Αφιέρωμα-Ολυμπιακοί Αγώνες: Οι Έλληνες Ολυμπιονίκες 1956-1976

Αφιέρωμα-Ολυμπιακοί Αγώνες: Οι Έλληνες Ολυμπιονίκες 1956-1976

(Φωτ. Στιγμιότυπο από την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 1956, στην Αυστραλία.)

Γιώργος Ρουμπάνης

Έπρεπε να περάσουν 44 ολόκληρα χρόνια για να ξαναβρεθεί στο βάθρο των νικητών ένας Έλληνας αθλητής του στίβου. Μετά τα μετάλλια που είχε κατακτήσει το 1912 στη Στοκχόλμη ο Κωνσταντίνος Τσικλητήρας, ήρθε το 1956 στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μελβούρνης ένας άλλος άλτης, ο Γιώργος Ρουμπάνης, να πάρει το χάλκινο μετάλλιο στο άλμα επί κοντώ. Επρόκειτο για πολύ μεγάλη επιτυχία, την πρώτη μεταπολεμική για την Ελλάδα, με τον Ρουμπάνη να ανοίγει νέους ορίζοντες στον ελληνικό αθλητισμό, γι'' αυτό και δοξάστηκε από ολόκληρο τον ελληνισμό.

Γεννήθηκε το 1929 στην Τρίπολη και διέθετε άριστη σωματοδομή, με 1,92μ. ύψος και 87 κιλά βάρος. Όπως ο Τσικλητήρας, έτσι κι αυτός, υπήρξε αθλητής του Πανελλήνιου Γ.Σ., όχι μόνο στο στίβο αλλά και σε άλλα αθλήματα, όπως στην πυγμαχία και το μπάσκετ.

Με το επί κοντώ ασχολήθηκε πολύ αργότερα και διακρίθηκε για πρώτη φορά το 1952 στους φοιτητικούς αγώνες. Το γεγονός ότι σπούδασε στις Η.Π.Α. και είχε δάσκαλο τον περίφημο Πέιτον Τζόρνταν, τον βοήθησε στο να μάθει τα μυστικά του αγωνίσματος και να βελτιώσει την τεχνική του. Το 1953 κατέρριψε για πρώτη φορά το πανελλήνιο ρεκόρ με 4.23, κάτι που τα επόμενα χρόνια κατάφερε άλλες εννιά φορές, με τελευταία επίδοση το 4.60, που σημείωσε το 1958 στο Μόναχο και το οποίο αποτελούσε τότε πανευρωπαϊκό ρεκόρ.

Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μελβούρνης το 1956 ήταν ο σημαιοφόρος της Ελλάδας. Πήγε με ατομικό ρεκόρ 4.37 και έδωσε μεγάλη «μάχη». Ο τελικός ήταν συγκλονιστικός και κράτησε περίπου δέκα ώρες, καθώς είχαν προκριθεί 19 αθλητές, επειδή στον προκριματικό το όριο ήταν χαμηλό. Στο τέλος, αναδείχθηκε νικητής αυτός που είχε πάρει το χρυσό και το 1952 στο Ελσίνκι, ο Αμερικανός Μπομπ Ρίτσαρντς με 4.56. Δεύτερος ήταν ο επίσης Αμερικανός Μπομπ Γκουτόβσκι με 4.53 και τρίτος ο Γιώργος Ρουμπάνης με 4.50, επίδοση που αποτελούσε τότε πανελλήνιο και βαλκανικό ρεκόρ και ήταν μόλις ένα εκατοστό κάτω από το ευρωπαϊκό ρεκόρ.

Από εκείνη τη στιγμή και μετά, υπήρξε σύμβολο για τις επόμενες γενιές των Ελλήνων αθλητών. Το 1955 ήρθε δεύτερος στους Μεσογειακούς Αγώνες, ενώ αναδείχθηκε τέσσερις φορές Βαλκανιονίκης (1954, 1957, 1958, 1959). Πήρε μέρος και στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης το 1960, αλλά δεν κατάφερε να διακριθεί (4.20 στον προκριματικό). Ένα χρόνο αργότερα αποφάσισε να αποσυρθεί από τους στίβους.

Για ένα μεγάλο διάστημα έζησε στις Η.Π.Α. και στη συνέχεια επέστρεψε στην Ελλάδα. Είναι μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του ελληνικού αθλητισμού και μέχρι το 1992, που η Βούλα Πατουλίδου θριάμβευσε στα ψηλά εμπόδια στη Βαρκελώνη, ήταν ο τελευταίος Έλληνας αθλητής του στίβου, που είχε κατακτήσει ένα Ολυμπιακό μετάλλιο. Το 1956 αναδείχθηκε κορυφαίος αθλητής της Ελλάδας από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Αθλητικού Τύπου.

 

Κωνσταντίνος, Οδυσσέας Εσκιτζόγλου, Γιώργος Ζαΐμης

Μετά το χρυσό μετάλλιο του Κωνσταντίνου Τσικλητήρα στη Στοκχόλμη το 1912, η Ελλάδα αδυνατούσε να ανεβεί στο ψηλότερο σκαλοπάτι του Ολυμπιακού βάθρου. Και το κατάφερε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης το 1960 στην ιστιοπλοΐα, με το σκάφος «Νηρεύς», που ήταν τύπου Ντράγκον.

Το πλήρωμα αποτελούσαν ο τότε διάδοχος του βασιλικού θρόνου Κωνσταντίνος, ο οποίος ήταν και ο σημαιοφόρος της Ελλάδας στην τελετή έναρξης, ο Οδυσσέας Εσκιτζόγλου και ο Γιώργος Ζαϊμης. Οι Αγώνες έγιναν στη Νάπολη και μετείχαν 27 σκάφη. Το ελληνικό σκάφος ήταν ανάμεσα στα φαβορί, αλλά δεν ξεκίνησε καλά. Την πρώτη μέρα τερμάτισε ένατο, στη συνέχεια όμως έδωσε μια συγκλονιστική «μάχη» και άρχισε να καλύπτει τη διαφορά. Στις επόμενες δύο διαδρομές ο «Νηρεύς» ήρθε τρίτος και στην τέταρτη διαδρομή κατάφερε να βγει πρώτος και να βρεθεί στη δεύτερη θέση της γενικής κατάταξης.

Τότε άρχισαν να αισθάνονται όλοι οι Έλληνες πως το όνειρο μπορούσε να γίνει πραγματικότητα. Το χρυσό μετάλλιο «παιζόταν» πλέον ανάμεσα στον «Νηρέα», στο σκάφος «Τάνγκο» από την Αργεντινή και στο ιταλικό σκάφος. Η πέμπτη διαδρομή δεν πήγε καλά και έφερε για λίγο την απογοήτευση, καθώς ο «Νηρεύς» τερμάτισε τέταρτος, όμως στην επόμενη διαδρομή ήρθε δεύτερος και φούντωσαν πάλι οι ελπίδες. Η έβδομη και τελευταία διαδρομή ήταν, όχι απλώς η καθοριστική, αλλά και η πιο συγκλονιστική. Ο «Νηρεύς» τερμάτισε τέταρτος, αλλά με την υπερπροσπάθεια που κατέβαλε το ελληνικό πλήρωμα, κατάφερε να τερματίσει μπροστά από τα δύο άλλα σκάφη που διεκδικούσαν τη νίκη κι έτσι κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο με 6.733 βαθμούς. Δεύτερο ήρθε το σκάφος από την Αργεντινή με 5.715 βαθμούς και τρίτο το σκάφος από την Ιταλία με 5.704 βαθμούς. Όπως ήταν φυσικό, στην Ελλάδα υπήρξαν έξαλλοι πανηγυρισμοί γι'' αυτή την επιτυχία, αφού ήταν το πρώτο χρυσό μετάλλιο μετά από 48 ολόκληρα χρόνια.

Ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε το 1940 και το 1964 ορκίστηκε Βασιλιάς της Ελλάδας, μετά το θάνατο του πατέρα του Παύλου. Διετέλεσε επί σειρά ετών πρόεδρος της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων. Το 1967 και μετά την εγκαθίδρυση της χούντας, έφυγε από τη χώρα, αρχικά για την Ιταλία και στη συνέχεια για την Αγγλία, όπου παραμένει μέχρι σήμερα. Από το 1974 και μετά, ύστερα από δημοψήφισμα που έγινε, έχασε οριστικά τον θρόνο του.

Οι Οδυσσέας Εσκιτζόγλου και Γιώργος Ζαΐμης υπήρξαν από τους πιο έμπειρους Έλληνες ιστιοπλόους. Πάντα με σκάφος τύπου Ντράγκον, έλαβαν μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1964 στο Τόκιο, όπου πήραν την 8η θέση (τρίτος του πληρώματος ο Θέμης Μαγουλάς) και του 1968 στο Μεξικό, όπου πήραν την 15η θέση (τρίτος του πληρώματος ο Τάσος Βογιατζής). Αξίζει να σημειωθεί πως το 1960 στη Ρώμη, αναπληρωματική του ελληνικού πληρώματος ήταν η αδελφή του Κωνσταντίνου και σημερινή Βασίλισσα της Ισπανίας Σοφία, μαζί με τους Ανδρέα Ζιρώ και Θέμη Μαγουλά. Ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Αθλητικού Τύπου ανέδειξε το πλήρωμα του «Νηρέα» κορυφαίους αθλητές για το 1960.

 

Πέτρος Γαλακτόπουλος

Για μια δεκαετία υπήρξε ο κορυφαίος Έλληνας παλαιστής κι ένας από τους καλύτερους της Ευρώπης. Ο Πέτρος Γαλακτόπουλος γεννήθηκε το 1945 στην Αθήνα και ήταν το μικρότερο παιδί από τα τέσσερα αδέλφια, αλλά και το μοναδικό αγόρι. Εντάχθηκε στον Εθνικό Γ.Σ. σε ηλικία 14 ετών κι εκεί ευτύχησε να έχει προπονητές μεγάλες μορφές της πάλης, όπως ήταν ο Παναγιώτης Αρκουδέας και ο Γιώργος Πετμεζάς.

Διέθετε πολύ δυνατά μπράτσα και όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, είχε την ικανότητα να βγάζει τον καλύτερο εαυτό του στις μεγάλες διοργανώσεις. Κατάφερε να αφομοιώσει το ίδιο καλά και τα δύο στιλ της πάλης. Έτσι αναδείχθηκε πολλές φορές πρωταθλητής Ελλάδας, τόσο στην ελληνορωμαϊκή όσο και στην ελευθέρα.

Το 1962, σε ηλικία 17 ετών, κλήθηκε για πρώτη φορά στην Εθνική ομάδα και πήρε μέρος στους Βαλκανικούς αγώνες και δύο χρόνια αργότερα, πήρε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο, στα 63 κιλά της ελληνορωμαϊκής πάλης, χωρίς όμως να διακριθεί, καθώς είχε μια νίκη και δύο ήττες.

Η πρώτη μεγάλη διάκριση ήρθε το 1968, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μεξικό. Στην κατηγορία των 70 κιλών της ελληνορωμαϊκής πάλης, νίκησε διαδοχικά και με πτώση τον Μεξικανό Τοβάρ Γκονζάλες, τον Ανατολικογερμανό και δύο φορές πρωταθλητή Ευρώπης Κλάους Πολ και τον Πορτογάλο Βοργκάλ Γκαλατίνο, στη συνέχεια νίκησε στα σημεία τον Κορεάτη Σου Κίο και τον Σοβιετικό Γκενάντι Σαπούνοφ. Στον ημιτελικό αγωνίστηκε μισή ώρα αργότερα και ηττήθηκε 2-1 στα σημεία από τον Ιάπωνα Μούντζι Νουμεμούρα, όμως η ισοπαλία με τον Γιουγκοσλάβο Στέφαν Χόρβατ του έδωσε το χάλκινο μετάλλιο. Ήταν η πρώτη φορά που η ελληνική πάλη έπαιρνε ένα Ολυμπιακό μετάλλιο, μετά το 1896. Στο τέλος, το χρυσό κατέκτησε ο Νουμεμούρα και το ασημένιο ο Χόρβατ.

Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόναχο, το 1972, ο Γαλακτόπουλος ανέβηκε ακόμη πιο ψηλά. Πάλι στην ελληνορωμαϊκή πάλη, αλλά στα 74 κιλά, νίκησε με πτώση τον Βέλγο Μπενς, τον Φιλανδό Τάπιο και τον Αυστριακό Μπέργκερ, ενώ ήρθε ισόπαλος 3-3 στα σημεία με τον Σοβιετικό Ιγουμένοφ και βρέθηκε στον τελικό, όπου αντιμετώπισε τον Τσεχοσλοβάκο Βίτεσλαβ Μάχα. Αρχικά και από δικά του λάθη, βρέθηκε να χάνει 5-1 στα σημεία, στη συνέχεια μείωσε σε 5-3, αλλά δεν κατάφερε να ισοφαρίσει. Έτσι ο Μάχα πήρε το χρυσό και ο Έλληνας παλαιστής το αργυρό μετάλλιο. Το χάλκινο πήρε ο Σουηδός Γιαν Κάρλσον.

Ο Γαλακτόπουλος συμμετείχε και σε τέταρτη Ολυμπιάδα. Αγωνίστηκε το 1976 στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ, πάλι στα 74 κιλά της ελληνορωμαϊκής πάλης και κατέλαβε την 7η θέση με μια νίκη και δύο ήττες.

Σταμάτησε να αγωνίζεται το 1977 και στην τόσο λαμπρή καριέρα του κατέκτησε μια σειρά μεταλλίων σε μεγάλες διοργανώσεις. Αναδείχθηκε πρωταθλητής Ευρώπης το 1972, 3ος παγκόσμιος πρωταθλητής το 1969 και το 1971, 3ος στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα το 1976 και 2ος στους Μεσογειακούς Αγώνες το 1967. Κατάφερε να έχει μεγάλη διάρκεια στις παλαίστρες και κατετάγη έξι φορές στην εξάδα των Παγκοσμίων Πρωταθλημάτων και οκτώ φορές στην εξάδα των Ευρωπαϊκών Πρωταθλημάτων. Δύο φορές, το 1968 και το 1972, αναδείχθηκε κορυφαίος Έλληνας αθλητής από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Αθλητικού Τύπου.

Ωστόσο οι επιτυχίες του δεν τελείωσαν με το τέλος της καριέρας του. Ακολούθησαν κι άλλες, από το πόστο του προπονητή. Με το που σταμάτησε να αγωνίζεται, ανέλαβε την ευθύνη προετοιμασίας της Εθνικής ομάδας της ελληνορωμαϊκής πάλης και από τα «χέρια» του πέρασαν κατά καιρούς πολλοί μετέπειτα Ολυμπιονίκες. Παρέμεινε στο πόστο αυτό μέχρι το 1985. Ακόμη διετέλεσε για ένα διάστημα μέλος της επιτροπής προπονητών της παγκόσμιας ομοσπονδίας πάλης και τέλος, υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρώτος πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Ολυμπιονικών.

 

Ηλίας Χατζηπαυλής

Υπήρξε ο κορυφαίος Έλληνας ιστιοπλόος για μια εικοσαετία περίπου. Δοξάστηκε με τα σκάφη τύπου Φιν από τα τέλη της δεκαετίας του ''60 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ''80, στη συνέχεια πέρασε στα Σταρ και το 1993 ξαναγύρισε στα Φιν. Ο Ηλίας Χατζηπαυλής γεννήθηκε το 1949 στον Πειραιά και ανήκε στον Ολυμπιακό. Ξεκίνησε τον αθλητισμό κάνοντας κωπηλασία, ενώ έπαιξε για ένα μικρό διάστημα και στην ομάδα βόλεϊ του συλλόγου. Σύντομα όμως τον κέρδισε η ιστιοπλοΐα, δόθηκε με πάθος σ'' αυτό το άθλημα και δεν άργησαν να έρθουν οι μεγάλες διακρίσεις.

Σε Ολυμπιακούς Αγώνες πήρε για πρώτη φορά μέρος το 1972 στο Μόναχο (οι αγώνες ιστιοπλοΐας έγιναν στο Κίελο) και ανέβηκε στο βάθρο των νικητών των Φιν, όπου μετείχαν 35 σκάφη. Ξεκίνησε πολύ καλά και μετά την τέταρτη ιστιοδρομία ήταν πρώτος στην κατάταξη, αλλά στην πέμπτη έμεινε πίσω. Στην τελευταία ιστιοδρομία έπρεπε να τερματίσει μέσα στους δέκα πρώτους για να πάρει το χρυσό μετάλλιο και για αρκετή ώρα βρισκόταν στην τέταρτη θέση, αλλά λίγο πριν από τον τερματισμό έγινε η ζημιά. Ο αέρας έπεσε κι έτσι δεν τον βοήθησε να τερματίσει μέσα στο χρονικό όριο των 3,5 ωρών, οπότε ακυρώθηκε μαζί με άλλους 42 αθλητές. Κατάφεραν να τερματίσουν μόνο τρεις ιστιοπλόοι και ανάμεσά τους ο Γάλλος Σερζ Μορί, που με 58 βαθμούς ποινής κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο. Γι'' αυτά τα λίγα μέτρα, ο Χατζηπαυλής με 71 βαθμούς ποινής τερμάτισε στη δεύτερη θέση και πήρε το αργυρό μετάλλιο, ενώ το χάλκινο πήρε ο Σοβιετικός Βίκτορ Ποταπόφ με 74,7 βαθμούς.

Στην απονομή έγινε κάτι που θα μείνει για πάντα χαραγμένο στη μνήμη των φιλάθλων. Ο Μορί έβγαλε από το στήθος του το χρυσό μετάλλιο, το πέρασε στο στήθος του Χατζηπαυλή και σε αναγνώριση της αξίας του Έλληνα αθλητή, αλλά και της ατυχίας που είχε στην τελευταία ιστιοδρομία, του είπε: «Αυτό είναι για σένα, φίλε μου».

Η έκπληξη ήρθε όταν δεν κατάφερε να προκριθεί στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ το 1976 και έτσι επανεμφανίστηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας το 1980, όπου πάντα στα Φιν πήρε τη 10η θέση. Μάλιστα, ήταν ο σημαιοφόρος της Ελλάδας στην τελετή έναρξης. Το 1984 στο Λος Άντζελες πήρε την 6η θέση στα Σταρ, μαζί με τον Λεωνίδα Πελεκανάκη, και το 1988 στη Σεούλ πήρε τη 12η θέση πάλι στα Σταρ, μαζί με τον Κώστα Μάνθο.

Οι διακρίσεις του με τα σκάφη τύπου Φιν δεν σταματούν εκεί. Το 1974 ήταν τρίτος στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, ενώ έχει πάρει δύο φορές το αργυρό μετάλλιο σε Μεσογειακούς Αγώνες (1971, 1979) και μια φορά το χάλκινο μετάλλιο (1975). Με σκάφος τύπου Σταρ το 1981 ήταν 3ος στο Παγκόσμιο 1/2 τόνου. Και έχει προσθέσει στο ενεργητικό του πολλές νίκες στα Πανελλήνια και στα Βαλκανικά Πρωταθλήματα. Το 1972 αναδείχθηκε κορυφαίος αθλητής της Ελλάδας από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Αθλητικού Τύπου. Από το 1985 έως το 1998 ήταν εκπαιδευτής και προπονητής στη σχολή ΠΟΙΑΘ, ενώ υπήρξε για ένα διάστημα προπονητής του Νίκου Κακλαμανάκη και του Αιμίλιου Παπαθανασίου.

 

Τάσος Μπουντούρης

Ο Τάσος Μπουντούρης είναι ο αθλητής, που μαζί με την Άγη Κασούμη της σκοποβολής, έχει τις περισσότερες συμμετοχές από κάθε άλλον Έλληνα ή Ελληνίδα σε Ολυμπιακούς Αγώνες, καθώς μέσα σε μια εικοσαετία πήρε μέρος σε έξι διαφορετικές διοργανώσεις, από το 1976 στο Μόντρεαλ έως το 1996 στην Ατλάντα.

Γεννήθηκε το 1955 στον Πειραιά και σε ηλικία πέντε ετών άρχισε να μαθαίνει τα μυστικά της ιστιοπλοΐας από τον πατέρα του. Αθλητής του Ολυμπιακού, έλαμψε για πρώτη φορά σε ηλικία 11 ετών, όταν κατέκτησε το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα στα Φιν με 0 βαθμούς ποινής. Το 1971 είχε την πρώτη διεθνή επιτυχία, καθώς στην κλάση των Φιν κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Νέων.

Το 1976 κατάφερε στα Φιν να κάνει την έκπληξη και να αποκλείσει τον Ολυμπιονίκη Ηλία Χατζηπαυλή κι έτσι στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ εκπροσώπησε την Ελλάδα και πήρε την 6η θέση. Τέσσερα χρόνια αργότερα στη Μόσχα, ήρθε η μεγάλη στιγμή και ανέβηκε στο βάθρο των νικητών. Άλλαξε κλάση και πήγε στα Σόλινγκ, έχοντας για πλήρωμα τον Άρη Ραπανάκη και τον Τάσο Γαβρίλη. Ξεκίνησε στην πρώτη ιστιοδρομία από την ένατη θέση και στη συνέχεια άρχισε να ανεβαίνει σταδιακά. Μάλιστα στην τέταρτη και την πέμπτη ιστιοδρομία πήρε την πρώτη θέση, ενώ στην έκτη ήταν 4ος και στην έβδομη 3ος. Αυτή ήταν η θέση του και στην τελική κατάταξη κι έτσι με 31,1 βαθμούς ποινής κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο. Πρώτο ήρθε το πλήρωμα του Δανού Ρίτσαρντ Χόι Γιένσεν με 23 βαθμούς ποινής και δεύτερο το πλήρωμα του Σοβιετικού Μπόρις Μπουτνίκοφ με 30,4 βαθμούς ποινής.

Πάντα στα Σόλινγκ, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες το 1984 πήρε την 6η θέση (με πλήρωμα τους Θόδωρο Γεωργιάδη και Γιώργο Σπυρίδη), στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ το 1988 πήρε τη 18η θέση (με πλήρωμα τους Δημήτρη Δεληγιάννη και Γιώργο Πρέκα) και στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης το 1992 πήρε την 20η θέση (με πλήρωμα τους Δημήτρη Δεληγιάννη και Μιχάλη Μιτάκη). Το 1996 στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα, στην κλάση των Σταρ, πήρε την 4η θέση μαζί με τον Δημήτρη Μπούκη κι έτσι έγινε ο πρώτος και μοναδικός μέχρι σήμερα Έλληνας ιστιοπλόος, που κατάφερε να πλασαριστεί στην πρώτη εξάδα των Ολυμπιακών Αγώνων με τρεις διαφορετικούς τύπους σκαφών (Φιν, Σόλινγκ, Σταρ).

Το 1993 στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στα Σόλινγκ, ενώ πάντα στα Σόλινγκ ήταν δεύτερος στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα το 1989 και τρίτος στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα το 1983. Αναδείχθηκε πολλές φορές πανελληνιονίκης και βαλκανιονίκης και το 1993 πήρε την πρώτη θέση στο ράλι του Αιγαίου.

Από τη δική τους μεριά, οι Άρης Ραπανάκης και Τάσος Γαβρίλης, δεν μετείχαν άλλη φορά σε Ολυμπιακούς Αγώνες.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ