήκε στην διαδικασία της «δεύτερης ευκαιρίας» (ρεπεσάζ). Όμως ο Ηλιάδης δεν άφησε την ήττα αυτή να τον επηρεάσει. Μέσα του υπήρχε η καρδιά του Ολυμπιονίκη και συνέχισε ακάθεκτος τη διαδρομή του έως το βάθρο. Με... τυπικές διαδικασίες επικράτησε του Αυστραλού Μαρκ Άντονι και στον τελικό των ρεπεσάζ νίκησε τον Βραζιλιάνο Τιάγκο Καμίλο και κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο. Το χρυσό πήρε ο Νοτιοκορεάτης Ντάε Ναμ Σονγκ και το ασημένιο ο Κουβανός Άσλεϊ Γκονζάλες.

Το 2013 ήταν 3ος στο Παγκόσμιο πρωτάθλημα, το 2014 αναδείχθηκε πάλι παγκόσμιος πρωταθλητής και το 2015 ήταν 3ος στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα. Το 2014 αναδείχθηκε κορυφαίος Έλληνας αθλητής από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Αθλητικού Τύπου. Θα είναι παρών και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2016 στο Ρίο Ντε Τζανέιρο.

 

Αλέξανδρος Νικολαΐδης

Ένα παλικάρι 2 μέτρα, έκανε όλη την Ελλάδα να ανατριχιάσει στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ, όταν πήγαινε για ένα μετάλλιο στο ταεκβοντό και έσπασε το πόδι του την ώρα του αγώνα. Τέσσερα χρόνια μετά, ο Αλέξανδρος Νικολαΐδης, έδωσε και πάλι το «παρών» στους Ολυμπιακούς Αγώνες κι αυτή τη φορά έκανε όλη την Ελλάδα να φουσκώσει τα στήθια της από περηφάνια, καθώς κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο. Μια τετραετία αργότερα, στο Πεκίνο, πιστοποίησε την παγκόσμια κλάση του ανεβαίνοντας και πάλι στο βάθρο των νικητών.

Γεννήθηκε το 1979 στη Θεσσαλονίκη και ανήκε στον Α.Σ. Μέγας Αλέξανδρος. Άρχισε να ασχολείται με το άθλημα το 1992. Από τη μια μεριά το ύψος του (είναι ακριβώς 2μ.) και από την άλλη η εκπληκτική ευκινησία του, αλλά και η άριστη τεχνική του, τον έκαναν ανίκητο στην Ελλάδα και σιγά-σιγά άρχισε να διακρίνεται και σε διεθνείς διοργανώσεις.

Το 1996 ήρθε πρώτος στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Εφήβων και πρώτος στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Εφήβων, ενώ πρώτος ήρθε και στο Ευρωπαϊκό Εφήβων το 1997. Εκείνη τη χρονιά αναδείχθηκε και Βαλκανιονίκης. Το 1998 ήρθε τρίτος στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα ΣΙΣΜ και αμέσως μετά έβαλε στόχο τη διάκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ το 2000. Μετείχε στην κατηγορία των 80 κιλών και αρχικά προκρίθηκε επί του Ρέιβενσκροφτ από τη Νότια Αφρική, όμως στα προημιτελικά κόντρα στον Κολομβιανό Κάστρο, έσπασε το πόδι του και αναγκάστηκε να μείνει δύο χρόνια μακριά από την αγωνιστική δράση.

Ο Έλληνας πρωταθλητής δεν το έβαλε κάτω. Όταν επανήλθε στους αγώνες, δούλεψε σκληρά, θυσίασε τα πάντα και άρχισε να ξαναβρίσκει τον καλό του εαυτό, κάτι που φάνηκε και στην Πανεπιστημιάδα του 2004, όπου πήρε την 1η θέση. Έτσι στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας εμφανίστηκε ως ένα από τα φαβορί για το μετάλλιο στην κατηγορία των 80 κιλών και δικαίωσε τα προγνωστικά. Σε όλες τις αναμετρήσεις ήταν εντυπωσιακός. Με «χορευτικές» κινήσεις νίκησε τον Κολομβιανό Ρόχας Ριβέρα με 7-3 στα σημεία, τον Μαροκινό Αμπντεκαντέρ Ζρουρί με 5-2 στα σημεία και στον ημιτελικό τον Ιορδανό Ιμπραϊμ Καμάλ με 6-3 στα σημεία. Όσο περνούσε η ώρα και «κατατρόπωνε» τους αντιπάλους του, ο κόσμος πλημμύριζε το κλειστό στάδιο του Φαλήρου. Όταν έφτασε η ώρα του μεγάλου τελικού, σείστηκε η εξέδρα από 7.000 φιλάθλους. Αυτός ο ενθουσιασμός κάπου παρέσυρε τον Νικολαϊδη, που μπήκε επιθετικά στον αγώνα και το πλήρωσε. Μια κλοτσιά του Κορεάτη Ντάε Σουνγκ Μουν, πενήντα δευτερόλεπτα πριν από τη λήξη του α'' γύρου, τον έθεσε νοκ άουτ.

Όμως οι μεγάλοι αθλητές είναι μεγάλοι σε όλα. Λίγα λεπτά αργότερα κι ενώ ο κόσμος αποδοκίμαζε τον Κορεάτη, ο Νικολαϊδης τον έδειξε με το χέρι του, αναγνωρίζοντας την ανωτερότητά του, για να ξεσπάσει ο κόσμος σε χειροκροτήματα. Οι δύο Ολυμπιονίκες αποχώρησαν αγκαλιασμένοι από το τερέν, σε μία από τις ωραιότερες σκηνές των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Το χάλκινο μετάλλιο κατάκτησε ο Γάλλος Πασκάλ Ζεντί.

Το 2008 κατέκτησε το χρυσό στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα και λίγους μήνες αργότερα, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου, η προσπάθειά του για ένα μετάλλιο στην κατηγορία των 80 κιλών υπήρξε συγκλονιστική από την αρχή έως το τέλος. Στον προκριματικό γύρο τέθηκε αντιμέτωπος με τον Αρμάν Τσιλμάνοφ από το Καζακστάν, τον νίκησε 4-3 και προκρίθηκε στα προημιτελικά, όπου αναμετρήθηκε με τον Μαροκινό Αμπντελκαντέρ Ζρουρί. Νίκησε 5-4 και προχώρησε στα ημιτελικά. Εκεί, με καθοριστικό χτύπημα στην εκπνοή του αγώνα, ο Νικολαϊδης νίκησε 3-2 τον Νιγηριανό Τσίκα Τσουμκουμερίζε και πέρασε στον τελικό, όπου αντιμετώπισε τον Νοτιοκορεάτη Ντονγκ Μιν Τσα.

Παρ'' όλο που ο Έλληνας πρωταθλητής προηγήθηκε 2-0, βρέθηκε να χάνει 4-2, ωστόσο κατάφερε να ισοφαρίσει. Όμως, μία ολιγωρία του στα τελευταία δευτερόλεπτα τού στοίχισε τη νίκη. Ο Ντονγκ Μιν Τσα διαμόρφωσε το τελικό 5-4 και ο Νικολαϊδης κατέκτησε το δεύτερο ασημένιο μετάλλιο σε τρεις παρουσίες του σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Τα χάλκινα μετάλλια πήραν οι Αρμάν Τσιλμάνοφ (Καζακστάν) και Τσίκα Τσουκουμερίτζε (Νιγηρία).

Την ίδια χρονιά αναδείχθηκε κορυφαίος Έλληνας αθλητής από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Αθλητικού Τύπου, ενώ το 2010 πρόσθεσε άλλο ένα μετάλλιο από μεγάλη διοργάνωση στην τόσο πλούσια συλλογή του, καθώς πήρε το χάλκινο στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα. Σε αναγνώριση της μεγάλης αξίας και προσφοράς του ήταν ο σημαιοφόρος της ελληνικής ομάδας στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου το 2012, όπου έκλεισε και τον σπουδαίο κύκλο του ως αθλητής. Στην κατηγορία των 80 κιλών, ηττήθηκε στον προκριματικό γύρο από τον Τούρκο Μπαχρί Τανρικουλού με 7-3 και αποκλείστηκε καταλαμβάνοντας την 11η θέση.

 

Έλλη Μυστακίδου

Η Ελισάβετ (Έλλη) Μυστακίδου γεννήθηκε το 1977 στα Γιαννιτσά, έγινε αθλήτρια του Α.Σ. Φιλίππου Γιαννιτσών και ξεκίνησε να ασχολείται με το ταεκβοντό το 1989. Από πολύ νωρίς κυριάρχησε στις εγχώριες διοργανώσεις και αναδείχθηκε 14 φορές πανελληνιονίκης στα Πρωταθλήματα νεανίδων και γυναικών. Το 1993 άρχισε να διακρίνεται και σε διεθνές επίπεδο.

Εκείνη τη χρονιά ήρθε τρίτη στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα και τρίτη στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα. Το 1995 ήρθε πρώτη στο Ευρωπαϊκό Κύπελλο, ενώ το 1997, το 1998 και το 2000 κατέκτησε το Βαλκανικό Πρωτάθλημα. Οι επιτυχίες της συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια. Το 2000 κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα και το 2002 πήρε το ασημένιο. Ακόμη το 2000 πήρε το χάλκινο μετάλλιο στο Παγκόσμιο Κύπελλο, ενώ το χάλκινο μετάλλιο κατέκτησε δύο φορές και στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, το 2001 και το 2003.

Από την τόσο πλούσια συλλογή της, έλειπε το μετάλλιο των Ολυμπιακών Αγώνων και στην Αθήνα το 2004 το κατέκτησε κι αυτό. Αγωνίστηκε στην κατηγορία των 67 κιλών και μέχρι τον τελικό νίκησε διαδοχικά τη Βερίνα Γουιόνγκι από τη Νέα Ζηλανδία με 4-0, τη Χάιντι Χουάρεζ από τη Γουατεμάλα με 6-4 και τη Μαρί Ριβέρο από τις Φιλιππίνες με 3-2. Στον τελικό αντιμετώπισε την Κινέζα Βέι Λιούο, σ'' έναν από τους πιο συγκλονιστικούς αγώνες της διοργάνωσης. Οι δύο φιναλίστ ήταν ισοδύναμες και αυτό φάνηκε από τη διακύμανση του σκορ. Στον α'' γύρο η Λιούο προηγήθηκε 2-1, στο β'' γύρο η Μυστακίδου ανέτρεψε την κατάσταση και προηγήθηκε 4-3 και στον γ'' γύρο τα πάντα κρίθηκαν στις λεπτομέρειες, με την Κινέζα να κερδίζει τελικά 7-6 στα σημεία, λίγα δευτερόλεπτα πριν από τη λήξη.

Έτσι, η Έλλη Μυστακίδου πήρε το ασημένιο μετάλλιο, μέσα σε αποθέωση από τις έξι και πλέον χιλιάδες κόσμου, που πήγαν να της συμπαρασταθούν. Το χάλκινο μετάλλιο κατέκτησε η Κιουνγκ Σουν Χουάνγκ από την Κορέα.

Η Ελληνίδα πρωταθλήτρια έλαβε μέρος και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου το 2008, πάλι στην κατηγορία των 67 κιλών, αλλά αποκλείστηκε από τον πρώτο αγώνα, όπου αντιμετώπισε την Ασουνσιόν Οκάσιο Ροντρίγκες από το Πουέρτο Ρίκο και ηττήθηκε 1-0.

 

Αμιράν Καρντάνοφ

Ο Αμιράν Καρντάνοφ γεννήθηκε στην Οσετία της Ρωσίας το 1976, ασχολήθηκε από μικρός με την πάλη και το 1995 ήρθε στην Ελλάδα και εντάχθηκε στον Ηρακλή Περιστερίου. Πήρε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα το 1996, στην κατηγορία των 52 κιλών της ελευθέρας πάλης, όμως δεν κατάφερε να διακριθεί. Έκανε δύο ήττες και κατετάγη 16ος. Ωστόσο από εκείνη τη στιγμή και μετά, η εξέλιξή του υπήρξε ραγδαία.

Η πρώτη μεγάλη διάκριση σε διεθνές επίπεδο ήρθε το 1998, με την κατάκτηση του χάλκινου μεταλλίου στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, ενώ το 2001 στην ίδια διοργάνωση κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο. Στο ενδιάμεσο όμως είχε σημειώσει τη μεγαλύτερη επιτυχία της καριέρας του.

Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ το 2000, πήρε μέρος στην κατηγορία των 54 κιλών της ελευθέρας πάλης και βρέθηκε σε εκπληκτική κατάσταση. Τόσο, ώστε στην προκριματική φάση κατάφερε να μην παραχωρήσει ούτε σημείο στους αντιπάλους του. Νίκησε διαδοχικά τον Μολδαβό Ραϊλεάν με 4-1, τον Ιρανό Κερμάνι με 7-0 και τον Ζουμπαγιάν από τη Μογγολία με 10-0. Έτσι πέρασε στον ημιτελικό, όπου κλήθηκε να αντιμετωπίσει τον Ναμίγκ Αμπντουλάγιεφ από το Αζερμπαϊτζάν. Το άσχημο για τον Έλληνα αθλητή ήταν ότι βρέθηκε πολύ σύντομα να χάνει 5-1 στα σημεία. Στη συνέχεια προσπάθησε να ξαναμπεί στο παιχνίδι και μείωσε σε 5-3, αλλά ήταν πλέον αργά. Αποκλείστηκε από τον τελικό και πλέον έπρεπε να παλέψει με τον Γκερμάν Κοντόγεφ από τη Λευκορωσία, για την τρίτη θέση. Σε μια συγκλονιστική αναμέτρηση, ο Καρντάνοφ βρέθηκε να χάνει 4-2 στα σημεία, 52 δευτερόλεπτα πριν από τη λήξη. Κάπου εκεί αφυπνίστηκε, βρήκε το κουράγιο να αντιδράσει και να νικήσει με 5-4. Έτσι ο Έλληνας παλαιστής κρέμασε το χάλκινο μετάλλιο στο στήθος του. Το χρυσό πήρε ο Ναμίγκ Αμπνουλάγιεφ και το αργυρό ο Αμερικανός Σάμουελ Χένσον.

Ο Καρνάνοφ έλαβε μέρος και στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004, στα 55 κιλά της ελευθέρας πάλης και πήρε την 4η θέση. Έκανε τρεις νίκες στον προκριματικό, πέρασε «μπάι» από τον προημιτελικό, ηττήθηκε στον ημιτελικό από τον Ρώσο Μπατίροφ, όπως και στον μικρό τελικό με 7-0 στα σημεία από τον Ιάπωνα Τανάμπε.

Σε Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα, πέρα από το χάλκινο το 1998 και το ασημένιο το 2001, έχει κατακτήσει ακόμη ένα ασημένιο το 2003 και ένα χάλκινο το 2006.

 

Αρτιόμ Κιουρεγκιάν

Ο Αρτιόμ Κιουρεγκιάν γεννήθηκε το 1976 στο Λινικανάν της Αρμενίας από Ελληνίδα μητέρα και ξεκίνησε να ασχολείται το 1982 με την πάλη και ειδικότερα την ελληνορωμαϊκή. Στην Ελλάδα ήρθε στα μέσα της δεκαετίας του ''90 και αρχικά εντάχθηκε στο σύλλογο Ποντίων Αγίας Βαρβάρας και στη συνέχεια στον Ολυμπιακό.

Πεισματάρης αθλητής, με εξαιρετική δύναμη και πολύ καλή τεχνική, κυριάρχησε στα Πανελλήνια πρωταθλήματα, κατακτώντας την πρώτη θέση τρία συνεχή χρόνια (2001, 2002, 2003). Το 2004 ξεκίνησε με μια μεγάλη διεθνή επιτυχία, καθώς κατέκτησε τη δεύτερη θέση στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της ελληνορωμαϊκής πάλης.

Λίγους μήνες αργότερα μπήκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας αποφασισμένος να ανέβει στο βάθρο των Ολυμπιονικών. Στην κατηγορία των 55 κιλών της ελληνορωμαϊκής πάλης, νίκησε διαδοχικά και μάλιστα χωρίς να παραχωρήσει σημείο, τον Δανό Χαακάν Νίμπλομ με 3-0, τον Ουράν Καλίλοφ από το Κιργκιστάν με 4-0 και τον Κινέζο Γιανγκ Σενγκ με 3-0. Στον ημιτελικό αντιμετώπισε τον Ρώσο Γκουεϊντάρ Μαμαντέλιεφ και παρ'' όλο που προηγήθηκε 2-0, ηττήθηκε με 3-1. Έτσι βρέθηκε να παλεύει στον μικρό τελικό με τον Ουκρανό Αλέξι Βακουλένκο.

Ο Κιουρεγκιάν δεν ήθελε με τίποτα να χάσει το χάλκινο μετάλλιο και δεν άφησε κανένα περιθώριο αντίδρασης στον αντίπαλό του. Τον νίκησε 6-1 και αναδείχθηκε τρίτος Ολυμπιονίκης. Το χρυσό μετάλλιο κατέκτησε ο Ούγγρος Ίστβαν Μάγιαρος και το ασημένιο ο Ρώσος Γκουεϊντάρ Μαμαντέλιεφ.


 

Σοφία Μπεκατώρου-Αιμιλία Τσουλφά

Τα «χρυσά» κορίτσια της ελληνικής ιστιοπλοϊας κατάφεραν να γράψουν τη δική τους ιστορία στο άθλημα, που είχε δώσει παλαιότερα μεγάλες επιτυχίες στην Ελλάδα, όμως πάντα με «αντρικά πανιά». Η Σοφία Μπεκατώρου και η Αιμιλία Τσουλφά ήταν εδώ και χρόνια οι κορυφαίες στην κλάση τους, όμως οι ίδιες έδειχναν σαν να μην τους είναι αρκετό αυτό, όσο δεν κατακτούσαν την κορυφή σε Ολυμπιακούς Αγώνες.

Στο Σίδνεϊ το 2000 πήραν τη 14η θέση στα 470 και μαζί πήραν τις εμπειρίες που χρειάζονταν. Στη συνέχεια δούλεψαν σκληρά με στόχο το 2004 και τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Ειδικά η Σοφία Μπεκατώρου δεν επέτρεψε ούτε στο σοβαρό τραυματισμό της στη μέση, που προέκυψε μόλις ένα τρίμηνο πριν από τους Αγώνες, να τους στερήσει τη συμμετοχή. Σφίγγοντας τα δόντια κατάφεραν να ξεπεράσουν και αυτή τη δυσκολία και όταν πλέον έφτασε η στιγμή, έδειξαν από την αρχή πως ήταν αποφασισμένες να μη χάσουν με τίποτα το χρυσό μετάλλιο.

Με τρομερή αυτοπεποίθηση, ως πλήρωμα στο διθέσιο σκάφος 470, πήραν «κεφάλι» από την 1η ιστιοδρομία, τερμάτισαν πέντε φορές στην πρώτη θέση και τρεις φορές στη δεύτερη, με αποτέλεσμα να εξασφαλίσουν τη νίκη από τη 10η ιστιοδρομία. Έτσι δεν χρειάστηκε να αγωνιστούν στην 11η και τελευταία, καθώς από τη θάλασσα του Άγιου Κοσμά είχαν ήδη κατακτήσει την κορυφή του Ολύμπου με 38 βαθμούς. Στη δεύτερη θέση έμειναν οι Ισπανίδες Ναταλία Βία Ντουφρένσε και Σάντρα Αθόν με 62 βαθμούς και στην τρίτη θέση οι Σουηδέζες Τερέζε Τόργκερσον και Βεντέλα Ζάχρισον με 63 βαθμούς.

Η Αιμιλία Τσουλφά γεννήθηκε στην Αθήνα το 1973 και ήταν αθλήτρια του Ιστιοπλοϊκού Ομίλου Πειραιώς. Ξεκίνησε την ιστιοπλοϊα το 1985 στην κατηγορία Όπτιμιστ, το 1987 πέρασε στην κατηγορία 420 και το 1994 άρχισε να αγωνίζεται στην κλάση 470. Έλαβε μέρος και στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα το 1996, όπου στα 470 μαζί με την Κατερίνα Καλούδη πήραν τη 17η θέση κι αυτή ήταν η πρώτη συμμετοχή της ελληνικής ιστιοπλοϊας στις γυναίκες.

Η Σοφία Μπεκατώρου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977, αθλήτρια του Ν.Ο. Τζιτζιφιών Καλλιθέας και πτυχιούχος ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Ξεκίνησε και αυτή την ιστιοπλοϊα το 1985 στην κατηγορία Ότιμιστ και στη συνέχεια πέρασε στο μονοθέσιο σκάφος Γιούροπ, όπου και παρέμεινε μέχρι το 1997.

Οι Μπεκατώρου και Τσουλφά ενώθηκαν σε πλήρωμα το 1997 με προπονητή τον αθόρυβο Ηλία Μυλωνά. Από τότε και μέχρι το 2004 κατέκτησαν όλα τα Πανελλήνια πρωταθλήματα. Σε διεθνές επίπεδο έχουν κατακτήσει τέσσερις φορές το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα (2000, 2001, 2002, 2003) και τρεις φορές το Ευρωπαϊκό (2000, 2001, 2002), ενώ μια φορά πήραν την 3η θέση (1998). Το 2002 και το 2004 η Διεθνής Ομοσπονδία της ιστιοπλοϊας τις ανέδειξε κορυφαίες γυναίκες ιστιοπλόους στον κόσμο.

Μετά τους Αγώνες του 2004 η Σοφία Μπεκατώρου άλλαξε κατηγορία και πέρασε στα Ίνγκλινγκ, για να γράψει άλλη μια «χρυσή» σελίδα στην ιστορία της ελληνικής ιστιοπλοϊας. Το 2007 πήρε το χάλκινο μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα και το 2008 έλαβε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου, με πλήρωμα τη Σοφία Παπαδοπούλου και τη Βιργινία Κραβαριώτη. Οι τρεις Ελληνίδες, κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, άρχισαν μετά την 4η ιστιοδρομία να ανεβαίνουν στη γενική κατάταξη, κατάφεραν μετά την 7η να μπουν σε τροχιά μεταλλίου και μέχρι την τελική ιστιοδρομία να κρατηθούν στην τρίτη θέση, που τους έδωσε το χάλκινο μετάλλιο με 48 βαθμούς. Το χρυσό πήραν οι Βρετανίδες Σάρα Άιτον, Σαρα Γουέμπ, Πίπα Γουίλσον με 24 βαθμούς και το ασημένιο οι Ολλανδές Μάντι Μούλντερ, Ανεμίκε Μπες, Μέρελ Βίτεβιν με 33 βαθμούς.

Η Σοφία Παπαδοπούλου γεννήθηκε το 1983 και το 2008 στο Πεκίνο συμμετείχε για πρώτη φορά σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Το 2002 στην κατηγορία 420 κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο στο Παγκόσμιο πρωτάθλημα και το 2007 στα Ίνγκλινγκ το χάλκινο στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, μαζί με την Μπεκατώρου.

Η Βιργινία Κραβαριώτη γεννήθηκε το 1984 και έλαβε μέρος και στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004, όπου πήρε την 9η θέση στην κατηγορία Γιούροπ. Μετά το 2008 οι Παπαδοπούλου και Κραβαριώτη συνέχισαν να αγωνίζονται μαζί στα 470.

Η Σοφία Μπεκατώρου θα δώσει το παρών και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2016 στο Ρίο Ντε Τζανέιρο και μάλιστα θα γίνει η πρώτη γυναίκα σημαιοφόρος της ελληνικής αποστολής. Αυτή τη φορά θα αγωνιστεί στα Nacra 17 μαζί με τον Μιχάλη Πατενιώτη.

 

Θωμάς Μπίμης-Νίκος Συρανίδης

Μέσα σε μια βραδιά, ο Θωμάς Μπίμης και ο Νίκος Συρανίδης, έκαναν όλη την Ελλάδα να στρέψει την προσοχή της σ'' ένα άθλημα που μάλλον αγνοούσε. Το χρυσό μετάλλιο που κατέκτησε το ελληνικό δίδυμο στις καταδύσεις στην Αθήνα, ήταν το πρώτο χρονικά και σίγουρα το πιο απρόσμενο απ'' όλα, αλλά ίσως αυτός ήταν και ο λόγος που οι Έλληνες το χάρηκαν και αποθέωσαν τους δύο καταδύτες.

Οι Μπίμης και Συρανίδης είχαν πάρει μέρος και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ το 2000, αλλά δεν είχαν καταφέρει να προκριθούν στον τελικό του ατομικού τραμπολίνο από 3 μέτρα, όπου μετείχαν. Αυτό κάπου τους απογοήτευσε αρχικά, όπως και οι αντιξοότητες που συνάντησαν στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας τους για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, όμως κατάφεραν να ξεπεράσουν τα όποια εμπόδια παρουσιάστηκαν και να συνεχίσουν με πείσμα και αγάπη γι'' αυτό που έκαναν, ώστε να είναι παρόντες στη μεγάλη γιορτή του 2004. Και όχι μόνο κατάφεραν να δώσουν το «παρών», αλλά και να σφραγίσουν τους Αγώνες με τη συμμετοχή τους.

Στις συγχρονισμένες καταδύσεις από 3 μέτρα, πήραν συνολικά 353,34 βαθμούς, κατέκτησαν την πρώτη θέση στη γενική κατάταξη και μαζί κατέκτησαν και το χρυσό μετάλλιο. Στη δεύτερη θέση έμειναν οι Γερμανοί Αντρέας Βελς, Τομπίας Σέλενμπεργκ με 350,01 βαθμούς και στην τρίτη θέση οι Αυστραλοί Ρόμπερτ Νιούμπερι, Στίβεν Μπάρνετ με 349,59 βαθμούς.

Ο Θωμάς Μπίμης γεννήθηκε το 1975 στην Αθήνα και ήταν αθλητής του ΔΑΣ Δραπετσώνας. Ο Νίκος Συρανίδης γεννήθηκε το 1976 στην Αθήνα και ήταν αθλητής του ΑΝΟ Γλυφάδας. Είχε πάρει μέρος και στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα το 1996, στο τραμπολίνο από 3 μέτρα, αλλά δεν είχε καταφέρει να διακριθεί, ενώ στους Αγώνες της Αθήνας το 2004 μετείχε ατομικά και στον βατήρα από 3 μέτρα, επίσης χωρίς διάκριση. Ως δίδυμο των καταδύσεων πήραν την 3η θέση στο Ευρωπαϊκό Κύπελλο του 2003-04.

 

Βασίλης Πολύμερος, Νίκος Σκιαθίτης-Δημήτρης Μούγιος

Η ελληνική κωπηλασία έζησε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004 την πρώτη ιστορική στιγμή από τη δημιουργία της και τέσσερα χρόνια αργότερα στο Πεκίνο ανέβηκε ακόμη πιο ψηλά. Και τις δύο φορές με τον Βασίλη Πολύμερο στα κουπιά του σκάφους, αλλά την πρώτη με παρτενέρ τον Νίκο Σκιαθίτη και τη δεύτερη τον Δημήτρη Μούγιο.

Στην Αθήνα το 2004, στο διπλό σκιφ ελαφρών βαρών, οι Πολύμερος και Σκιαθίτης ήταν πρώτοι στον προκριματικό με 6:15.21 και δεύτεροι στον ημιτελικό με 6:17.12. Ο τελικός ήταν μια κούρσα γεμάτη αγωνία, που κρίθηκε στα τελευταία 500 μέτρα. Μέχρι τα 1.500μ. το ελληνικό πλήρωμα βρισκόταν στην τέταρτη θέση, πίσω από τους Πολωνούς, τους Γάλλους και τους Δανούς. Όμως η ελληνική ψυχή μίλησε στο τέλος. Παρά την κούραση από την προσπάθεια, οι Πολύμερος και Σκιαθίτης βρήκαν το κουράγιο να ανεβάσουν το ρυθμό τους, άντλησαν δύναμη και από τους χιλιάδες θεατές, που παρά το πρωινό της ώρας πήγαν στον Σχοινιά για να τους συμπαρασταθούν, και στο τέλος κατάφεραν να περάσουν το πλήρωμα της Δανίας και να τερματίσουν στην τρίτη θέση (6:23.23), κατακτώντας το χάλκινο μετάλλιο μέσα σε έξαλλους πανηγυρισμούς. Την πρώτη θέση πήραν οι Πολωνοί Τόμας Κουχάρσκι, Ρόμπερτ Σουτζ (6:20.93), που ήταν «χρυσοί» Ολυμπιονίκες και στο Σίδνεϊ, και τη δεύτερη θέση οι Γάλλοι Φρεντερίκ Ντουφούρ, Πασκάλ Τουρόν (6:21.46).

Κατά τη διάρκεια της απονομής, ο Βασίλης Πολύμερος «έσπασε». Δεν άντεξε και ξέσπασε σε λυγμούς, βλέποντας τη γαλανόλευκη σημαία να ανεβαίνει στον Ολυμπιακό ιστό, καθώς ήταν γι'' αυτόν η δικαίωση μιας ζωής, όπως και η στιγμή του γύρου του θριάμβου με το μετάλλιο στο στήθος, όταν οι χιλιάδες Έλληνες, που ήταν στην κερκίδα, άρχισαν να τραγουδούν τον εθνικό ύμνο.

Τέσσερα χρόνια αργότερα, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου, πάντα στο διπλό σκιφ ελαφρών βαρών, ο Βασίλης Πολύμερος και ο Δημήτρης Μούγιος, ανέβηκαν ένα σκαλί ψηλότερα. Οι δύο Έλληνες κωπηλάτες ήταν δεύτεροι στον προκριματικό με 6:16.10 και πρώτοι στον ημιτελικό με 6:24.61. Στον τελικό βρέθηκαν από την αρχή μέσα στην πρώτη τριάδα, κατάφεραν να κρατήσουν τη δεύτερη θέση έως τον τερματισμό κι με χρόνο 6:11.72 κατέκτησαν το ασημένιο μετάλλιο, πίσω από τους Βρετανούς Ζακ Πέρτσες, Μαρκ Χάντερ (6:10.99), που πήραν το χρυσό, και μπροστά από τους Δανούς Μαντς Ρέινχολντ Ρασμούσεν, Ράσμους Νικολάι Κουίστ Χάνσεν (6:12.45), που πήραν το χάλκινο.

Ο Βασίλης Πολύμερος γεννήθηκε το 1976 στο Βόλο, είναι λιμενικός, αρχικά ανήκε στον ΟΕΑ ΝΑΒ και μετά στον Ολυμπιακό. Είναι παντρεμένος με την Χρύσα Μπισκιτζή, που επίσης έχει γράψει τη δική της ιστορία στην ελληνική κωπηλασία κι έχουν δύο κορούλες. Η διαδρομή του, από την ημέρα που ξεκίνησε να κωπηλατεί μέχρι την διπλή Ολυμπιακή νίκη, ήταν μεγάλη, δύσκολη και η άνοδος έγινε βήμα-βήμα. Είχε λάβει μέρος σε άλλους δύο Ολυμπιακούς Αγώνες, πάντα στο διπλό σκιφ ελαφρών βαρών, το 1996 στην Ατλάντα, όπου μαζί με τον Γιάννη Κουρκουρίκη πήραν τη 10η θέση και το 2000 στο Σίδνεϊ, όπου μαζί με τον Παναγιώτη Μηλιώτη πήραν την 8η θέση. Πέρα από τα Ολυμπιακά μετάλλια, έχει φέρει κι άλλες επιτυχίες στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν το χρυσό μετάλλιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα το 2005 (πρώτο για τα ελληνικά κουπιά) στο μονό σκιφ ελαφρών βαρών, το ασημένιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα το 2007 και το 2009, το ασημένιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα το 2007 και το χρυσό στους Μεσογειακούς Αγώνες το 2005.

Ο Νίκος Σκιαθίτης γεννήθηκε το 1981 στο Βόλο και ήταν αθλητής του ΟΕΑ ΝΑΒ. Το 1999 πήρε την 1η θέση στο Βαλκανικό Πρωτάθλημα και την 5η θέση στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Εφήβων. Το 2001 πήρε τη 2η θέση στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα ΦΙΖΑ και την 3η θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο ΦΙΖΑ. Με τον Πολύμερο ενώθηκε σε πλήρωμα το 2002 και μαζί του κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στους Μεσογειακούς Αγώνες το 2005.

Ο Δημήτρης Μούγιος γεννήθηκε το 1981 στην Αθήνα, ανήκει στον Ν.Ο. Πόρου και με τον Πολύμερο ενώθηκε σε πλήρωμα το 2006. Έτσι, πήρε μαζί του τα δύο ασημένια μετάλλια στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα το 2007 και στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα την ίδια χρονιά, ενώ ως δίδυμο αναδείχθηκαν το 2008 κορυφαία ομάδα της Ελλάδας από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Αθλητικού Τύπου.

 

Αλεξάνδρα Τσιάβου-Χριστίνα Γιαζιτζίδου

Τα δύο κορίτσια της κωπηλασίας έγιναν στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου το 2012, οι πρώτες Ελληνίδες που κατέκτησαν Ολυμπιακό μετάλλιο στο άθλημα αυτό. Στο διπλό σκιφ ελαφρών βαρών, η Αλεξάνδρα Τσιάβου και η Χριστίνα Γιαζιτζίδου, ήδη δύο φορές παγκόσμιες πρωταθλήτριες, ξεκίνησαν στον προκριματικό με άνεση και πήραν την 1η θέση με 7:03.66, στον ημιτελικό πέρασαν ως 2ες στη σειρά τους με 7:09.01 και στον τελικό, μετά από μια συγκλονιστική κούρσα, κατάφεραν να πάρουν την 3η θέση με 7:12.09 και να κατακτήσουν το χάλκινο μετάλλιο. Το χρυσό πήραν οι Βρετανίδες Κάθριν Κόουπλαντ, Σόφι Χόσκινγκ (7:09.30), ενώ το ασημένιο οι Κινέζες Ξο Ντονγκξιάνγκ, Γουενί Χουάνγκ (7:11.93).

Για την Τσιάβου αυτή ήταν η δεύτερη παρουσία σε τελικό σε δύο Ολυμπιακές διοργανώσεις, καθώς είχε λάβει μέρος και στους Αγώνες του Πεκίνου το 2008, όπου μαζί με την Χρύσα Μπισκιτζή στο διπλό σκιφ ελαφρών βαρών είχαν πάρει την 6η θέση.

Η Αλεξάνδρα Τσιάβου γεννήθηκε στα Ιωάννινα το 1985 και είναι απόφοιτος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, ενώ υπηρετεί στο Πυροσβεστικό Σώμα. Την πρώτη συμμετοχή στην Εθνική ομάδα την έκανε το 2001. Το 2006 και το 2007 κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο Παγκόσμιο πρωτάθλημα Νέων και έκτοτε έχει προσθέσει στη συλλογή της δύο χρυσά (2009, 2011) και δύο χάλκινα (2006, 2010) σε Παγκόσμια πρωταθλήματα και πέντε χρυσά σε Ευρωπαϊκά πρωταθλήματα (2007, 2008, 2009, 2010, 2011), ενώ ήταν 1η στους Μεσογειακούς αγώνες του 2009. Δύο φορές, το 2009 και το 2010 αναδείχθηκε κορυφαία αθλήτρια της Ελλάδας από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Αθλητικού Τύπου.

Η Χριστίνα Γιαζιτζίδου γεννήθηκε το 1989 στην Καστοριά και έκανε την πρώτη εμφάνιση στην Εθνική ομάδα το 2004. Το 2007 ήταν 3η στο Παγκόσμιο Νέων και το 2008 ήταν 2η. Σε Παγκόσμια πρωταθλήματα έχει κατακτήσει το χρυσό το 2009 και το 2011 και το χάλκινο το 2010. Σε Ευρωπαϊκά πρωταθλήματα έχει κατακτήσει το χρυσό το 2009, 2010 και 2011. Το 2009 κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο και στους Μεσογειακούς αγώνες.

 

Εθνική Υδατοσφαίρισης Γυναικών

Τα 13 κορίτσια της γυναικείας Εθνικής ομάδας υδατοσφαίρισης ήταν τελικά αυτά, που σήκωσαν στην Αθήνα το 2004 το βάρος των ομαδικών αθλημάτων της Ελλάδας και ανέβασαν την ελληνική σημαία στο βάθρο των νικητών. Η Εθνική ομάδα, στην πρώτη της συμμετοχή σε Ολυμπιακούς Αγώνες, πήρε τη δεύτερη θέση κι έτσι έγινε η πρώτη ελληνική ομάδα στην ιστορία, που κατέκτησε ένα Ολυμπιακό μετάλλιο.

Ήταν η δικαίωση μιας προσπάθειας που έκαναν οι Ελληνίδες πολίστριες από τις αρχές της δεκαετίας του ''90 και που είχαν να επιδείξουν ως διακρίσεις μέχρι τότε, την 5η θέση στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του Πράτο της Φλορεντίας το 1999 και την 4η θέση στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Βουδαπέστης το 2001.

Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004, η Εθνική ομάδα, καθοδηγούμενη άριστα από τον προπονητή Κούλη Ιωσηφίδη, που δεν δίστασε κάποια στιγμή να πάρει το ρίσκο και να αποχωρήσει από την Εθνική ομάδα των ανδρών για να αναλάβει την Εθνική ομάδα των γυναικών, κατάφερε να ξεπεράσει ορισμένα ατυχή αποτελέσματα που έφερε στη φάση των ομίλων και να μπει δυνατά από τους προημιτελικούς και μετά.

Συγκεκριμένα, στον όμιλό της αντιμετώπισε το Καζακστάν και νίκησε 8-6, την Ιταλία και έχασε 7-2 και την Αυστραλία, με την οποία αναδείχθηκε ισόπαλη 7-7. Έτσι προκρίθηκε ως τρίτη, πίσω από την πρώτη Αυστραλία και τη δεύτερη Ιταλία. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, άρχισε να ξεδιπλώνει μέσα στην πισίνα τις δυνατότητές της ως ομάδα και να προκαλεί τον ενθουσιασμό στον κόσμο, που κατέκλυσε το κολυμβητήριο του Ολυμπιακού Κέντρου. Στον προημιτελικό αντιμετώπισε τη Ρωσία και νίκησε 7-4 και στον ημιτελικό αντιμετώπισε πάλι την Αυστραλία και νίκησε 6-2. Αμέσως μετά στον τελικό βρήκε απέναντί της την Ιταλία, η οποία είχε αποκλείσει της Η.Π.Α. με 6-5.

Ο αγώνας ήταν συγκλονιστικός και κρίθηκε στην παράταση, καθώς η κανονική διάρκεια έληξε 7-7. Στη συνέχεια η Ελλάδα βρέθηκε μια ανάσα από το χρυσό μετάλλιο, αφού προηγήθηκε 9-8, όμως δύο άτυχες στιγμές, που ήταν σαν αυτογκόλ, έκριναν το αποτέλεσμα και έδωσαν τη νίκη στην Ιταλία με 10-9. Την τρίτη θέση κατέκτησε η ομάδα των Η.Π.Α., που νίκησε 6-5 στον μικρό τελικό την Αυστραλία.

Ένα χρόνο μετά (2005), η Εθνική ομάδα, πάντα καθοδηγούμενη από τον Κούλη Ιωσηφίδη, κατέκτησε το World League στο Κίρισι της Ρωσίας. Με τον ίδιο προπονητή και με επτά από τις 13 πολίστριες της Αθήνας, η Εθνική έλαβε μέρος και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου το 2008, αλλά με 4 ήττες πήρε την 8η και τελευταία θέση κι έτσι έκλεισε τον ιστορικό κύκλο της. Φυσικά, τα επόμενα χρόνια άνοιξε ένας καινούργιος με προπονητή τον Γιώργο Μορφέση. Με την προσθήκη του «νέου αίματος» της γυναικείας υδατοσφαίρισης, αλλά και με τέσσερα από τα 13 κορίτσια της Αθήνας του 2004 (Μελιδώνη, Ρουμπέση, Λιόση, Λαρά), κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο Παγκόσμιο πρωτάθλημα της Σανγκάης το 2011 και δύο φορές το ασημένιο στο Ευρωπαϊκό (2010, 2012). Έτσι, έγινε η πρώτη και η μοναδική ομάδα, που έχει κατακτήσει μετάλλιο και στις τρεις μεγάλες διοργανώσεις! Το 2011 αναδείχθηκε κορυφαία ομάδα της Ελλάδας από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Αθλητικού Τύπου.

Οι 13 Ελληνίδες πολίστριες, που κατέκτησαν το ασημένιο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, είναι:

Δήμητρα Ασιλιάν (αρχηγός της ομάδας): Γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και το 2004 έπαιζε στον Ολυμπιακό (3 γκολ).

Γεωργία Ελληνάκη (τερματοφύλακας): Γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα και το 2004 έπαιζε στον ΑΝΟ Γλυφάδας. Μέλος και της Εθνικής ομάδας που έλαβε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου το 2008.

Ευτυχία Καραγιάννη: Γεννήθηκε το 1973 στον Πειραιά και το 2004 έπαιζε στον ΑΝΟ Γλυφάδας (4 γκολ).

Αγγελική Καραπατάκη: Γεννήθηκε το 1975 στην Αθήνα και το 2004 έπαιζε στον ΑΝΟ Γλυφάδας.

Σταυρούλα Κοζομπόλη: Γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα και το 2004 έπαιζε στον ΑΝΟ Γλυφάδας (2 γκολ). Μέλος και της Εθνικής ομάδας που έλαβε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου το 2008. Διετέλεσε πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Ολυμπιονικών.

Γεωργία (Γιούλη) Λαρά: Γεννήθηκε το 1980 στην Αθήνα και το 2004 έπαιζε στον ΝΟ Βουλιαγμένης (2 γκολ). Μέλος της Εθνικής ομάδας που έλαβε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου το 2008, αλλά και της ομάδας που κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο Παγκόσμιο (2011) και τα δύο ασημένια στο Ευρωπαϊκό (2010, 2012).

Κυριακή (Κική) Λιόση: Γεννήθηκε το 1979 στην Αθήνα και το 2004 έπαιζε στον ΑΝΟ Γλυφάδας (9 γκολ). Μέλος και της Εθνικής ομάδας που έλαβε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου το 2008, αλλά και της ομάδας που κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο Παγκόσμιο (2011) και τα δύο ασημένια στο Ευρωπαϊκό (2010, 2012).

Αντιόπη (Άντυ) Μελιδώνη: Γεννήθηκε το 1977 στην Αθήνα και το 2004 έπαιζε στον ΝΟ Βουλιαγμένης. Μέλος και της Εθνικής ομάδας που κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο Παγκόσμιο (2011) και τα δύο ασημένια στο Ευρωπαϊκό (2010, 2012).

Ανθή Μυλωνάκη (τερματοφύλακας): Γεννήθηκε το 1984 στα Χανιά και το 2004 έπαιζε στον ΝΟ Βουλιαγμένης.

Αντωνία Μωραϊτη: Γεννήθηκε το 1977 στην Αθήνα και το 2004 έπαιζε στον ΑΝΟ Γλυφάδας (2 γκολ).

Ευαγγελια Μωραϊτίδου: Γεννήθηκε το 1975 στην Αθήνα και το 2004 έπαιζε στον ΝΟ Βουλιαγμένης (7 γκολ). Μέλος και της Εθνικής ομάδας που έλαβε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου το 2008.

Κατερίνα Οικονομοπούλου: Γεννήθηκε το 1978 στην Αθήνα και το 2004 έπαιζε στον ΑΝΟ Γλυφάδας (4 γκολ). Μέλος και της Εθνικής ομάδας που έλαβε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου το 2008.

Αντιγόνη Ρουμπέση: Γεννήθηκε το 1983 στην Αθήνα και το 2004 έπαιζε στον ΝΟ Βουλιαγμένης (6 γκολ). Μέλος και της Εθνικής ομάδας που έλαβε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου το 2008, αλλά και της ομάδας που κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο Παγκόσμιο (2011) και τα δύο ασημένια στο Ευρωπαϊκό (2010, 2012).

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ