Μόνο μέσω…κληρονομιάς έχει τη δυνατότητα σήμερα η νέα γενιά, που αμείβεται με ποσά έως 1.300 ευρώ να αγοράσει το δικό της σπίτι, γεγονός που εξηγεί γιατί τα ποσοστά ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα έχουν υποχωρήσει σε περίπου 74% από περισσότερο από 80%.
Και ενώ στην αγορά περιμένουν την εφαρμογή των μέτρων για τη στεγαστική πολιτική από αρχές του 2023, σε εξέλιξη βρίσκεται σε καλές τοποθεσίες σε όλη την Ελλάδα, η κατασκευή νέων οικιστικών έργων, διαδικασία που σχετίζεται άμεσα με την κυρίαρχη τάση στο real estate, τη γενιά των ενοικιαστών.
Η βέβαιη δηλαδή, αδυναμία ενός πολύ μεγάλου ποσοστού σημερινών νέων να αποκτήσουν ιδιόκτητο σπίτι διαμορφώνει τη γενιά ενοικιαστών (Generation Rent), η οποία αναμένεται να κυριαρχήσει τις επόμενες δεκαετίες ακόμη και στην Ελλάδα που είναι παραδοσιακά χώρα ιδιοκατοίκησης.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, το διαχρονικό άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ αύξησης βασικού μισθού και αξίας ακινήτων είναι αποκαλυπτικό και εξηγεί πλήρως με χρηματοοικονομικούς όρους τη στροφή στην ενοικίαση. Χαρακτηριστικό είναι για την Ελλάδα το γεγονός ότι μεταξύ 1998 και 2019 ο βασικός μισθός προσαρμοσμένος στον πληθωρισμό έχει ελαφριά μειωθεί, όταν οι αξίες διαμερισμάτων έχουν αυξηθεί κατά 57% με βάση τους δείκτες της Τράπεζας της Ελλάδος.
Στη Βρετανία, οι διαφορετικές ταχύτητες είναι ακόμη πιο έντονες αφού τα τελευταία 20 χρόνια οι τιμές των ακινήτων αυξήθηκαν κατά 173% όταν η αύξηση των μισθών ήταν μόλις 19%.
Επιπρόσθετα, οι διαδοχικές οικονομικές κρίσεις, η αυστηροποίηση των κριτηρίων τραπεζικής δανειοδότησης, η εργασιακή ανασφάλεια, η παραμονή στην οικογενειακή εστία για μεγάλο χρονικό διάστημα, η μείωση των γάμων/γεννήσεων και η αδυναμία του κράτους να ρυθμίσει την αγορά μέσω προγραμμάτων ανέγερσης φθηνών κατοικιών, δημιουργούν το ιδανικό πλαίσιο για την πλήρη αποφυγή της ανάληψης ρίσκου αγοράς κατοικίας, από τους σημερινούς νέους.
Όπως έχει αναφέρει παλαιότερα ο Γκίκας Χαρδούβελης, για τα ελληνικά νοικοκυριά, τα ακίνητα αποτελούν το σηµαντικότερο περιουσιακό τους στοιχείο. Για πολλές δεκαετίες µετά τον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο, οι Έλληνες επενδυτές είχαν περιορισµένες επενδυτικές επιλογές και η µόνη µακροπρόθεσµη προστασία απέναντι στον πληθωρισµό ήταν η επένδυση σε σπίτια και οικόπεδα. Γι’ αυτό και σήµερα, παρά την υποχώρηση της ιδιοκατοίκησης, το µεγαλύτερο ποσοστό του πλούτου των Ελλήνων είναι τοποθετηµένο σε ακίνητα.
Αν αυξηθούν τα επιτόκια, δίχως αμφισβήτηση η αγορά στέγης θα γίνει σπορ για ακόμη λιγότερους, αφού το κόστος χρήματος θα αυξηθεί. Μία τέτοια εξέλιξη, θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη αύξηση ενοικίων, επειδή η ζήτηση για στέγαση θα επιχειρηθεί να καλυφθεί μέσω ενοικίασης.
Πάντως, το φαινόμενο της ακριβής στέγης είναι συχνό σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, όπου οι κάτοικοι πολλά χρόνια πριν την επέλαση του Airbnb αδυνατούσαν να βρουν σπίτι, με τις κυβερνήσεις να έχουν λάβει μέτρα για την εξασφάλιση σπιτιών σε χαμηλή τιμή.
Στη χώρα μας, μέχρι το 2012, λειτουργούσε ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας που είχε ως αντικείμενο τον σχεδιασμό και την κατασκευή οικισμών οργανωμένης δόμησης που επέτρεπαν την ικανοποίηση των στεγαστικών αναγκών με χαμηλό κόστος. Λόγω όμως, μνημονίων η πολιτική ενίσχυσης της κοινωνικής κατοικίας «πάγωσε», τη στιγμή που στην Ελλάδα, σταθερά τα τελευταία χρόνια, οι δαπάνες για τη διατήρηση της κατοικίας (ΕΝΦΙΑ κτλ) ξεπερνούν κατά 40% το διαθέσιμο εισόδημα.