Το γεγονός ότι η ελληνική αγορά ακινήτων διαθέτει από τις χαμηλότερες τιμές, πανευρωπαϊκά επιβεβαιώνει μία ακόμη διεθνής έρευνα που λειτουργεί και ως πόλος έλξης επενδυτών επιβεβαιώνει μία νέα έρευνα, της βρετανικής εταιρείας CIA Landlords Insurance. Βάσει των στοιχείων της βρετανικής εταιρίας, η μέση τιμή πώλησης στο κέντρο της Αθήνας διαμορφώνεται σε 1.940 ευρώ/τ.μ., με την αμέσως πιο ακριβή πόλη να είναι η Μαδρίτη (3.190 ευρώ / τ.μ.). Ακολουθεί η Ρώμη και το Λονδίνο με 3.790 ευρώ /τ.μ. και 4.826 ευρώ / τ.μ. αντίστοιχα.
Οι χαμηλές τιμές υπόσχονται ακόμη υψηλότερες αποδόσεις για τους επενδυτές, τροφοδοτώντας το ισχυρό ενδιαφέρον των επενδυτών. Είναι ενδεικτικό ότι ακόμη και για τις περιοχές που θεωρούνται πιο ακριβές, όπως η Αθηναϊκή Ριβιέρα ή τα δημοφιλή ελληνικά νησιά, οι τιμές είναι σαφώς χαμηλότερες σε σύγκριση με άλλους ευρωπαϊκούς προορισμούς που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή. Επιπλέον δε θα πρέπει να μην προσμετράται και το γεγονός ότι μέσα στην πανδημία και ως ένα μέτρο ενίσχυσης της οικονομίας, συγκυριακά, ήρθε και το ευνοϊκότερο φορολογικό πλαίσιο για τους ξένους που θέλουν να εγκατασταθούν σε πιο μόνιμη βάση στην Ελλάδα, κάτι το οποίο επίσης λειτουργεί θετικά για το εγχώριο real estate.
Επίσης, λόγω των χαμηλών αποτιμήσεων, σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερα καλές προοπτικές του τουρισμού, το επενδυτικό ενδιαφέρον ισχυροποιείται. Έτσι, σημαντικός αριθμός διαμερισμάτων είτε παλαιών είτε νεόδμητων σε καλές τοποθεσίες (π.χ. κοντά στο Μετρό, αρχαιολογικούς χώρους κτλ.) προσελκύουν το αγοραστικό ενδιαφέρον. Βέβαια, η επιστροφή του τουρισμού στα επίπεδα πριν την εκδήλωση της πανδημίας, έχει εκτοξεύσει και τη ζήτηση για βραχυχρόνιες ενοικιάσεις με αποτέλεσμα σημαντικός αριθμός ακινήτων να βρίσκεται εκτός αγοράς, λειτουργώντας ως ένας ακόμη παράγοντας που διατηρεί σε υψηλά επίπεδα τη ζήτηση.
Μία ακόμη πηγή ενδιαφέροντος για το ελληνικό real estate από ξένους σχετίζεται και με την ελκυστικότητα της Ελλάδας λόγω του καλού κλίματος που επιτρέπει και την εξοικονόμηση ενεργειακού κόστους. Παράλληλα, σύμφωνα με έκθεση της Knight Frank, η τοποθεσία της Ελλάδας, στο σταυροδρόμι της Αφρικής, της Ασίας και της Ευρώπης και η απόσταση (με το αεροπλάνο) τριών ωρών από τις περισσότερες σχεδόν ευρωπαϊκές χώρες, λειτουργεί ως μαγνήτης για τους ξένους.
Δεν είναι τυχαίο, σύμφωνα με όσα αναφέρουν παράγοντες της αγοράς, ότι πριν τα μέτρα για τον κορωνοϊό χαλαρώσουν (λόγω της zero covid policy το ταξίδι εκτός Κίνας απαγορευόταν με αποτέλεσμα οι υποψήφιοι Κινέζοι αγοραστές ελληνικών ακινήτων να είχαν συρρικνωθεί) Κινέζοι που διέθεταν, ήδη, άδεια διαμονής (μέσω άλλων ευρωπαϊκών προγραμμάτων Χρυσής Βίζας), επιδιώκουν να τοποθετηθούν και στην ελληνική αγορά ακινήτων η οποία θεωρούν ότι παρουσιάζει πολλές και σημαντικές ευκαιρίες. Αυτή εξάλλου, είναι η αιτία για την οποία Κινέζοι που έχουν, ήδη, εξασφαλίσει άδεια διαμονής (μέσω άλλων ευρωπαϊκών προγραμμάτων Χρυσής Βίζας) επιδιώκουν να τοποθετηθούν και στην ελληνική αγορά ακινήτων. Σημειώνεται ότι λόγω και των προβλημάτων στο κινεζικό real estate-που συνδέονται και με την κατάρρευση της κατασκευαστικής Evergrande- αλλά και έλλειψης συνδεσιμότητας της Αθήνας με το Πεκίνο, οι κινεζικές επενδύσεις σε real estate έχουν περιοριστεί.
Γενικότερα όμως, η ελληνική Χρυσή Βίζα σε συνδυασμό με τα φορολογικά κίνητρα για την μεταφορά της φορολογικής έδρας στην Ελλάδα εύπορων κατοίκων του εξωτερικού ή συνταξιούχων έχουν ενισχύσει την ελκυστικότητα του ελληνικού real estate ως επενδυτικού προορισμού.
Σημειώνεται ότι η πλειονότητα των αγοραστών κατοικίας στις Κυκλάδες και στα Δωδεκάνησα είναι ξένοι. Σχεδόν ένας στους δύο είναι Γερμανός και ακολουθούν οι Σουηδοί, οι Αυστριακοί και οι Βρετανοί. Οι αγοραστές από τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία, τις ΗΠΑ, το Ισραήλ και την Ελλάδα αντιπροσωπεύουν συνολικά το 30% των συναλλαγών.