Το γαλλικό περίπτερο θα μεταμορφωθεί για την Μπιενάλε της Βενετίας του 2017 (13 Μαΐου – 26 Νοεμβρίου 2017) από το Xavier Veilhan και τους επιμελητές του περιπτέρου Christian Marclay και Lionel Bovier, σε ένα μουσικό χώρο, στον οποίο επαγγελματίες μουσικοί από όλον τον κόσμο θα δουλεύουν καθ' όλη τη διάρκεια της έκθεσης.
“Φαντάζομαι ένα συνολικό περιβάλλον: μια εγκατάσταση που θα μεταφέρει τους επισκέπτες στον κόσμο των στούντιο ηχογράφησης και είναι εμπνευσμένη από την πρωτοποριακή δουλειά του Κουρτ Σβίττερς, Merzbau (1923-1937)”, είχε δηλώσει ο Xavier Veilhan. Μουσικοί κάθε είδους έχουν προσκληθεί, λοιπόν, να δώσουν ζωή σε αυτό το γλυπτό-στούντιο ηχογράφησης, καθώς θα γίνει το σπίτι των δημιουργιών τους κατά τη διάρκεια των επτά μηνών της Μπιενάλε. Το περίπτερο συγχωνεύει τα εικαστικά με τη μουσική, με επιρροές όχι μόνο από το Μπάουχαους και τα πειράματα του Black Mountain College, αλλά και το Station to Station του Doug Aitken.
Δεν είναι τυχαίο ότι η λέξη “studio” και στα αγγλικά και στα ιταλικά χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα μέρος που φιλοξενεί τόσο μουσικούς όσο και καλλιτέχνες. Η ομαδική εργασία είναι ένας από τους πυλώνες στο ατελιέ του Xavier Veilhan, και πάντα εξέφραζε την επιθυμία του για συνεργασία, σε αντίθεση με τη συνήθη αντίληψη του “μοναχικού δημιουργού”. Το Studio Venezia ανταποκρίνεται πλήρως σε αυτήν την επιθυμία, συγκεντρώνοντας μουσικούς, τεχνικούς ήχου, προγραμματιστές και παραγωγούς, μεταξύ άλλων.
Σε αυτή την εγκατάσταση που θα θολώσει τις αρχιτεκτονικές γραμμές που είχαν αρχικά σχεδιαστεί για το περίπτερο της Γαλλίας, -που σχεδιάστηκε το 1912 από το Βενετό μηχανικό Faust Finzi-, πατώματα, τοίχοι και ταβάνια ενώνονται για να δημιουργήσουν ένα τοπίο από ξύλο και υφάσματα, που αποκαλύπτει ένα πλήρως λειτουργικό στούντιο ηχογράφησης. Εμπνευσμένο από προσθετικές και διαισθητικές μεθόδους κατασκευής, αυτό το έργο τέχνης δε θα θυμίζει μόνο το Merzbau του Κουρτ Σβίττερς, αλλά και φωνητικά μηχανήματα που χρησιμοποιούνται για ηχογραφήσεις.
Πολλά όργανα, που θα ενσωματωθούν στο χώρο, θα επιτρέψουν σε μουσικούς με διαφορετικές επιρροές και από διάφορα είδη, -από κλασσική έως ηλεκτρονική μουσική και από νέες μουσικές συνθέσεις σε λαϊκά στυλ-, να δουλέψουν στο χώρο, είτε ατομικά είτε συνεργατικά. Η παρουσία τεχνικών ήχου και μια θεαματική λίστα καλεσμένων μουσικών θα εξασφαλίσουν τις πιθανότητες πειραματισμού με τον ήχο και την ίδια στιγμή θα ενθαρρύνουν αναπάντεχες συνεργασίες. Οι μουσικοί θα είναι ελεύθεροι να αποφασίσουν το πώς θέλουν να αξιοποιήσουν το χρόνο τους στο περίπτερο και θα διατηρήσουν τα πλήρη δικαιώματα τον ερμηνειών τους, φεύγοντας με τις δικές τους ηχογραφήσεις και με μια συλλογή από δουλειές που έκαναν με άλλους.
Αντί να πάνε σε συναυλίες, οι επισκέπτες καλούνται να ακούσουν, να δουν και να γίνουν μάρτυρες μουσικών δημιουργημάτων καθώς αυτά εξελίσσονται. Οι επισκέπτες δηλαδή θα συμμετάσχουν σε αυτές τις συνεδρίες πιο πολύ κατά λάθος παρά προσχεδιασμένα, καθώς οι δραστηριότητες του περιπτέρου θα απλωθούν στις 173 εργάσιμες μέρες της Μπιενάλε, ενώ η λίστα των μουσικών που θα είναι παρόντες θα αποκαλυφθεί εκ των προτέρων μόνο μερικώς. Ο δημιουργός της εγκατάστασης, ο οποίος θα είναι παρόν κατά τους επτά μήνες της Μπιενάλε, ελπίζει ότι το περίπτερο θα γίνει ένας ζωντανός χώρος και όχι μια παθητική εμπειρία προαποφασισμένων προγραμμάτων.
Περίπου εκατό μουσικοί από διάφορες χώρες θα έρθουν στη Βενετία για να δουλέψουν, να σκεφτούν και να παίξουν για το κοινό των φιλότεχνων, οι οποίοι δε θα βρίσκονται απαραίτητα εκεί για να τους ακούσουν να παίζουν. Η ομάδα πίσω από το έργο ελπίζει ότι θα θεωρηθεί το μοναδικό στο είδος του που επιτρέπει μια μορφή αλληλεπίδρασης που ξεφεύγει από μια πολιτιστική βιομηχανία που αυτοαποκαλείται ο φύλακας τόσο του “πειραματικού” όσο και του “ακουστικού”. Η τράπουλα που, όταν μοιραστεί, οδηγεί στις ίδιες παλιές ιεραρχίες μεταξύ των αναγνωρισμένων, των πειραματικών και των ερασιτεχνών μουσικών, θα ξαναμοιραστεί, οδηγώντας σε ένα διαδραστικό πρόγραμμα, το οποίο οι επισκέπτες δε θα ξέρουν από πριν. Επίσης, θα χρησιμοποιηθούν και ψηφιακά μέσα για να παρατείνουν και να εμπλουτίσουν την εμπειρία του θεατή: μια εφαρμογή θα εκπέμπει την μουσική του περιπτέρου σε πραγματικό χρόνο.
Από τότε που συνέλαβε την ιδέα, ο Xavier Veilhan οραματίστηκε την έκθεσή του στη Βενετία, όχι ως έναν αυτοτελή σκοπό ,αλλά ως το πρώτο βήμα σε ένα διεθνές ταξίδι. Αυτή η περιηγητική δυναμική αντανακλά πλήρως τη φιλοσοφία πίσω από το έργο, το οποίο λειτουργεί, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του καλλιτέχνη, ως ένας “μουσικός ανακλαστήρας”. Σε συνάφεια με το πλαίσιο και τη γεωγραφική τοποθεσία της εγκατάστασης, ο Xavier Veilhan προσκάλεσε μουσικούς που αποτελούν την ενσάρκωση της χώρας ή της πόλης τους και τους προσφέρει μια μοναδική μουσική εμπειρία μέσα στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο του περιπτέρου. Αυτή η κατευθυντήρια γραμμή θα αλλάζει και θα εκδηλώνεται με διαφορετικούς τρόπους ανάλογα με τις συνθήκες. Χάρη σε προσκλήσεις σε διάφορους συνεργάτες μέσω του Institut francais, το Studio Venezia θα γίνει μετέπειτα Studio Buenos Aires και Studio Lisboa. Το έργο θα παρουσιαστεί τον Ιούνιο του 2018 στο CCK του Μπουένος Άιρες, και έπειτα το φθινόπωρο στο MAAT, το νέο μουσείο τέχνης, αρχιτεκτονικής και τεχνολογίας της Λισσαβόνας.
Λίγα λόγια για τον καλλιτέχνη
Ο Xavier Veilhan, γεννημένος το 1963 στο Παρίσι, όπου μένει και εργάζεται, ολοκλήρωσε επιτυχώς τις σπουδές του στο Ecole Nationale Superieure des Art Decoratifs στο Παρίσι (1982-1983), στο Hochschule der Kunste (Πανεπιστήμιο Καλών Τεχνών) στο Βερολίνο (με δάσκαλο τον Γκέοργκ Μπάζελιτς) και στο Centre Pompidou's Institut des Hautes Etudes en Arts Plastiques (1989-1990), το οποίο διοικούσε ο Pontus Hulten.
Από τα μέσα της δεκαετίας του '80 έχει δημιουργήσει έναν αριθμό έργων (γλυπτική, ζωγραφική, εγκατάσταση, περφόρμανς, βίντεο και φωτογραφία), που καθορίζονται από το ενδιαφέρον του τόσο για το λεξιλόγιο του μοντερνισμού όσο και για την κλασσική γλυπτική. Το έργο του είναι ένας φόρος τιμής στις εφευρέσεις και στους εφευρέτες του μοντερνισμού, μέσω μιας φορμαλιστικής καλλιτεχνικής γλώσσας, που αναμειγνύει τους κώδικες τόσο της βιομηχανίας όσο και της τέχνης.
Έχει ένα μακροχρόνιο ενδιαφέρον για την εξέλιξη του εκθεσιακού χώρου, στον οποίο ο επισκέπτης γίνεται ενεργό μέλος. Η έρευνά του τρέφεται με συχνές μουσικές συνεργασίες με καλλιτέχνες όπως το συγκρότημα Air, το μουσικό Sebastien Tellier ή την πρωτοπόρα συνθέτη Eliane Radigue.
Το 2009 έστησε την έκθεση “Veilhan Versailles” στο Παλάτι και τους κήπους των Βερσαλιών. Μεταξύ του 2012 και του 2014, ανέπτυξε την “Architectones”, μια σειρά παρεμβάσεων σε επτά σημαντικά κτίρια του κινήματος του Μοντερνισμού σε όλον τον κόσμο. Το ενδιαφέρον του για την αρχιτεκτονική έφτασε σε νέο επίπεδο το 2014 όταν σχεδίασε το Chateau de Rentilly. Το 2015 σκηνοθέτησε δύο ταινίες, όπου επεκτάθηκαν αυτές οι χωρικές εξερευνήσεις: τη Vent Moderne (La Villette, Παρίσι) και τη Matching Numbers (3η Σκηνή, Εθνική Όπερα του Παρισιού).
Κάνοντας συχνά έργα σε δημόσιους χώρους, ο Xavier Veilhan έχει εγκαταστήσει γλυπτά σε διάφορες πόλεις της Γαλλίας: στο Μπορντό (Le Lion, 2004), στην Τουρ (Le Monstre, 2004), στη Λυόν (Les Habitants, 2006), αλλά και στο εξωτερικό, στη Νέα Υόρκη (Jean-Marc, 2012), στη Σαγκάη (Alice, 2013) και στη Σεούλ (The Skater, 2015).
Εκπροσωπείται από τους Andrehn-Schiptjenko (Στοκχόλμη), Galerie Perrotin (Νέα Υόρκη, Χονγκ Κονγκ, Παρίσι, Σεούλ, Τόκυο), Galeria Nara Roesler (Σάο Πάολο, Ρίο Ντε Τζανέιρο, Νέα Υόρκη) και 313 Art Project (Σεούλ).
Λίγα λόγια για τους επιμελητές Lionel Bovier & Christian Marclay
Ο Lionel Bovier είναι ο διευθυντής του MAMCO Art Museum από το 2016. Γεννημένος στη Γενεύη το 1970, ξεκίνησε την καριέρα του ως κριτικός τέχνης και επιμελητής εκθέσεων. Το 1996 συνίδρυσε το χώρο Ford στη Γενεύη, όπως και τον ELAC, το Associative Space for the Cantonal Art School της Λωζάννης το 1997. Έγινε συνεργαζόμενος επιμελητής του Magasin στο National Centre for Contemporary Art στην Γκρενόμπλ το 1999, πριν γίνει συνεργαζόμενος επιμελητής σύγχρονης τέχνης στο Cantonal Museum of Fine Arts το 2002. Το 2004 δημιούργησε τον εκδοτικό οίκο σύγχρονης τέχνης JRPIRingier, με στόχο να γίνει ο σημαντικότερος καλλιτεχνικός εκδότης όχι μόνο της Ελβετίας, αλλά και ένας από τους 10 σημαντικότερους στον κόσμο. Σε 10 χρόνια κατάφερε να παράγει 60 εκδόσεις το χρόνο, αλλά και να στήσει ένα διεθνές δίκτυο διανομής. Έχει καθιερώσει συνεργασίες με πολλά ιδρύματα και γκαλερί, συμπεριλαμβανομένων των Serpentine Gallery, Kunsthalle in Bale, Migros Museum, Maison Rouge, LUMA Foundation, Hauser & Wirth και την Art Basel, καθώς και συνεργασίες με αρκετές εκατοντάδες καλλιτέχνες.
Έχει οργανώσει πολλές σημαντικές εκθέσεις, συμπεριλαμβανομένων αυτών του Olivier Mosset (στο Cantonal Museum of Fine Arts της Λοζάνης, στο Kunstmuseum Sankt-Gallen, στο Carre d'Art in Nimes και στο SITE Santa Fe) και του Jack Goldstein (στο Magasin στην Γκρενόμπλ), αλλά και εξέδωσε αρκετά βιβλία, συμπεριλαμβανομένων μονογραφιών αφιερωμένων στους Vern Blosum και John M Armleder, και βιβλία με θέμα τη σύγχρονη ελβετική τέχνη (1975 – 2000) και την ομάδα Ecart (1969 – 1980).
Για πάνω από τριάντα χρόνια, ο Christian Marclay εξερευνά τις συνδέσεις μεταξύ του οπτικού και του ακουστικού, δημιουργώντας έργα σε ένα μεγάλο εύρος μέσων, συμπεριλαμβανομένης της γλυπτικής, του βίντεο, της φωτογραφίας, του κολάζ, της μουσικής και της περφόρμανς. Η δουλειά του Marclay έχει εκτεθεί σε μουσεία και γκαλερί σε όλον τον κόσμο. Έχει κάνει ατομικές εκθέσεις διεθνώς στην Staatsgalerie στη Στουτγάρδη (2015), στο Musee d'art moderne et contemporain στη Γενεύη (2008) τσο Hammer Museum στο UCLA στο Λος Άντζελες (2003), στο San Francisco Museum of Modern Art (2002), στο Museum of Contemporary Art στο Σικάγο (2001), στο Kunsthaus Zurich (1997), στο Musee d'art et d'histoire στη Γενεύη (1995) και στο Hirshhorn Museum and Sculpture Garden στην Ουάσινγκτον (1990).
Το 2010, το Whitney Museum of American Art φιλοξένησε το Christian Marclay: Festival. Για πάνω από δώδεκα εβδομάδες, σε αυτήν την πρωτοποριακή έκθεση πραγματοποιούνταν καθημερινά περφόρμανς από διάσημους μουσικούς και τραγουδιστές, συμπεριλαμβανομένων αρκετών από τους συχνούς συνεργάτες του καλλιτέχνη, εξερευνώντας το τεράστιο εύρος του έργου του Marclay.
Το 2011, ο Marclay κέρδισε το Χρυσό Λέοντα για τον καλύτερο καλλιτέχνη στην 54η Μπιενάλε της Βενετίας για το εικοσιτετράωρο βίντεο The Clock. Η πρεμιέρα του έργου πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο το 2010 και έπειτα εκτέθηκε σε όλον τον κόσμο σε πάνω από είκοσι χώρους, συμπεριλαμβανομένων των Centre Pompidou στο Παρίσι (2011), Museum of Modern Art στη Νέα Υόρκη (2012), San Francisco Museum of Modern Art (2013) και Guggenheim Bilbao (2014).
Ως πρωτοπόρος DJ που χρησιμοποιεί δίσκους και πικάπ ως μουσικά όργανα για να δημιουργήσει ηχητικά κολάζ, ο Marclay από το 1979 έχει παίξει μουσική και έχει ηχογραφήσει τόσο ατομικά όσο και σε συνεργασία με πολλούς μουσικούς, συμπεριλαμβανομένων των John Zorn, Elliott Sharp, Otomo Yoshihide, Butch Morris) Shelley Hirsch, Okkyung Lee, Mats Gustafsson και Lee Ranaldo.
Απόδοση: Χρόνης Μούγιος