Αφιέρωμα-Ολυμπιακοί Αγώνες: Οι Έλληνες Ολυμπιονίκες 1904-1920

Αφιέρωμα-Ολυμπιακοί Αγώνες: Οι Έλληνες Ολυμπιονίκες 1904-1920

(Φωτ. Ο Κωστής Τσικλητήρας στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1912. Photo by photographer of IOC - Official Olympic Report)

Κωνσταντίνος Τσικλητήρας

Για πολλούς είναι ο κορυφαίος Έλληνας αθλητής του 20ου αιώνα, παρ'' όλο που τα αγωνίσματα στα οποία διακρίθηκε σε παγκόσμιο επίπεδο, έχουν πλέον καταργηθεί. Ωστόσο είναι ο άνθρωπος που, μαζί με τον Πύρρο Δήμα, έχει δώσει στην Ελλάδα τα περισσότερα Ολυμπιακά μετάλλια από κάθε άλλον αθλητή, τέσσερα συνολικά (ένα χρυσό, δύο αργυρά και ένα χάλκινο). Κατάφερε να ανέβει στο βάθρο των νικητών σε δύο Ολυμπιακούς Αγώνες, το 1908, σε ηλικία μόλις 20 ετών, και το 1912, και υπήρξε ο μεγάλος αντίπαλος του θρυλικού Αμερικανού αθλητή Ρέι Έουρι, που στην καριέρα του κατέκτησε συνολικά 8 χρυσά Ολυμπιακά μετάλλια, σε τρεις διοργανώσεις (1900, 1904, 1908).

Ο Κωνσταντίνος Τσικλητήρας γεννήθηκε το 1888 στην Πύλο και σπούδασε στην Εμπορική Ακαδημία της Αθήνας. Με ύψος 1,92 και βάρος 70 κιλά, είχε την τέλεια σωματοδομή για άλτης του στίβου. Ήταν αθλητής του Πανελλήνιου Γ.Σ. και το 1908, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου, αποτέλεσε την έκπληξη της διοργάνωσης, καθώς κόντραρε τον ασυναγώνιστο Ρέι Έουρι και στο άλμα εις μήκος άνευ φοράς και στο άλμα εις ύψος άνευ φοράς.

Τελικά ο Αμερικανός διατήρησε τον τίτλο του και στα δύο αγωνίσματα, με τον Τσικλητήρα να παίρνει και στα δύο το αργυρό μετάλλιο. Στο μήκος ο Έουρι νίκησε με άλμα 3.33 και ο Τσικλητήρας πήρε τη δεύτερη θέση με 3.23. Τρίτος ήρθε ένας άλλος Αμερικανός, ο Μάρτιν Σέρινταν με 3.20. Στο ύψος ο Έουρι πέρασε το 1.57, ο Τσικλητήρας το 1.55 και «μοιράστηκε» το αργυρό μετάλλιο με τον Αμερικανό Τζον Μπάιλερ, που πέτυχε την ίδια επίδοση.

Τέσσερα χρόνια αργότερα, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Στοκχόλμης, ο Τσικλητήρας ήταν πλέον ένα από τα μεγάλα ονόματα της διοργάνωσης. Λίγο καιρό νωρίτερα είχε καταρρίψει το παγκόσμιο ρεκόρ, τόσο στο μήκος άνευ φοράς με άλμα 3.47, όσο και στο ύψος άνευ φοράς με άλμα 1.72.

Στην τελετή έναρξης ήταν ο σημαιοφόρος της Ελλάδας και στους Αγώνες προσπάθησε να κατακτήσει αυτό που δεν είχε πάρει τέσσερα χρόνια νωρίτερα, δηλαδή το χρυσό μετάλλιο. Και το κατάφερε. Στις 8 Ιουλίου στο μήκος άνευ φοράς μετείχαν 19 αθλητές και ο Τσικλητήρας αποδείχθηκε ανίκητος. Με άλμα 3.37 στην τρίτη προσπάθεια πήρε την πρώτη θέση και όλο το στάδιο σηκώθηκε όρθιο για να τον χειροκροτήσει. Δεύτερος ήρθε ο Αμερικανός Πλατ Άνταμς με 3.36 και τρίτος ο αδελφός του, Μπέντζαμιν Άνταμς, με 3.28.

Ο Έλληνας Ολυμπιονίκης, πέντε ημέρες μετά, πρόσθεσε στη συλλογή του κι ένα χάλκινο μετάλλιο, καθώς κατάφερε να ανέβει στο βάθρο και στο ύψος άνευ φοράς. Εκεί ο Πλατ Άνταμς ήρθε πρώτος με 1.63, ο Μπέντζαμιν Άνταμς δεύτερος με 1.60 και ο Τσικλητήρας τρίτος με 1.55.

Κατά την επιστροφή του στην πατρίδα, η Αθήνα «γκρέμισε τα τείχη της» για να τον υποδεχθεί. Πλήθος κόσμου μαζεύτηκε στον σταθμό Λαρίσης και τον αποθέωσε μόλις έφτασε. Μάλιστα τον σήκωσαν στα χέρια και τον πήγαν μέχρι τις εγκαταστάσεις του Πανελληνίου στο Πεδίον του Άρεως, όπου είχε μαζευτεί κι άλλος κόσμος.

Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1912 έλαβε ακόμη μέρος στον ακοντισμό και το πένταθλο, ενώ είχε δηλωθεί και στο δέκαθλο, αλλά τελικά δεν αγωνίστηκε. Πέρα από τον στίβο, ασχολήθηκε και με την υδατοσφαίριση ως τερματοφύλακας, ενώ περιστασιακά έπαιζε και ποδόσφαιρο.

Ο Τσικλητήρας δεν επαναπαύτηκε στη δόξα του. Όταν λίγο καιρό αργότερα ξέσπασε ο Βαλκανικός Πόλεμος, στρατεύθηκε με το βαθμό του λοχία και αρνήθηκε να κάνει χρήση του ειδικού προνομίου, που του επέτρεπε να μείνει στα «μετόπισθεν», αλλά ζήτησε να πάει στην «πρώτη γραμμή», όπως όλα τα ελληνόπουλα. Δυστυχώς εκεί προσβλήθηκε από μηνιγγίτιδα και στις 10 Φεβρουαρίου 1913 πέθανε, σε ηλικία μόλις 25 ετών. Ωστόσο το όνομά του έμεινε για πάντα χαραγμένο με ολόχρυσα γράμματα στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού.

Στην κηδεία του υπήρξε κοσμοσυρροή, αφού χιλιάδες πολίτες πήγαν για τον συνοδέψουν στην τελευταία του κατοικία, ως ύστατο φόρο τιμής στον άνθρωπο που δόξασε την Ελλάδα. Το στάδιο Πύλου πήρε το όνομά του, όπως και η οδός στην Αθήνα πίσω από το Παναθηναϊκό Στάδιο, ενώ ο Πανελλήνιος κάθε χρόνο διοργανώνει το διεθνές μίτινγκ στίβου «Τσικλητήρεια», με τη συμμετοχή μεγάλων αθλητών απ'' όλο τον κόσμο.

 

Περικλής Κακούσης

Χρονικά υπήρξε ο πρώτος Έλληνας «χρυσός» Ολυμπιονίκης του 20ου αιώνα, ο πρώτος που κατέκτησε χρυσό μετάλλιο μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, αλλά και ο πρώτος αθλητής στην ιστορία της ελληνικής άρσης βαρών, που κατέκτησε χρυσό μετάλλιο.

Ο Περικλής Κακούσης γεννήθηκε το 1879, ήταν αθλητής του Πανελλήνιου Γ.Σ. και πήρε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σεντ Λούις το 1904. Επειδή τα έξοδα για ένα τέτοιο ταξίδι εκείνη την εποχή ήταν υπερβολικά για τα ελληνικά δεδομένα, καλύφθηκαν κατά ένα ποσοστό από τον σύλλογό του και τους συναθλητές του, ενώ ένα άλλο ποσό έβαλε ο ίδιος από την τσέπη του. Γι'' αυτό και ταξίδεψε την τελευταία στιγμή στις Η.Π.Α.

Όμως έπιασαν τόπο οι θυσίες. Ο Κακούσης δεν κατέκτησε απλώς το χρυσό μετάλλιο στην άρση βαρών με δύο χέρια στην κατηγορία των βαρέων βαρών, αλλά ήταν και ο μοναδικός αθλητής της Ευρώπης που κατάφερε να ανέβει στο βάθρο των νικητών, καθώς και στις δύο κατηγορίες του αθλήματος, όλες τις άλλες θέσεις τις κατέλαβαν Αμερικανοί αρσιβαρίστες.

Ο Έλληνας Ολυμπιονίκης σήκωσε 111,70 κιλά, επίδοση που αποτελούσε τότε νέο παγκόσμιο ρεκόρ και άφησε στη δεύτερη θέση τον Όσκαρ Πολ Όστχοφ, που σήκωσε 84,37 κιλά και στην τρίτη θέση τον Φρανκ Κούνγκλερ, που σήκωσε 79,61 κιλά. Οι δύο Αμερικανοί αθλητές ήταν οι κορυφαίοι αρσιβαρίστες στον κόσμο εκείνη την εποχή και διακρίθηκαν και στην κατηγορία της άρσης βαρών με το ένα χέρι, καθώς ο Όστχοφ πήρε το χρυσό μετάλλιο και ο Κούνγκλερ το χάλκινο.

Ο Κακούσης πήρε μέρος και στη διελκυνστίδα, όπου ήταν 5ος. Μετά τους Αγώνες παρέμεινε στις Η.Π.Α., όμως ερχόταν στην Ελλάδα και έπαιρνε μέρος σε διεθνείς αγώνες, όπως αυτούς που έγιναν στην Αθήνα το 1906.

 

Νικόλαος Γεωργαντάς

Ο Νίκος Γεωργαντάς υπήρξε ένας από τους κορυφαίους αθλητές της Ελλάδας. Γεννήθηκε το 1878 στο Στενό Αρκαδίας και ως δάσκαλος υπηρέτησε αρχικά στο Βόλο, γι'' αυτό και για ένα διάστημα ανήκε στον Γ.Σ. Βόλου. Αργότερα μετατέθηκε στην Αθήνα και εντάχθηκε στον Πανελλήνιο Γ.Σ. και ως αθλητής του έλαβε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σεντ Λούις το 1904.

Ο Γεωργαντάς αγωνίστηκε στη δισκοβολία και κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο με επίδοση 37.68. Πρώτος ήρθε ο Αμερικανός Μάρτιν Σέρινταν με 39.28 και δεύτερος ο επίσης Αμερικανός Ραλφ Ρόουζ με την ίδια επίδοση. Το εκπληκτικό είναι ότι στην Ελλάδα αντιμετωπίστηκε σαν αποτυχία η διάκριση αυτή, παρ'' όλο που ο Έλληνας πρωταθλητής είχε ξεπεράσει τον εαυτό του. Χωρίς να υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος, όλοι πίστευαν ότι σίγουρα θα κατακτούσε το χρυσό μετάλλιο κι έτσι οι πάντες απογοητεύτηκαν. Κι όμως, στον αγώνα ο Γεωργαντάς είχε ξεπεράσει τον εαυτό του κατά δύο μέτρα, αφού είχε πάει στο Σεντ Λούις με ατομικό ρεκόρ 35.82. Πέτυχε 37.68, που αποτελούσε νέο πανελλήνιο ρεκόρ, ενώ ο νικητής της δισκοβολίας ήταν κάτοχος του παγκοσμίου ρεκόρ (40.71) και μάλιστα ο μόνος στον κόσμο που είχε «σπάσει» το φράγμα των 40 μέτρων.

Στο Σεντ Λούις ο Γεωργαντάς πήρε ακόμη μέρος στη σφαιροβολία, αλλά ακυρώθηκε, και στη διελκυνστίδα, όπου ήταν 5ος. Τέσσερα χρόνια αργότερα, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου το 1908, οι χώρες που μετείχαν παρέλασαν για πρώτη φορά με τις σημαίες τους στην τελετή έναρξης και ο Νίκος Γεωργαντάς ήταν ο σημαιοφόρος της Ελλάδας. Πήρε την 6η θέση στην ελληνική δισκοβολία με επίδοση 33.20, ενώ αγωνίστηκε και στα προκριματικά της σφαιροβολίας, της δισκοβολίας και του ακοντισμού.

Στη Μεσολυμπιάδα της Αθήνας το 1906, κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στη λιθοβολία με 19.925, το αργυρό στην ελληνική δισκοβολία με 32.80 και το αργυρό στην ελεύθερη δισκοβολία με 38.06. Μέχρι το 1920 πρωταγωνιστούσε στο στίβο, σημειώνοντας 34 πανελλήνιες νίκες και καταρρίπτοντας 13 φορές το πανελλήνιο ρεκόρ στη σφαίρα, τον δίσκο, αλλά και τη λιθοβολία, ένα αγώνισμα που αργότερα καταργήθηκε, τότε όμως ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές και μάλιστα ο Γεωργαντάς είχε καταρρίψει και το παγκόσμιο ρεκόρ. Το 1921 σταμάτησε να αγωνίζεται και μετανάστευσε στις Η.Π.Α. Πέθανε το 1958.

 

Μιχαήλ Δώριζας

Υπήρξε ο κορυφαίος Έλληνας ρίπτης στις αρχές του 20ου αιώνα και μάλιστα με διακρίσεις και στα τρία αγωνίσματα, τον ακοντισμό, τη δισκοβολία και τη σφαιροβολία. Ο Μιχάλης Δώριζας γεννήθηκε το 1888 στην Κωνσταντινούπολη, αλλά η καταγωγή του ήταν από τα Δωριζάτα της Κεφαλονιάς. Ο πατέρας του ήταν διπλωμάτης, όμως δεν τον γνώρισε ποτέ γιατί πέθανε λίγο πριν γεννηθεί, ενώ σε ηλικία τεσσάρων ετών έχασε και τη μητέρα του.

Σπούδασε στη Ροβέρτειο Σχολή της Κωνσταντινούπολης και από πολύ νωρίς έδειξε τις αθλητικές του ικανότητες. Δεν ήταν ψηλός, αλλά μετρίου αναστήματος (1.77 εκ.) και βαρύς (106 κιλά), ωστόσο είχε τρομερή δύναμη. Αρχικά ανήκε στον Γ.Σ. Ερμής και αργότερα εντάχθηκε στον Εθνικό Γ.Σ.

Οι διακρίσεις ήρθαν με τις πρώτες του εμφανίσεις. Νίκησε πολλές φορές στους Πανελλήνιους Αγώνες και κατέρριψε το πανελλήνιο ρεκόρ, τόσο στη σφαιροβολία όσο και στη δισκοβολία (και στα δύο στιλ), αλλά και στη λιθοβολία, που εκείνη την εποχή ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής. Μάλιστα, στη Μεσολυμπιάδα της Αθήνας το 1906 πήρε το χάλκινο μετάλλιο σ'' αυτό το αγώνισμα με βολή 18.585. Ωστόσο, η μεγαλύτερη διάκριση της καριέρας του ήρθε στον ελεύθερο ακοντισμό.

Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου το 1908, έριξε βολή 51.36, που αποτελούσε νέο πανελλήνιο ρεκόρ και κατέκτησε το αργυρό μετάλλιο, πίσω από τον Σουηδό κάτοχο του παγκοσμίου ρεκόρ, Έρικ Λέμινγκ, που πέτυχε βολή 54.44. Τρίτος ήρθε ο Νορβηγός Άρνε Χάλσε με βολή 49.73. Η ατυχία του Δώριζα ήταν ότι την ημέρα που αγωνιζόταν υπέφερε από βαρύ κρυολόγημα κι αυτό του στέρησε μια μεγαλύτερη επίδοση. Όμως παρά τις αντίξοες συνθήκες, έδωσε μεγάλη μάχη και κατάφερε να μπει στο «πάνθεον» των Ελλήνων Ολυμπιονικών. Ακόμη, πήρε μέρος στην ελληνική δισκοβολία, τη δισκοβολία και τη σφαιροβολία, αλλά χωρίς σημαντική διάκριση.

Μετείχε και στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Στοκχόλμης το 1912, όπου ήταν 11ος στη σφαιροβολία (12.05) και 13ος στη δισκοβολία (39.28). Κατά καιρούς ασχολήθηκε και με το πένταθλο.

Μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων μετανάστευσε στις Η.Π.Α. και έγινε εκλεκτό στέλεχος της ελληνικής ομογένειας. Μιλούσε οκτώ γλώσσες και υπήρξε καθηγητής Γεωγραφίας και Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια, ενώ ασχολήθηκε συστηματικά και με την έρευνα γύρω από την επιστήμη του. Γι'' αυτό έκανε αρκετές φορές το γύρο του κόσμου μετέχοντες σε ερευνητικές αποστολές. Πέθανε το 1957 στη Φιλαδέλφεια, αφήνοντας ένα πλούσιο έργο πίσω του.

 

Αναστάσιος Μεταξάς

Κατάφερε να διακριθεί και στους δύο σημαντικούς τομείς της ζωής του. Ως επιστήμονας και αρχιτέκτονας ήταν αυτός που ανέλαβε το τεράστιο και εθνικής σημασίας έργο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, που ήταν ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός της ανακαίνισης του Παναθηναϊκού Σταδίου. Ως αθλητής της σκοποβολής κατάφερε να κατακτήσει το χάλκινο μετάλλιο, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου το 1908.

Ο Αναστάσιος Μεταξάς γεννήθηκε το 1862 στην Αθήνα και ήταν μέλος της Αθηναϊκής Λέσχης. Πήρε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες το 1896 στη σκοποβολή και ήρθε 4ος στην καραμπίνα τριών στάσεων από 300μ. και 4ος στη βολή με καραμπίνα από 200μ., όπου η Ελλάδα πέτυχε τριπλή νίκη. Πρώτος ήταν ο Παντελής Καρασεβδάς, δεύτερος ο Παναγιώτης Παυλίδης και τρίτος ο Νίκος Τρικούπης.

Το 1900 και το 1904 δεν μετείχε στην ελληνική αποστολή. Σε Ολυμπιακούς Αγώνες επανεμφανίστηκε το 1908 στο Λονδίνο και στο τυφέκιο κατά πήλινων στόχων συγκέντρωσε 57 βαθμούς και κατέκτησε την 3η θέση, ισοβαθμώντας με τον Βρετανό Αλεξάντερ Μάουντερ. Το χρυσό μετάλλιο κατέκτησε ο Καναδός Βάλτερ Έβινγκ με 72 βαθμούς και το αργυρό ο συμπατριώτης του Τζορτζ Μπίτι με 60 βαθμούς. Ο Μεταξάς πήρε μέρος και στη βολή κατά περιστερών, όπου μετείχαν 286 αθλητές και επίσης κατέκτησε την 3η θέση, όμως πολλοί ιστορικοί θεωρούν πως ήταν αγώνισμα επίδειξης και όχι επίσημο, γι'' αυτό και δεν αναγνωρίζουν στον Μεταξά δεύτερο χάλκινο μετάλλιο. Ούτε η ΔΟΕ το αναφέρει στο αρχείο της ως αγώνισμα.

Έδωσε το «παρών» και τέσσερα χρόνια αργότερα, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Στοκχόλμης, και ήρθε 4ος στη βολή κατά πήλινων στόχων και 35ος στο αυτόματο πιστόλι. Μάλιστα, στη συγκεκριμένη διοργάνωση ήταν Αρχηγός της ελληνικής αποστολής. Τέλος, στη Μεσολυμπιάδα της Αθήνας το 1906, είχε κατακτήσει το αργυρό μετάλλιο στη βολή κατά διπλών πήλινων στόχων.

Ως αρχιτέκτονας ήταν από τους πιο φημισμένους στην εποχή του. Ανέλαβε, πέρα από το Παναθηναϊκό Στάδιο, και τον σχεδιασμό του Σκοπευτηρίου της Καλλιθέας, το οποίο φιλοξένησε τα αγωνίσματα της σκοποβολής το 1896, αλλά και πλήθος άλλων έργων τα μετέπειτα χρόνια. Πέθανε το 1937.

 

Εθνική Ομάδα Σκοποβολής

Με τον Ελληνικό Στρατό να βρίσκεται στη Μικρά Ασία, η επιλογή των αθλητών που ταξίδεψαν το 1920 στην Αμβέρσα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, έγινε κάτω από αντίξοες συνθήκες. Η μοναδική διάκριση για την Ελλάδα ήρθε στη σκοποβολή και όχι σε ατομικό αγώνισμα.

Η Εθνική ομάδα, αποτελούμενη από τους Αλέξανδρο Βρασιβανόπουλο, Αλέξανδρο Θεοφυλάκη, Ιωάννη Θεοφυλάκη, Γεώργιο Μωραϊτίνη και Ιάσωνα Σαππά, κατέκτησε τη 2η θέση στο ομαδικό βολής με αυτόματο πιστόλι από 30μ. Συγκέντρωσε 1.285 βαθμούς και πήρε το αργυρό μετάλλιο. Πρώτη ήταν η ομάδα των Η.Π.Α. με 1.310 βαθμούς και τρίτη η ομάδα της Ελβετίας με 1.270 βαθμούς. Συνολικά πήραν μέρος 23 Εθνικές ομάδες κι αυτό ήταν το τελευταίο μετάλλιο που κατέκτησε η Ελλάδα στη σκοποβολή, ένα άθλημα όπου μέχρι τότε είχε πολλές και σημαντικές επιτυχίες.

Ο Αλέξανδρος Βρασιβανόπουλος ήταν από τον Βόλο και το 1920 σε ατομικό επίπεδο πήρε την 4η θέση στο ελεύθερο πιστόλι. Ο Γεώργιος Μωραϊτίνης ήταν από την Αίγυπτο και έλαβε μέρος και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1924, όμως χωρίς να διακριθεί. Ο Ιάσων Σαππάς ήταν από την Αθήνα και το 1920 σε ατομικό επίπεδο πήρε την 8η θέση στο ελεύθερο πιστόλι.

Αντίθετα με τους προηγούμενους, τα αδέλφια Θεοφυλάκη, που ήταν από τη Σπάρτη, είχαν μακρά και σημαντική παρουσία σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Ο Αλέξανδρος πρωτοεμφανίστηκε το 1896 στην Αθήνα, στο αγώνισμα της καραμπίνας τριών στάσεων. Στη Μεσολυμπιάδα της Αθήνας το 1906 πήρε το αργυρό μετάλλιο στο στρατιωτικό πιστόλι από 20μ. Το 1908 στο Λονδίνο, το 1912 στη Στοκχόλμη, το 1920 στην Αμβέρσα και το 1924 στο Παρίσι, μετείχε τόσο σε ομαδικά όσο και σε ατομικά αγωνίσματα. Ανάλογη ήταν και η παρουσία του αδελφού του Ιωάννη, ο οποίος το 1896 στην Αθήνα είχε λάβει μέρος στην καραμπίνα τριών στάσεων και στην ελεύθερη καραμπίνα, όπου είχε πάρει την 9η θέση. Μετείχε σε ομαδικά και ατομικά αγωνίσματα, το 1908 στο Λονδίνο, το 1912 στη Στοκχόλμη, όπου πέρα των άλλων πήρε την 4η θέση στην στρατιωτική καραμπίνα από 600μ., το 1920 στην Αμβέρσα, όπου πάλι στην στρατιωτική καραμπίνα από 600μ. πήρε την 4η θέση, και το 1924 στο Παρίσι.

Πρέπει να σημειωθεί, πως η ΔΟΕ στα αρχεία της αναφέρει στην ελληνική Εθνική Ομάδα Σκοποβολής του 1920 τον Γεώργιο Βαφειάδη αντί του Αλέξανδρου Βρασιβανόπουλου, όμως εξακριβωμένα αυτό δεν είναι σωστό. Άλλωστε, σύμφωνα με την ΕΟΕ, ο Βαφειάδης πήρε μέρος μόνο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1924 στο Παρίσι, όπου μετείχε χωρίς να διακριθεί στο αυτόματο πιστόλι.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ