Αφιέρωμα-Ολυμπιακοί Αγώνες: Οι Έλληνες Ολυμπιονίκες 1980-1988

Αφιέρωμα-Ολυμπιακοί Αγώνες: Οι Έλληνες Ολυμπιονίκες 1980-1988

Στέλιος Μηγιάκης

Είναι ο πρώτος και ο μοναδικός μέχρι σήμερα Έλληνας παλαιστής, που έχει κατακτήσει χρυσό μετάλλιο σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Ο Στέλιος Μηγιάκης γεννήθηκε το 1952 στο χωριό Θρόνος του Ρεθύμνου, αλλά όταν ήταν δύο ετών, η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα. Βγήκε από νωρίς στη μάχη για το μεροκάματο, δούλεψε σε οικοδομές και με την πάλη ασχολήθηκε για πρώτη φορά σε ηλικία 16 ετών. Εντάχθηκε στον Εθνικό Γ.Σ. και είχε για δάσκαλο, μια από τις μεγάλες μορφές του αθλήματος, τον Παναγιώτη Αρκουδέα. Δύο χρόνια αργότερα άρχισε να προσθέτει τίτλους στο βιογραφικό του και κλήθηκε στην Εθνική ομάδα.

Το 1970 αναδείχθηκε για πρώτη φορά πρωταθλητής Ελλάδας, κάτι που στη συνέχεια κατάφερε άλλες πέντε φορές (1974, 1975, 1976, 1978, 1979). Το 1972 συμπεριλήφθηκε στην αποστολή για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόναχο, πήρε μέρος στην κατηγορία των 62 κιλών της ελληνορωμαϊκής πάλης και ήρθε 7ος με τρεις νίκες και μία ήττα. Την ίδια θέση με δύο νίκες και δύο ήττες, στην ίδια κατηγορία της ελληνορωμαϊκής, πήρε και τέσσερα χρόνια αργότερα, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ.

Η μεγάλη στιγμή για τον ίδιο, αλλά και για την ελληνική πάλη, ήρθε το 1980, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας. Πάντα στην κατηγορία των 62 κιλών της ελληνορωμαϊκής πάλης, νίκησε τον Πολωνό «χρυσό» Ολυμπιονίκη του 1976 Κάζιμιερς Λίπιεν και τον Αφγανό Αλμπάρ, ενώ στην αναμέτρηση με τον Σουηδό Μάλκβιστ, αποβλήθηκαν και οι δύο με ντισκαλιφιέ, ωστόσο ο Μυγιάκης προκρίθηκε επειδή ήταν πρώτος στον όμιλό του. Στον ημιτελικό αντιμετώπισε τον Σοβιετικό Μπόρις Κραμορένκο και τον νίκησε 6-3 στα σημεία. Έτσι, βρέθηκε στον τελικό με αντίπαλο τον Ούγγρο Ίστβαν Τοτ, ο οποίος μπορούσε να πάρει το χρυσό μετάλλιο και με ισοπαλία. Τριαντατρία δευτερόλεπτα πριν από το τέλος, το σκορ ήταν 1-1 στα σημεία και οι δύο παλαιστές είχαν δεχτεί από δύο παρατηρήσεις. Όμως ο Τοτ προσπαθούσε περισσότερο να καθυστερήσει για να κυλήσει ο χρόνος παρά να παλέψει, οπότε ο διαιτητής αναγκάστηκε να τον τιμωρήσει με τρίτη παρατήρηση για παθητικό παιχνίδι. Ο Στέλιος Μηγιάκης περνούσε πλέον στο «πάνθεο» των «χρυσών» Ολυμπιονικών της Ελλάδας.

Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες το 1984 ήταν ο σημαιοφόρος της Ελλάδας. Πήρε μέρος στα 62 κιλά της ελληνορωμαϊκής, περισσότερο όμως για την τιμή της συμμετοχής (είχε μια νίκη και δύο ήττες), καθώς ήταν τραυματίας στο χέρι. Αμέσως μετά τερμάτισε την ένδοξη καριέρα του, κατά τη διάρκεια της οποίας αναδείχθηκε μια φορά πρωταθλητής Ευρώπης το 1979 και άλλες δύο φορές, το 1972 και το 1975, πήρε τη δεύτερη θέση. Δύο φορές βγήκε τέταρτος παλαιστής στον κόσμο (1974, 1979) και μια φορά πέμπτος (1978). Επίσης το 1983 κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στους Μεσογειακός Αγώνες και το ασημένιο στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Τέλος, το 1980, αναδείχθηκε κορυφαίος αθλητής της Ελλάδας από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Αθλητικού Τύπου.

Παρέμεινε κοντά στην πάλη και βοήθησε στην ανάδειξη νέων παλαιστών. Από το 1987 έως το 1990 υπήρξε μαζί με τον Γιώργο Ποζίδη, προπονητής της Εθνικής ομάδας και μ'' αυτή την αρμοδιότητα πήγε το 1988 στη Σεούλ, για τους Ολυμπιακούς Αγώνες.

 

Γιώργος Χατζηιωαννίδης

Ο Γιώργος Χατζηιωαννίδης γεννήθηκε το 1952 στο Καζακστάν από Έλληνες γονείς και επαναπατρίστηκε στην Ελλάδα το 1967. Εντάχθηκε στον Άτλαντα Καλλιθέας και τη δεκαετία του ''70 εξελίχθηκε σε κορυφαίο Έλληνα αθλητή της ελευθέρας πάλης. Μάλιστα στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα πήρε μια φορά την τέταρτη θέση (1973) και τρεις φορές την πέμπτη (1974, 1977, 1980).

Η πρώτη του συμμετοχή σε Ολυμπιακούς Αγώνες ήταν το 1972 στο Μόναχο, όπου στην κατηγορία των 57 κιλών της ελευθέρας είχε μια νίκη και δύο ήττες. Το 1976 στο Μόντρεαλ, πάλι στα 57 κιλά της ελευθέρας, κατέλαβε την 7η θέση με τρεις νίκες και δύο ήττες. Όμως τέσσερα χρόνια αργότερα, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας, ανέβηκε στο βάθρο των Ολυμπιονικών. Παρ'' όλο που αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα τραυματισμού στο γόνατο, θέλησε πάση θυσία να πάρει μέρος και ξεκίνησε στην κατηγορία των 62 κιλών της ελευθέρας πάλης, με τρεις διαδοχικές νίκες. Επικράτησε του Βρετανού Άσπεν στα σημεία, του Καμερουνέζου Μάνγκα με πτώση και του Βιετναμέζου Χουν Τιν Κι με τρεις παρατηρήσεις. Ωστόσο, αγώνα με αγώνα η κατάσταση στο γόνατό του χειροτέρευε. Στην τέταρτη αναμέτρηση ηττήθηκε από τον Κουβανό Κασκαρέτ, αλλά ευνοήθηκε στην κλήρωση και προκρίθηκε άνευ αγώνος, μπαίνοντας έτσι στην τελική τετράδα.

Σ'' εκείνη τη φάση των Αγώνων, η συμβουλή των γιατρών ήταν να αποσυρθεί, γιατί το γόνατό του είχε αρχίσει να πρήζεται και κινδύνευε με σοβαρή ζημιά, όμως ο ίδιος αρνήθηκε. Παρά τους έντονους πόνους που αισθανόταν, πάλεψε αρχικά με τον Σοβιετικό Μαγκομεντγκασάν Αμπούσεφ, που κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο, και έχασε 14-3 στα σημεία και στη συνέχεια με τον Βούλγαρο Μίκο Ντούκοφ, που κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο, και έχασε με πτώση. Λόγω όμως του συστήματος που ίσχυε και των αποτελεσμάτων που είχε φέρει, ο Χατζηιωαννίδης κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο.

Ήταν μια δικαίωση για τον ίδιο, για την επιμονή του και για την προσωπική μάχη που έδωσε κάτω από αντίξοες συνθήκες. Όταν αποσύρθηκε από τις παλαίστρες έγινε προπονητής της Εθνικής ομάδας της ελευθέρας πάλης.

 

Δημήτρης Θανόπουλος

Ο Δημήτρης Θανόπουλος γεννήθηκε το 1959 στην Στεμνίτσα της Αρκαδίας και το 1972 ήρθε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Μυήθηκε από πολύ μικρός στα μυστικά της πάλης, καθώς ο πατέρας του υπήρξε προπολεμικά παλαιστής του Πανελλήνιου Γ.Σ. Ο ίδιος έγινε αθλητής του Εθνικού Γ.Σ., ασχολήθηκε και με τον στίβο, αλλά ήταν φυσικό στο τέλος να τον κερδίσει η πάλη.

Τη δεκαετία του ''80 αναδείχθηκε έξι φορές πρωταθλητής Ελλάδας (1981, 1982, 1984, 1987, 1988, 1989). Το 1983 ήταν δεύτερος στους Μεσογειακούς Αγώνες, το 1979 και το 1987 ήταν τρίτος. Το 1982 κατέκτησε την πρώτη θέση στους αγώνες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και δύο χρόνια αργότερα, στην ίδια διοργάνωση που έγινε στην Αθήνα, πήρε τη 2η θέση.

Το 1984 συμπεριλήφθηκε στην αποστολή για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες κι εκεί πραγματοποίησε εντυπωσιακές εμφανίσεις και έφτασε στο αποκορύφωμα της καριέρας του. Στα 82 κιλά της ελληνορωμαϊκής πάλης νίκησε τον Ιάπωνα Μοριγιάμα με τρεις παρατηρήσεις, τον Ιταλό Ρασίνο 6-4 στα σημεία και τον Δυτικογερμανό Ζάιμπολντ 6-1 στα σημεία. Αμέσως μετά ηττήθηκε 6-1 στα σημεία από τον Φινλανδό Οβερμάκ και έτσι στον αγώνα με τον Γιουγκοσλάβο Ολυμπιονίκη του Μόντρεαλ Μόμιρ Πέτκοβιτς, πάλεψε για να κερδίσει τη συμμετοχή του στον τελικό. Ο Θανόπουλος μπήκε αποφασισμένος στην παλαίστρα, έδωσε τον αγώνα της ζωής του και δεν άφησε περιθώρια στον αντίπαλό του να αμφισβητήσει την ανωτερότητά του. Στο τέλος επικράτησε με 5-1 στα σημεία, εξασφαλίζοντας έτσι τη δεύτερη θέση. Και όντως, το ασημένιο μετάλλιο ήταν αυτό που κρέμασε στο στήθος του, αφού σ'' έναν αμφίρροπο τελικό και μετά από μεγάλη μάχη, ηττήθηκε από τον Ρουμάνο Ίον Ντράικα με 4-3 στα σημεία, παρ'' όλο που προηγήθηκε 2-0. Το χάλκινο μετάλλιο κατέκτησε ο Σουηδός Σόρεν Κλάεσον.

Ο Δημήτρης Θανόπουλος υπηρετεί στο πυροσβεστικό σώμα. Το 1984 αναδείχθηκε κορυφαίος αθλητής της Ελλάδας από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Αθλητικού Τύπου. Για μια τριετία (1998-2000) διετέλεσε προπονητής της Εθνικής ομάδας της ελληνορωμαϊκής πάλης.

 

Μπάμπης Χολίδης

Ακολούθησε την ίδια ακριβώς διαδρομή με τον τρίτο Ολυμπιονίκη της Μόσχας, Γιώργο Χατζηιωαννίδη, μόνο που ο Μπάμπης Χολίδης ανέβηκε δύο φορές στο βάθρο των νικητών των Ολυμπιακών Αγώνων. Γεννήθηκε το 1956 στην πόλη Παχταράου του Καζακστάν από Έλληνες γονείς και το 1965 η οικογένειά του επαναπατρίστηκε στην Ελλάδα. Το 1968 γράφτηκε στον Άτλαντα Καλλιθέας, όπου συνήθιζαν εκείνα τα χρόνια να πηγαίνουν οι προερχόμενοι από τη Σοβιετική Ένωση αθλητές και είχε για προπονητή στην πάλη τον κορυφαίο στο είδος του Παράσχο Μπόρα. Ήταν αυτός που διέκρινε το πλούσιο ταλέντο του και τη δύναμή του, παραβλέποντας το ότι ο «πιτσιρικάς» Χολίδης ζύγιζε μόλις 24 κιλά, όταν ξεκίνησε να παλεύει!

Μικρός το δέμας, ωστόσο αποδείχθηκε τεράστιος στην ψυχή και γίγαντας μέσα στις παλαίστρες. Το 1971 αναδείχθηκε για πρώτη φορά πρωταθλητής Ελλάδας στην κατηγορία των 48 κιλών της ελληνορωμαϊκής πάλης. Ήταν μόλις 15 ετών, δούλευε ήδη σε οικοδομές και ζύγιζε μόλις 44 κιλά. Την επόμενη χρονιά κλήθηκε στην Εθνική ομάδα και το 1976 κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα. Τότε συμπεριλήφθηκε στην αποστολή για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ. Μετείχε στην κατηγορία των 52 κιλών της ελληνορωμαϊκής, αλλά δεν κατάφερε να διακριθεί (είχε δύο ήττες). Κάτι ανάλογο συνέβη και στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας, το 1980, όπου πάλι στα 52 κιλά της ελληνορωμαϊκής είχε πάλι δύο ήττες.

Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες το 1984 αποφάσισε να αγωνιστεί στην κατηγορία των 57 κιλών της ελληνορωμαϊκής πάλης και πλέον ο δρόμος προς την επιτυχία ανοίχθηκε μπροστά του. Ξεκίνησε με τρεις διαδοχικές νίκες, επί του Σουηδού Λιούνγκμπεκ, του Αιγύπτιου Χαλάφ και του Μαροκινού Λασκάρ, και έφτασε μέχρι τον ημιτελικό. Εκεί όμως αποκλείστηκε από τον Ιάπωνα Μασάκι Έτο, που κατέκτησε τελικά το ασημένιο μετάλλιο. Ο Χολίδης πάλεψε συγκρατημένα και παραχώρησε ισοπαλία (6-6), που ήταν καταδικαστική για τον ίδιο. Έτσι αγωνίστηκε στον μικρό τελικό, κόντρα στον Ρουμάνο Νικολάι Ζαφίρ. Τον νίκησε 2-1 στα σημεία και κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο. Το χρυσό πήρε ο Δυτικογερμανός Πασκουάλε Πασαρέλι.

Πήρε μέρος και στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ, το 1988, παρ'' όλο που προερχόταν από σοβαρό τραυματισμό και δύο εγχειρήσεις. Μάλιστα ήταν ο σημαιοφόρος της Ελλάδας στην τελετή έναρξης. Πάντα στα 57 κιλά της ελληνορωμαϊκής πάλης, νίκησε διαδοχικά τον Σοβιετικό Τσεστάκοφ, τον Σουηδό Λιούνγκμπεκ, τον Αμερικανό Αμάντο και τον Νοτιοκορεάτη Χο. Έτσι έφτασε στον ημιτελικό, όπου ηττήθηκε από τον Βούλγαρο Στόγιαν Μπάλοφ. Αγωνίστηκε στον μικρό τελικό κόντρα στον Κινέζο Γιανγκ Ζαν Λινγκ, τον νίκησε 6-1 στα σημεία και κατέκτησε πάλι το χάλκινο μετάλλιο, το μοναδικό για την Ελλάδα σ' αυτή τη διοργάνωση. Αυτός ήταν και ο τελευταίος αγώνας του μεγάλου Έλληνα παλαιστή. Το χρυσό μετάλλιο πήρε ο Ούγγρος Άντρας Σίκε και το ασημένιο ο Βούλγαρος Στόγιαν Μπάλοφ.

Στην τόσο λαμπρή καριέρα του δημιούργησε μια πλούσια συλλογή από μετάλλια. Πέρα από το χάλκινο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα το 1976, κατέκτησε και δύο ασημένια, το 1983 και το 1986. Επίσης πήρε δύο χάλκινα μετάλλια σε Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, το 1978 και το 1986, στο Παγκόσμιο Κύπελλο πάλης πήρε ένα χρυσό το 1985, ένα ασημένιο το 1983 κι ένα χάλκινο το 1982 και δύο φορές κατέκτησε την πρώτη θέση σε Μεσογειακούς Αγώνες, το 1975 και το 1979. Τέλος, αναδείχθηκε από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Αθλητικού Τύπου τρεις φορές κορυφαίος αθλητής της Ελλάδας, το 1978, το 1983 και το 1988. Σήμερα υπηρετεί στην Αστυνομία και παράλληλα είναι προπονητής της πάλης. Το 1990 ανέλαβε προπονητής της Εθνικής Παίδων και το 1996 ήταν μαζί με τον Γιώργο Ποζίδη οι προπονητές της Εθνικής ομάδας στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα. Παρέμεινε σ'' αυτή τη θέση μέχρι το 2000.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ