Αφιέρωμα-Ολυμπιακοί Αγώνες: Οι Έλληνες Ολυμπιονίκες 1896 (Μέρος 2ο)

Αφιέρωμα-Ολυμπιακοί Αγώνες: Οι Έλληνες Ολυμπιονίκες 1896 (Μέρος 2ο)

(Φωτ. Ο Καρλ Σούμαν και ο Γεώργιος Τσίτας λίγο πριν τον μεταξύ τους τελικό στην πάλη. Photo by Albert Meyer)

Λεωνίδας Πύργος

Από τους μεγαλύτερους ξιφομάχους της εποχής, ο Λεωνίδας Πύργος, γεννήθηκε το 1871 στη Μαντίνεια Αρκαδίας, ήταν γιος του ξακουστού οπλοδιδάσκαλου Νικολάου Πύργου και σε νεαρή ηλικία έγινε μέλος της Αθηναϊκής Λέσχης.

Κατέκτησε το πρώτο -χρονικά- χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896 κι έτσι έγινε ο πρώτος Έλληνας Ολυμπιονίκης της σύγχρονης εποχής. Γι'' αυτό και γνώρισε μεγάλη δόξα στη συνέχεια.

Στον τελικό του ξίφους μάστερς (ασκήσεως οπλοδιδασκάλων), που διεξήχθη στο Ζάππειο τη 2η ημέρα των Αγώνων στις 7 Απριλίου (26 Μαρτίου με το παλιό ημερολόγιο), αντιμετώπισε τον φημισμένο Γάλλο ξιφομάχο Μορίς Περονέ, ο οποίος κατοικούσε μόνιμα στην Ελλάδα και ήταν καθηγητής ξιφασκίας. Η μάχη ήταν αμφίρροπη, λόγω της δεξιοτεχνίας και των δύο. Όταν ο Πύργος κατάφερε να πετύχει το καθοριστικό χτύπημα και να νικήσει 3-1, ο κόσμος που παρακολουθούσε με αγωνία την αναμέτρηση, τον πήρε από το Ζάππειο και σηκωτό στους ώμους τον περιέφερε στους δρόμους της Αθήνας, όπου γνώρισε πραγματική αποθέωση από τα πλήθη.

Αργότερα τον τίμησε η βασιλική οικογένεια και έγινε ένα από τα πιο σεβαστά πρόσωπα της αθηναϊκής κοινωνίας. Υπήρξε εκ των κορυφαίων εκπαιδευτών και έγραψε πλήθος εγχειριδίων για το άθλημα της ξιφασκίας.

 

Ιωάννης Γεωργιάδης

Ο Ιωάννης Γεωργιάδης γεννήθηκε το 1876 στην Τρίπολη. Από μικρή ηλικία έδειξε ότι είχε πάθος για τον αθλητισμό και μάλιστα άρχισε να ασχολείται με πολλά αθλήματα ταυτόχρονα και στα περισσότερα έδειξε εξαιρετική ικανότητα και είχε διακρίσεις. Τον κέρδισε όμως η ξιφασκία και ως ξιφομάχος συμμετείχε τελικά στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896. Πήρε μέρος στη σπάθη και ήταν ανίκητος.

Στην πορεία του προς το χρυσό μετάλλιο νίκησε διαδοχικά τον Γιώργο Ιατρίδη με 3-0, τον Αυστριακό Αντολφ Σμαλ με 3-2 και τον Δανό Χόλγκερ Νίλσεν με 3-2. Η αναμέτρηση με τον Τηλέμαχο Καράκαλο ήταν σαν τελικός, αφού και οι δύο Έλληνες είχαν μόνο νίκες, και υπήρξε συγκλονιστική. Ο Γεωργιάδης επιβλήθηκε με 3-2 στα χτυπήματα, σε μια από τις πιο δραματικές μονομαχίες της διοργάνωσης, και αναδείχθηκε Ολυμπιονίκης με 4 νίκες. Ο Καράκαλος πήρε το ασημένιο με 3 νίκες-1 ήττα, ενώ τρίτος ήταν ο Νίλσεν με 2 νίκες-2 ήττες.

Ο Γεωργιάδης πήρε μέρος και στους Ολυμπιακούς Αγώνες που έγιναν το 1912 στη Στοκχόλμη, τόσο στο ομαδικό όσο και στο ατομικό της σπάθης, όμως ακυρώθηκε επειδή οι διοργανωτές έκριναν πως τα χτυπήματά του ήταν πολύ δυνατά και επικίνδυνα για τους αντιπάλους του. Πάντα στη σπάθη ήταν παρών και στους Αγώνες του 1924 στο Παρίσι, σε ομαδικό και ατομικό. Μάλιστα στη συγκεκριμένη διοργάνωση ήταν και Αρχηγός της ελληνικής αποστολής. Το 1906 εμφανίστηκε στη Μεσολυμπιάδα της Αθήνας και ήρθε πρώτος στη σπάθη και δεύτερος στο ομαδικό της σπάθης.

Με το ίδιο πάθος δόθηκε και στην επιστήμη του που ήταν η ιατρική. Έγινε ιατροδικαστής και αργότερα τοξικολόγος, αναπτύσσοντας έντονη επαγγελματική δράση. Αρχικά οργάνωσε το χειρουργικό τμήμα του Δημοτικού Βρεφοκομείου. Το 1909 ίδρυσε το Ανθρωπομετρικό Τμήμα της Αστυνομίας. Το 1912 εξελέγη καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και την ίδια χρονιά ίδρυσε το Νεκροτομείο Αθηνών. Από το 1947 διετέλεσε επιστημονικός σύμβουλος του Εργαστηρίου Εγκληματολογικής Σήμανσης του Υπουργείου Εσωτερικών. Και κατά περιόδους (1918-1920, 1924-1927, 1930-1936) διετέλεσε μέλος της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων (ΕΟΑ). Πέθανε στην Αθήνα το 1960.

 

Τηλέμαχος Καράκαλος

Γεννήθηκε το 1866 στη Δημητσάνα και ήταν γόνος μιας από τις πιο ονομαστές οικογένειες, από την οποία βγήκαν Πατριάρχες, αλλά και πολλοί αγωνιστές του Έθνους. Ο ίδιος επέλεξε να ακολουθήσει το δρόμο του στρατιωτικού, μπήκε στη Σχολή Ευελπίδων και αποφοίτησε με άριστα.

Ήταν εκπληκτικός ξιφομάχος και ως αθλητής του Πανελλήνιου Γ.Σ., πήρε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896. Στη σπάθη νίκησε διαδοχικά τον Αυστριακό Άντολφ Σμαλ με 3-0, τον Δανό Χόλγκερ Νίλσεν με 3-2 και τον Έλληνα Γιώργο Ιατρίδη με 3-0. Στο τέλος βρέθηκε αντιμέτωπος με τον άλλο σπουδαίο Έλληνα αθλητή της σπαθασκίας, Ιωάννη Γεωργιάδη. Η μονομαχία αυτή ήταν από τις πιο συγκλονιστικές στη διοργάνωση, καθώς οι δύο αθλητές ήταν ισάξιοι και το αθηναϊκό κοινό αδυνατούσε να ταχθεί υπέρ του ενός ή του άλλου. Αγωνιούσε και για τους δύο, χειροκροτούσε κάθε φορά την προσπάθεια και των δύο.

Για αρκετή ώρα το σκορ ήταν ισόπαλο, όμως κάποια στιγμή ο Γεωργιάδης πέτυχε το καθοριστικό χτύπημα, νίκησε 3-2 και κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο. Στη σπάθη ίσχυε το σύστημα της βαθμολογίας κι αυτή ήταν η μοναδική ήττα που γνώρισε ο Καράκαλος, οπότε πήρε το αργυρό μετάλλιο. Η τρίτη θέση πήγε στον Δανό σπαθομάχο Νίλσεν, καθώς είχε 2 νίκες και 2 ήττες.

Ως στρατιωτικός είχε λαμπρή σταδιοδρομία και έφτασε μέχρι τον βαθμό του υποστράτηγου. Πήρε μέρος σε όλους τους πολέμους που έδωσε τότε η Ελλάδα και αποστρατεύτηκε με τιμές μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων. Πολύπλευρη προσωπικότητα, με έντονη κοινωνική δράση και φιλοσοφικές ανησυχίες, ασχολήθηκε στη συνέχεια με τη συγγραφή και έγραψε ποιήματα, θεατρικά έργα, αλλά και βιβλία που διδάσκονταν στη Σχολή Ευελπίδων. Πέθανε το 1951.

 

Γεώργιος Τσίτας

Ο Γιώργος Τσίτας γεννήθηκε το 1872 στη Σμύρνη και σε μικρή ηλικία ήρθε οικογενειακώς στην Αθήνα. Τόσο ο πατέρας του όσο και ο αδελφός του είχαν ασχοληθεί με την πάλη, οπότε και αυτός βρέθηκε από νωρίς στις παλαίστρες. Μάλιστα είχε ως δάσκαλο τον περίφημο Κουταλιανό και διακρίθηκε στα Τήνια το 1895.

Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896, διεξήχθη μόνο μια κατηγορία ελληνορωμαϊκής πάλης, που στα αρχεία της ΔΟΕ έχει καταχωρηθεί ως βαρέων βαρών. Αρχικά, ο αθλητής του Πανελλήνιου Γ.Σ., σ'' έναν αμφίρροπο αγώνα, νίκησε τον Στέφανο Χριστόπουλο και έφτασε στον τελικό, όπου βρέθηκε αντιμέτωπος μ'' έναν πραγματικό υπεραθλητή, τον Γερμανό Καρλ Σούμαν. «Μεγαθήρια» και οι δύο, με εντυπωσιακή μυϊκή δύναμη, πάλεψαν για πολλή ώρα χωρίς να καταφέρει ο ένας να κάμψει την αντίσταση του άλλου και μετά από 40 λεπτά δεν είχε αναδειχθεί νικητής. Τότε αποφασίστηκε ο αγώνας να διακοπεί και να συνεχιστεί την επόμενη μέρα.

Έτσι κι έγινε. Με τη συμπλήρωση του 20λεπτου ο Σούμαν κατάφερε να νικήσει με πτώση τον Έλληνα παλαιστή και πήρε το χρυσό μετάλλιο, αφήνοντας στον Τσίτα το αργυρό και στον Χριστόπουλο το -μετέπειτα- χάλκινο. Ο Γερμανός αθλητής είναι μοναδική περίπτωση στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων, καθώς πέρα από την πάλη, πήρε τρία χρυσά μετάλλια και στη γυμναστική, γι'' αυτό μαζί με τον Σπύρο Λούη θεωρούνται οι δύο μεγάλες μορφές της διοργάνωσης.

Αρτοποιός και ζαχαροπλάστης στο επάγγελμα ο Τσίτας, μετά τους Ολυμπιακούς δεν ξαναπήρε μέρος σε αγώνες, αλλά μαζί με τον αδελφό του αφοσιώθηκαν στο μαγαζί τους και κατάφεραν να το κάνουν ένα από τα πιο φημισμένα της Αθήνας. Πέθανε στα χρόνια της γερμανικής κατοχής.

 

Σωτήριος Βερσής

Στα τέλη του 19ου αιώνα, ένας από τους κορυφαίους αθλητές της Ελλάδας και πιο πολυσύνθετους, με πάρα πολλές διακρίσεις, ήταν ο Σωτήρης Βερσής. Γεννήθηκε το 1875 στην Αθήνα και ανήκε στον Πανελλήνιο Γ.Σ.

Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 πήρε μέρος σε τέσσερα διαφορετικά αγωνίσματα και στα δύο από αυτά κατέκτησε την τρίτη θέση, η οποία εκ των υστέρων αναγνωρίστηκε ως χάλκινο μετάλλιο. Συγκεκριμένα, αγωνίστηκε στην άρση βαρών με δύο χέρια, στην κατηγορία που η ΔΟΕ αργότερα καταχώρησε ως βαρέων βαρών και σήκωσε 90 κιλά. Πρώτος ήρθε ο Δανός Βίγκο Γιένσεν με 111,15 κιλά και δεύτερος ο Βρετανός Λάουνσεστον Έλιοτ με 111,05 κιλά. Μετείχε και στην άρση βαρών με ένα χέρι, επίσης στα βαρέα βάρη, όπου σήκωσε 40 κιλά και πήρε την 4η θέση.

Στον στίβο πήρε μέρος σε δύο αγωνίσματα της ρίψης. Στη δισκοβολία πέτυχε βολή 27.78 μέτρων και ήρθε τρίτος, πίσω από τον σπουδαίο Αμερικάνο ρίπτη Ρόμπερτ Γκάρετ (29.15μ.) και τον Έλληνα Παναγιώτη Παρασκευόπουλο (28.95μ.). Στη σφαιροβολία, όπου πάλι πρώτος ήρθε ο Ρόμπερτ Γκάρετ με 11.22μ., ο Βερσής έμεινε στην 6η θέση. Τη δεύτερη και την τρίτη θέση πήραν δύο Έλληνες αθλητές, ο Μιλτιάδης Γούσκος με 11.20μ. και ο Γιώργος Παπασιδέρης με 10.36μ.

Υπήρξε κάτοχος του πανελλήνιου ρεκόρ, τόσο στη σφαιροβολία με 11.49μ., επίδοση που σημείωσε το 1900 σε αγώνες στην Αθήνα, όσο και στη δισκοβολία με 29.50μ., επίδοση που σημείωσε το 1896 σε Αγώνες στην Πάτρα. Πήρε μέρος και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1900 στο Παρίσι, αλλά όπως ολόκληρη η ελληνική αποστολή, έτσι κι αυτός δεν κατάφερε να διακριθεί στη σφαιροβολία. Ακόμη, συνήθιζε κατά καιρούς να παίρνει μέρος και σε αγώνες σκοποβολής.

Προερχόταν από εύπορη οικογένεια, σπούδασε στην Εμπορική Ακαδημία και υπήρξε ένας από τους πιο πετυχημένους χρηματιστές της εποχής. Έφυγε όμως νωρίς από τη ζωή, καθώς το 1918 προσβλήθηκε από ασιατική γρίπη και πέθανε.

 

Στέφανος Χριστόπουλος

Ο Στέφανος Χριστόπουλος υπήρξε ένας από τους κορυφαίους Έλληνες παλαιστές της εποχής. Γεννήθηκε το 1876 στην Πάτρα και ήταν αθλητής της Γυμναστικής Εταιρείας Πατρών. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896, πολλοί τον θεωρούσαν ως το φαβορί για το χρυσό μετάλλιο και ίσως να επαληθεύονταν αν στον ημιτελικό δεν τραυματιζόταν και αναγκαζόταν να εγκαταλείψει τον αγώνα.

Διέθετε δύναμη και παρά το βάρος του είχε το χάρισμα της ευκινησίας. Στη μοναδική κατηγορία της ελληνορωμαϊκής πάλης, που διεξήχθη στην Αθήνα και που στα αρχεία της ΔΟΕ έχει καταχωρηθεί ως βαρέων βαρών, πάλεψε αρχικά με τον Ούγγρο Ταπόβιτσα, τον νίκησε και τον απέκλεισε και στη συνέχεια κλήθηκε να αντιμετωπίσει έναν άλλο σπουδαίο Έλληνα παλαιστή, τον Γιώργο Τσίτα. Η αναμέτρησή τους πήρε το χαρακτηρισμό της «γιγαντομαχίας» και προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον στο κοινό, που συγκεντρώθηκε για να τους δει να παλεύουν. Η «μάχη» ήταν συγκλονιστική, όμως κάποια στιγμή ο Χριστόπουλος από μια λαβή βρέθηκε στο έδαφος, τραυματίστηκε στον ώμο και δυσκολεύτηκε να συνεχίσει. Έτσι αποκλείστηκε και αρκέστηκε στην τρίτη θέση, που πολλά χρόνια αργότερα αναγνωρίστηκε από τη ΔΟΕ ως χάλκινο μετάλλιο. Στον τελικό ο Τσίτας έχασε πολύ δύσκολα από τον Γερμανό «υπεραθλητή» Καρλ Σούμαν.

Ιχθυοπώλης στο επάγγελμα, ο Στέφανος Χριστόπουλος συνέχισε να παλεύει και τα επόμενα χρόνια. Κατέκτησε δύο φορές την πρώτη θέση σε Πανελλήνιους Αγώνες, στην κατηγορία των βαρέων βαρών, το 1904 και το 1906, ενώ περιστασιακά ασχολήθηκε και με την άρση βαρών. Μάλιστα κατετάγη δεύτερος στους Πανελλήνιους Αγώνες του 1906. Όταν σταμάτησε να παλεύει, παρέμεινε κοντά στις παλαίστρες και ανέδειξε νέους παλαιστές.

 

Αλέξανδρος Νικολόπουλος

Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896, υπήρξαν δύο κατηγορίες στην άρση βαρών και στις δύο η Ελλάδα πήρε την 3η θέση, που αργότερα αναγνωρίστηκε ως χάλκινο μετάλλιο. Στην άρση με δύο χέρια ήταν ο Σωτήρης Βερσής και στην άρση βαρών με ένα χέρι ο Αλέξανδρος Νικολόπουλος, ο οποίος σήκωσε 57 κιλά, όσα και ο Δανός Βίγκο Γιένσεν, που όμως πήρε τη 2η θέση. Κι αυτό γιατί οι κανονισμοί της εποχής έδιναν την ευχέρεια στους κριτές, σε περίπτωση ισοβαθμίας, να αποφασίζουν την κατάταξη με βάση την καλύτερη τεχνική του κάθε αθλητή κι έτσι προτίμησαν το στιλ του Γιένσεν. «Χρυσός» Ολυμπιονίκης αναδείχθηκε ο Βρετανός Λάουνσεστον Έλιοτ, που σήκωσε 71 κιλά.

Από αυτούς τους δύο αρσιβαρίστες έχασε και ο Βερσής, μόνο που στην άρση βαρών με δύο χέρια αντάλλαξαν θέση στο βάθρο, καθώς το χρυσό μετάλλιο κατέκτησε ο Γιένσεν και το αργυρό ο Έλιοτ. Σ'' αυτό το αγώνισμα ο Αλέξανδρος Νικολόπουλος περιορίστηκε στην 6η θέση.

Ο Νικολόπουλος γεννήθηκε στη Μεσσήνη το 1875 και σπούδασε ιατρική. Ως αθλητής είχε διακριθεί στα Τήνια και αργότερα διετέλεσε μέλος και σύμβουλος του Ομίλου των Φιλάθλων.

 

Περικλής Πιερράκος-Μαυρομιχάλης

Τα βιογραφικά στοιχεία που σώζονται για τον Περικλή Πιερράκο-Μαυρομιχάλη είναι ότι ήταν στρατιωτικός και την εποχή που έγιναν οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αθήνα είχε το βαθμό του υπίλαρχου, αλλά και πως ως ξιφομάχος ανήκε στην Αθηναϊκή Λέσχη.

Το 1896 αγωνίστηκε στο ξίφος ασκήσεως, μαζί με άλλους επτά αθλητές. Στον πρώτο αγώνα νίκησε τον Γάλλο Ανρί Ντε Λαμπορντέ, στον δεύτερο αγώνα νίκησε τον Γιάννη Πούλο, αλλά στον ημιτελικό ηττήθηκε από τον Γάλλο Ανρί Καγιό. Έτσι, με δύο νίκες και μια ήττα ο Έλληνας ξιφομάχος πήρε την 3η θέση, η οποία αργότερα αναγνωρίστηκε ως χάλκινο μετάλλιο. Το χρυσό μετάλλιο κατέκτησε ο επίσης Γάλλος Ανρί Γκραβελό, ο οποίος στον τελικό νίκησε 3-2 τον συμπατριώτη του Καγιό.


 

Άρης Κωνσταντινίδης

Δυστυχώς δεν σώζονται πολλά βιογραφικά στοιχεία για τον άνθρωπο που μέχρι σήμερα έχει δώσει στην Ελλάδα το μοναδικό χρυσό μετάλλιο στο άθλημα της ποδηλασίας. Σώζονται όμως από τα δημοσιεύματα στον Τύπο εκείνης της εποχής, στοιχεία για την κούρσα, στην οποία ο Άρης Κωνσταντινίδης πήρε μέρος και νίκησε. Ήταν τα 87 χιλιόμετρα επί δημοσίας οδού, ένα αγώνισμα που διεξήχθη στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας για πρώτη και τελευταία φορά.

Συμμετείχαν εννιά αθλητές σε μια εξαντλητική κούρσα δρόμου, με αφετηρία το νοσοκομείο Ευαγγελισμός και διαδρομή Αθήνα-Μαραθώνας και Μαραθώνας-Νέο Φάληρο, όπου βρισκόταν το ποδηλατοδρόμιο. Η προσπάθεια του Κωνσταντινίδη είχε συγκλονιστική εξέλιξη και προκάλεσε τον θαυμασμό όσων την παρακολούθησαν. Έφτασε πρώτος στον Μαραθώνα σε 1 ώρα και 15 λεπτά, αλλά στην επιστροφή χάλασε δύο φορές το ποδήλατό του, που δεν ήταν επαγγελματικών προδιαγραφών όπως αυτά των ξένων αθλητών, με αποτέλεσμα να σταματήσει για αρκετή ώρα. Μάλιστα σε εφημερίδα γράφτηκε τότε πως τη δεύτερη φορά η βλάβη ήταν ανεπανόρθωτη και αναγκάστηκε να δανειστεί επί τόπου το ποδήλατο ενός θεατή για να συνεχίσει τον αγώνα!

Στη στροφή της οδού Κηφισίας προς την Ηρώδου Αττικού, γλίστρησε στη λάσπη, έπεσε και τραυματίστηκε, αλλά πάλι δεν τα παράτησε. Στη Λεωφόρο Φαλήρου κατάφερε να φτάσει τον προπορευόμενο Βρετανό ποδηλάτη, τον προσπέρασε και μπήκε πρώτος στην τελική ευθεία, που τον έφερε ως τον τερματισμό. Όλα αυτά έδωσαν ηρωική διάσταση στην επιτυχία του. Ο Άρης Κωνσταντινίδης τερμάτισε πρώτος με χρόνο 3 ώρες 21:10, αφήνοντας δεύτερο τον Γερμανό Άουγκουστ Γκέντριχ (3 ώρες 31.14) και τρίτο τον Βρετανό Έντουαρντ Μπάτελ, υπάλληλο της βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα.

Ο Κωνσταντινίδης έλαβε μέρος και στην κούρσα των 10 χλμ., όπου ήρθε 5ος, ενώ εγκατέλειψε λόγω βλάβης του ποδηλάτου την κούρσα των 100 χλμ. Επίσης, φαίνεται πως υπήρξε πολυσύνθετος αθλητής, καθώς εμφανίζεται να έχει πάρει μέρος και σε αγωνίσματα του στίβου, χωρίς όμως να διακριθεί.

 

Σταμάτης Νικολόπουλος

Ο Σταμάτης Νικολόπουλος κατάφερε να κατακτήσει δύο αργυρά μετάλλια στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896 και μάλιστα την ίδια ημέρα, αλλά δυστυχώς δεν σώζονται γι'' αυτόν ακριβή βιογραφικά στοιχεία. Ούτε το έτος και ο τόπος γέννησής του, αν και σε μια εφημερίδα της εποχής αναφέρεται ως Πειραιώτης. Κι όμως, ήταν ο μόνος ποδηλάτης -κι ας έχασε τελικά- που κατέφερε να κοντράρει το μεγάλο «αστέρι» της εποχής, τον περίφημο Γάλλο Πολ Μασόν.

Αρχικά πήρε μέρος στην κούρσα ταχύτητας 333μ. (που ήταν η περίμετρος της πίστας), όπου οι ποδηλάτες έπρεπε να τρέξουν έναν γύρο του Ποδηλατοδρομίου πιο γρήγορα από κάθε άλλον. Ο Μασόν τερμάτισε πρώτος με χρόνο 24.00 και ο Νικολόπουλος δεύτερος με χρόνο 26.00, όσο είχε και ο Αυστριακός Άντολφ Σμαλ. Οι κριτές αποφάσισαν να επαναλάβουν οι δυό τους την κούρσα και σ'' αυτό το «μπαράζ» ο Έλληνας ποδηλάτης έκανε 25.40, έναντι 26.60 του Σμαλ. Έτσι, πήρε τη 2η θέση και ο Αυστριακός την 3η.

Στη συνέχεια έλαβε μέρος στην κούρσα ταχύτητας 2 χιλιομέτρων, όπου οι ποδηλάτες έτρεξαν έξι φορές τον γύρο του Ποδηλατοδρομίου. Και εκεί ο Μασόν ήρθε πρώτος με χρόνο 4:58.20 και ο Νικολόπουλος δεύτερος με χρόνο 5:00.20. Μάλιστα στο αγώνισμα αυτό ο Έλληνας αθλητής κατάφερε να ξεπεράσει έναν επίσης σπουδαίο ποδηλάτη, τον Γάλλο Λεόν Φλαμέν, που ήρθε τρίτος.

Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της επιτυχίας του Σταμάτη Νικολόπουλου, δηλαδή να έρθει δεύτερος και στα δύο αγωνίσματα, αρκεί να αναφερθεί πως οι αθλητές που ξεπέρασε στέφθηκαν «χρυσοί» Ολυμπιονίκες στην Αθήνα, σε κάποιο άλλο αγώνισμα. Ο Αυστριακός Σμαλ κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στην κούρσα των 12 ωρών και ο Γάλλος Φλαμέν κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στην κούρσα των 100 χιλιομέτρων. Νίκησε δηλαδή σπουδαίους ποδηλάτες, ενώ ο Μασόν, από τον οποίο έχασε και στα δύο αγωνίσματα, κατέκτησε ακόμη ένα χρυσό μετάλλιο, το τρίτο στη σειρά, στην κούρσα των 10 χιλιομέτρων.

 

Γεώργιος Κωλέττης

Ελάχιστα είναι τα στοιχεία που σώζονται για τον ποδηλάτη Γεώργιο Κωλέττη. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896, πήρε μέρος στην κούρσα των 100 χιλιομέτρων, όπου οι ποδηλάτες έπρεπε να κάνουν 300 φορές τον γύρο του Ποδηλατοδρομίου.

Στις περιγραφές του Τύπου της εποχής ο Έλληνας ποδηλάτης αναφέρεται ως μικροσκοπικός, νευρώδης και με ισχυρή θέληση αθλητής. Το αγώνισμα ήταν εξαντλητικό και αυτός που το ολοκλήρωσε ήταν ο Γάλλος Λεόν Φλαμέν, ο οποίος τερμάτισε με χρόνο 3 ώρες 08.19. Μάλιστα κατά τη διάρκεια της κούρσας έπεσε και χτύπησε, ωστόσο συνέχισε και νίκησε.

Από τους υπόλοιπους αθλητές, ο Κωλέττης ήταν ο μόνος που κρατήθηκε στον αγώνα, έστω κι αν είχε μείνει πίσω. Την ώρα του τερματισμού του Φλαμέν, ο Έλληνας ποδηλάτης είχε συμπληρώσει 289 γύρους κι έτσι πήρε τη δεύτερη θέση και κατέκτησε το αργυρό μετάλλιο, το οποίο ήταν το πρώτο -χρονικά- για την ελληνική ποδηλασία. Όλοι οι άλλοι είχαν εγκαταλείψει, γι'' αυτό και η ΔΟΕ δεν αναγνωρίζει χάλκινο μετάλλιο στο συγκεκριμένο αγώνισμα. Αξίζει να σημειωθεί πως κάποια στιγμή ο Έλληνας αθλητής σταμάτησε λόγω βλάβης του ποδηλάτου και ο Φλαμέν επέδειξε υψηλό αθλητικό πνεύμα, καθώς τον περίμενε να επανέλθει και ύστερα συνέχισε την κούρσα του.

Ο Κωλέττης πήρε μέρος και στο αγώνισμα των 10 χιλιομέτρων επί δημοσίας οδού, όπου τερμάτισε 6ος.

 

Γεώργιος Παρασκευόπουλος

Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896, ο Γεώργιος Παρασκευόπουλος αγωνίστηκε στην ποδηλασία, στο εξαντλητικό αγώνισμα της κούρσας 12 ωρών, όπου οι ποδηλάτες έπρεπε για μισή μέρα να τρέχουν συνεχώς τον γύρο του Ποδηλατοδρομίου, με νικητή αυτόν που θα έκανε τις περισσότερες στροφές. Από τη διεθνή βιβλιογραφία λείπουν στοιχεία για το συγκεκριμένο αγώνισμα, όπου ο Αυστριακός Άντολφ Σμαλ πήρε την 1η θέση, ο Βρετανός Φρανκ Κίπινγκ τη 2η και ο Παρασκευόπουλος την 3η.

Ο Σμαλ φέρεται στις 12 ώρες να διήνυσε 945 γύρους, ο Κίπινγκ έναν λιγότερο και ο Παρασκευόπουλος 940 γύρους, δηλαδή κάλυψε μέσα στο Ποδηλατοδρόμιο 313.330 χλμ. Κάποιοι τον ταυτίζουν με τον Παναγιώτη Παρασκευόπουλο, που στην ίδια διοργάνωση κατέκτησε το αργυρό μετάλλιο στη δισκοβολία, αλλά εξακριβωμένα δεν είναι το ίδιο πρόσωπο.

 

Διονύσιος Κάσδαγλης

Από τους «σκαπανείς» της ελληνικής αντισφαίρισης, ο Διονύσης Κάσδαγλης γεννήθηκε το 1880 στην Αλεξάνδρεια και ήρθε στην Ελλάδα για να λάβει μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896. Εκεί κατέκτησε δύο αργυρά μετάλλια.

Πήρε μέρος και στο απλό και στο διπλό, μαζί με τον Δημήτρη Πετροκόκκινο. Στο απλό του τένις νίκησε διαδοχικά τον Γάλλο Ντεφέρ, τον Έλληνα Αριστείδη Ακρατόπουλο και στον ημιτελικό τον Ούγγρο Μομσίλο Ταπάβιτσα. Στον τελικό αντιμετώπισε έναν από τους πιο διάσημους τενίστες της εποχής, τον Βρετανό Τζον Μπόλαντ και έχασε 2-0 σετ (6-3, 6-1). Σύμφωνα με τη ΔΟΕ, την 3η θέση «μοιράστηκαν» ο Κώστας Πασπάτης και ο Μομσίλο Ταπάβιτσα.

Στο διπλό του τένις αγωνίστηκαν άλλα δύο ελληνικά ζευγάρια, οι αδελφοί Ακρατόπουλοι (Αριστείδης και Κώστας) και οι Κώστας Πασπάτης/Ευάγγελος Ράλλης, τους οποίος νίκησαν οι Κάσδαγλης και Πετροκόκκινος. Στα ημιτελικά αντιμετώπισαν τον Αυστραλό Έντγουιν Φλακ και τον Βρετανό Τζορτζ Ρόμπερτσον, τους οποίους επίσης νίκησαν κι έτσι στον τελικό βρέθηκαν αντιμέτωποι με τον Βρετανό νικητή του απλού Τζον Μπόλαντ και τον Γερμανό Φρίντριχ Τράουν. Το ελληνικό δίδυμο πήρε το πρώτο σετ 7-5, αλλά έχασε τα δύο επόμενα με 6-4, 6-1 κι έτσι κατέκτησε το αργυρό μετάλλιο. Σύμφωνα με τη ΔΟΕ, την 3η θέση πήραν οι Φλακ και Ρόμπερτσον.

Τα επόμενα χρόνια ο Κάσδαγλης παρέμεινε στην Αθήνα ως μέλος του Ομιλου Αντισφαίρισης, αφοσιώθηκε στο να διαδοθεί το άθλημα στη χώρα μας και να το αγαπήσουν οι Έλληνες.

 

Δημήτριος Πετροκόκκινος

Ο Δημήτρης Πετροκόκκινος γεννήθηκε το 1876 στην Αθήνα και υπήρξε αθλητής της αντισφαίρισης. Πήρε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες το 1896 και ήταν ο παρτενέρ του Διονύση Κάσδαγλη στο διπλό του τένις.

Μαζί αντιμετώπισαν ένα άλλο ελληνικό δίδυμο, τους Κώστα Πασπάτη και Ευάγγελο Ράλλη, τους οποίος νίκησαν. Στα ημιτελικά έπαιξαν με τον Αυστραλό Έντγουιν Φλακ και τον Βρετανό Τζορτζ Ρόμπερτσον, πάλι νίκησαν κι έτσι στον τελικό βρέθηκαν αντιμέτωποι με τον Βρετανό νικητή του απλού Τζον Μπόλαντ και τον Γερμανό Φρίντριχ Τράουν. Το ελληνικό δίδυμο πήρε το πρώτο σετ 7-5, αλλά έχασε τα δύο επόμενα με 6-4, 6-1 κι έτσι αρκέστηκε στο αργυρό μετάλλιο. Σύμφωνα με τη ΔΟΕ, την 3η θέση πήραν οι Φλακ και Ρόμπερτσον.

Ο Πετροκόκκινος πήρε μέρος και στο απλό, αλλά αποκλείστηκε στα προκριματικά από τον Ευάγγελο Ράλλη. Όταν σταμάτησε να αγωνίζεται, παρέμεινε κοντά στο τένις, βοήθησε πολύ τους νεώτερους Έλληνες τενίστες να μάθουν το άθλημα και να διακριθούν, ενώ διετέλεσε γραμματέας του Ομίλου Αντισφαίρισης Αθηνών.

 

Κωνσταντίνος Πασπάτης

Ο Κώστας Πασπάτης είναι ο «αδικημένος» των ελληνικών αρχείων, καθώς το όνομά του δεν εμφανίζεται σ'' αυτά των Ολυμπιονικών, ωστόσο η ΔΟΕ του αποδίδει το χάλκινο μετάλλιο στο απλό του τένις. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896, ο Έλληνας τενίστας επικράτησε στα προκριματικά του Βρετανού Τζορτζ Ρόμπερτσον και στη συνέχεια του Κώστα Ακρατόπουλου, αλλά ηττήθηκε στον ημιτελικό από τον Βρετανό Τζον Μπόλαντ, ο οποίος ήταν και ο «χρυσός» Ολυμπιονίκης, αφού στον τελικό επικράτησε του Διονύση Κάσδαγλη με 2-0 σετ.

Μικρός τελικός δεν διεξήχθη, αφού τότε δεν υπήρχε χάλκινο μετάλλιο και επομένως ήταν αδιάφορο να ξεκαθαρίσει ποιός θα έπαιρνε την 3η θέση. Εκ των υστέρων, η ΔΟΕ αποφάσισε να δώσει το χάλκινο και στους δύο αθλητές που αγωνίστηκαν στα ημιτελικά, δηλαδή στον Κώστα Πασπάτη και στον Ούγγρο Μόμσιλο Ταπάβιτσα, ο οποίος είχε αποκλειστεί από τον Κάσδαγλη.

Ο Κώστας Πασπάτης πήρε μέρος και στο διπλό του τένις, μαζί με τον Ευάγγελο Ράλλη, αλλά αποκλείστηκαν από τους Κάσδαγλη και Πετροκόκκινο, οι οποίοι τελικά πήραν το αργυρό μετάλλιο.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ