Η Depot Art gallery εγκαινιάζει την Τρίτη 9 Ιανουαρίου, στις 8 μ.μ., την πρώτη ατομική έκθεση φωτογραφίας του βραβευμένου ποιητή Κυριάκου Συφιλτζόγλου με τίτλο ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ ΑΙΜΑΤΟΣ. Το σκεπτικό της έκθεσης είναι η ματιά ενός ποιητή μέσα από το φωτογραφικό φακό.
Στο κείμενο της έκθεσης, η ποιήτρια, αρχιτέκτων, αναπληρώτρια Καθηγήτρια Τμήματος Αρχιτεκτόνων Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Φοίβη Γιαννίση σημειώνει: «Κυριάκος Συφιλτζόγλου, ο Δραμινός ο σύγχρονος δια του αρχαίου Σιμωνίδου του Κείου. Γιατί; Γιατί ο αρχαίος, ο Σιμωνίδης ο Κείος, ήταν ποιητής, και όπως ο σύγχρονος Κυριάκος ο Δραμινός, ήταν ποιητής που λάτρεψε την εικόνα.
(...) Κατά τον Σιμωνίδη, η αφήγηση της ζωγραφικής είναι ισοδύναμη με την αφήγηση του ποίησης. Η μία εκ των δύο αφορά την όψη, δηλαδή την όραση, και η άλλη την ακοή, ή την ανάγνωση, αλλά και τα δύο έχουν κοινό σκοπό. Ποιός είναι αυτός;
(...) Ο Πλούταρχος φέρνει ως παράδειγμα τον Θουκυδίδη, εκείνον που κάνει τη διήγηση να έχει τα ίδια αποτελέσματα με τη γραφή, φτιάχνοντας τα είδωλα των προσώπων και των παθών. Και με το λόγο του ανταγωνίζεται την ενάργεια της ζωγραφικής, εμπνέοντας ταραχή και πάθη στους αναγνώστες, σαν αυτά που θα είχαν αν ήταν παρόντες στο πραγματικό γεγονός.
Το κριτήριο λοιπόν για την αναπαράσταση προέρχεται από την αντίδραση που προκαλεί στον αποδέκτη, και ο Πλούταρχος εξηγεί πως μία καλή, δηλαδή μία ωραία ζωγραφιά, δηλαδή μία εικόνα, είναι κυρίως μία ζωντανή εικόνα. Η ζωγραφική με την ποίηση, λέει ο Πλούταρχος, διαφέρουν μόνο ως προς το "υλικό" και τους "τρόπους" που ιδιάζουν σε κάθε μια από αυτές. Ο στόχος είναι κοινός. Η ενάργεια.
Αλλά τι είναι το υλικό και οι τρόποι; Ο Πλούταρχος μιλά για το χρώμα και το σχήμα όσον αφορά τη ζωγραφική, τη λέξη και το όνομα για την ποίηση, που ανακατεύει επίσης με την ιστορία, το μύθο, και το βιωμένο γεγονός. Βεβαίως, ο Κυριάκος ο Δραμινός δε ζωγραφίζει, αλλά φωτογραφίζει. Και οι δύο λέξεις, όμως, περιέχουν τη γραφή, δηλαδή τη χάραξη ως κύριο συστατικό τους.
Ας μείνουμε λίγο σε αυτό. Γράφω δηλαδή χαράσσω αφήνω το ίχνος μου σε μία επιφάνεια. Φωτογραφίζω δηλαδή γράφω με το φως. Ο Ζακ Ντερριντά (Jacques Derrida, A Conversation on Photography, Stanford University Press, 2010) συσχετίζει τη φωτογραφία με τη σκιαγραφία του Πλάτωνα, τη γραφή της σκιάς αντί του φωτός. Η φωτογραφία, όπως η σκιαγραφία, λέει, περιέχει και παθητικότητα και ενεργητικότητα, που αρθρώνονται μαζί πάνω σε ένα σύνορο διαφοράς. Κι αυτό είναι η κίνηση του ίχνους.
(...) Παρουσία και απουσία, δύο μετωνυμίες της ζωής και του θανάτου, υπάρχουν και οι δύο ταυτόχρονα στην πράξη της εγγραφής, στην αδύνατη ελάχιστη στιγμή που ενσαρκώνει το αδιανόητο, δηλαδή διαιρείται στα δύο ως παρόν και ως παρελθόν. Ζω-γραφική, η γραφή των ζωντανών ή η γραφή για τα ζωντανά ή κυριολεκτικά η ζωντανή γραφή. Αλλά και φωτογραφία: εγγραφή της στιγμής του παρόντος που ήδη έχει πεθάνει, και διαιώνισή της με την αποτύπωσή της. Η ιδέα της στιγμής, δηλαδή του βλέμματος και της εγγραφής, στη φωτογραφία, είναι αλληλένδετη με τον θάνατο.
Η φωτογραφία διαχειρίζεται το θάνατο φτιάχνοντας το μνήμα του παρόντος ως απόντος. Κι εδώ ερχόμαστε στο δεύτερο χωρίο του Σιμωνίδου του αρχαίου που ήθελα να παραθέσω. Ο Σιμωνίδης θεωρείται εφευρέτης της μνημοτεχνικής. (...)
Διαβάζω τη φωτογράφιση του Κυριάκου ως δημιουργία ενός αρχείου θανάτου από την οποία θα εκλυθεί η ενάργεια της ζωής δηλαδή η ποίηση. Υπομνήματα, τάφοι, εικόνες που ξυπνούν. Πριν από αυτήν εδώ την έκθεση έχουμε ήδη δει εικόνες του Κυριάκου, όπως τις ποστάρει κάθε μέρα στο διαδίκτυο. Παρακολουθούμε τον Κυριάκο από το φέησμπουκ καθώς περιτριγυρίζει τη Δράμα και τα περίχωρα, ή ακόμα πιο μακριά, παρακολουθούμε τον Κυριάκο στα ταξίδια του, παρακολουθούμε τον Κυριάκο στις εξερευνήσεις του των εγκατελελειμμένων σπιτιών. Ο φακός στον αυτοκινητόδρομο γράφει τα χωράφια, τους στύλους, τον ουρανό και τη γη. Ο φακός στα σπίτια γράφει τα αφημένα, τα λησμονημένα αντικείμενα, μαρτύρια μέσα στου χρόνου τη φθορά. Γράφει τις φωτογραφίες αυτών που είναι πλέον νεκροί και νεκρά. Γράφει τη σκόνη, τα ξεχαρβαλωμένα, γράφει τα κρύα, τα βρεγμένα. Γράφει τα ξεχασμένα.
Η γραφή του Κυριάκου με το φως θέλει να είναι η γραφή του Κυριάκου με τη γλώσσα. Ισοδύναμες κινήσεις. Μάτι. Προβολή. Πλαισίωση. Φως. Χάραξη. Σε πίξελ ή μη, δεν ενδιαφέρει. Στις φωτογραφίες της έκθεσης έχει κατά το μάλλον επιλεγεί να εξαφανιστεί η κατηγορία των φωτογραφιών των εγκαταλελειμμένων. Ή να αντικατασταθεί από άλλες, ίσως πάλι εγκαταλελειμμένων, αλλά όπου αυτό που φωτογραφίζεται είναι τέτοιο, δηλαδή σε τέτοια κλίμακα, ώστε να μην αναπαριστά μορφές ζωντανών ή αναγνωρίσιμες μορφές αντικειμένων. Δε βλέπουμε τα αντικείμενα των νεκρών, ούτε τους χώρους τους συγκεκριμένους τους κλειστούς, που ένας άνθρωπος παραβιάζει με το βλέμμα του σαν τυμβωρύχος.
Η αναπαράσταση στις φωτογραφίες αυτές είναι η αναπαράσταση της ύλης ως επιφάνεια και ως φως. Καταρχήν πρόκειται για τις φωτογραφίες του ρυθμού, της γεωμετρίας του φωτός και της σκιάς. Αλλά και άλλες, όπου μία νέα αφηγηματικότητα εγκαθίσταται στις αναπαραστάσεις. Είναι η αφήγηση του μεγάλου χρόνου, του χρόνου της ύλης. Σε κάποια παραδείγματα είναι η αφήγηση της κατασκευής, η αφήγηση του έργου του ανθρώπινου χεριού, η σκιαγραφία του έργου του, ενώ πλέον αυτό δεν είναι παρόν, σε μία πολύ κοντινή ανάγνωση του βλέμματος. Αλλά και η αφήγηση της ίδιας της υλικότητας μέσα στο φως, η εμφάνιση της απτικότητας. Αλληλένδετη με την αφήγηση του χρόνου της ύλης, της φθοράς, της καταστροφής. Οι εικόνες μιλούν για το μεγάλο μέσα από το ελάχιστο σε μέγεθος: την τάση της ύλης προς τον θάνατο.
Αν κατά τον Σιμωνίδη η ποίηση είναι ισοδύναμη με τις ζωγραφική, για μένα ο Κυριάκος εφευρίσκει τα υπομνήματα, φτιάχνει τα κενοτάφια, εικόνες μνημοτεχνικές, πάνω στις οποίες αργά ή γρήγορα θα συστήσει επιγραφές. Άλλωστε ο Πλούταρχος, στο πρώτο απόσπασμα, αναφέρεται στη ζω-γραφική ως αυτή που αναπαριστά τα πράγματα όπως την ώρα που γίνονται, ενώ την ποίηση, εκείνη που τα αναπαριστά ως να έχουν ήδη γίνει. Από τη μία το γιγνόμενο, το ζωντανό, το παρόν, και από την άλλη το τετελεσμένο, γραμμένο, χαραγμένο, αποτυπωμένο, αρχειοθετημένο.»
Στο κείμενο του ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου αναφέρει για την έκθεση: «Εν αρχή είναι η πρόθεση, ο σκοπός, η οπτική. Εν αρχή τα παραγωγικά αίτια του αμφιβληστροειδούς, όπως λέμε "βλέψη" -από τους νευρώνες μέχρι τον φκαό. Εν αρχή δεν είναι κάποια έσχατη απόφαση ούτε η αποφασιστική στιγμή. Εν αρχή η κόρη οφθαλμού, σαν κυνηγόσκυλο, να ανιχνεύει τον χώρο, να "οσμίζεται" την έμπνευση, να πηδά τον φωτοφράκτη -απ'' την ικανοποίηση στην εικονοποίηση. [...]
Και είναι τα μέρη τα λεπτά, όπως λέμε λεπτομέρειες, ίδια απολιθωμένες πιθανότητες. Και είναι το κλείστρο που "κλωτσά" τα νευρικά αγγεία -ν'' απομονώσουν, να συσπειρώσουν, να αφαιρέσουν, μέχρι η εικόνα ίδια ποίημα, όπως κατάσταση, όπως μαγεία. [...]
Κι αν οι λεπτομέρειες, όπως πλέξεις από σημεία, απόπειρες το χάος να συμμαζευτεί. Κι αν φωτογράφοντας κουρτίνες, ξύλα, λαμαρίνες, πλαστικά, μπετά. Κι αν ανασκαλεύοντας ποίηση από τα ευτελή, τότε αυθύπαρκτα σημάδια, ποιήματα και πίνακες μαζί, να φωτογράφονται ευρύχωρα, όπως πεδία δράσης αισθητικής -ακόμη ίσως και αιμορραγικής.»
Κυριάκος Συφιλτζόγλου, Καρδιακό πρόσχημα © Depot Art gallery
Λίγα λόγια για το φωτογράφο
Ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου γεννήθηκε το 1983 στη Δράμα, όπου και ζει. Είναι πτυχιούχος Νομικής (2004) και Πολιτικών Επιστημών (2011) του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές, ενώ ποιήματά του έχουν μεταφραστεί και συμπεριληφθεί σε ξένες ανθολογίες. Οι δύο τελευταίες του ποιητικές συλλογές «Με ύφος Ινδιάνου» και «Στο σπίτι του κρεμασμένου» έχουν παρουσιαστεί σε συνδυασμό με πρωτότυπη μουσική και παρουσιάστηκαν σε μουσική/εκτέλεση του καθηγητή κιθάρας Γιάννη Αναστασιάδη και του βραβευμένου συνθέτη Δημήτρη Δοξάκη και εκτέλεση του πιανίστα Ευθύμιου Χατζηαντωνίου αντίστοιχα. Από το 2013 ασχολείται συστηματικά και με τη φωτογραφία. Εδώ κι ένα χρόνο διατηρεί τη δική του στήλη "Κυνηγετική περίοδος" στον ιστότοπο dimart, όπου συνδυάζει λόγο με εικόνα. Φωτογραφίες του έχουν γίνει εξώφυλλα σε λογοτεχνικά περιοδικά και βιβλία ποίησης/πεζογραφίας.
Διάρκεια έκθεσης: 9 - 27 Ιανουαρίου 2018
Περισσότερες πληροφορίες: www.depotgallery.gr