Οι φωτογραφίες της Νέλλης Τραγουστή ανακαλούν στη μνήμη του θεατή πρόσωπα και χώρους από τις ημέρες εκείνες, όταν ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γύριζε στη Γερμανία και κυρίως στο Βερολίνο, την τελευταία ολοκληρωμένη ταινία του, «Η σκόνη του χρόνου». Σε πρώτο πλάνο προβάλλει η μορφή του μεγάλου ?λληνα σκηνοθέτη, το πρόσωπο του κάτω από τη μηχανή λήψης, οι χειρονομίες του την ώρα που μιλά, δίνει εξηγήσεις ή οδηγίες σε ηθοποιούς και συνεργάτες. Ακόμη και σε φωτογραφίες που δεν περικλείουν τη μορφή του, παραμένει αισθητή η παρουσία του μέσα από την αύρα της. Στους ηθοποιούς, η φωτογράφος συλλαμβάνει και αποτυπώνει κάτι παροδικό και πολύ προσωπικό από στιγμές που προηγούνται ή έπονται της καθαρά ερμηνευτικής εργασίας τους πάνω στον ρόλο. Συγχρόνως παραθέτει μπροστά στα μάτια μας το αστικό τοπίο και τους χώρους που στέγασαν τη δουλειά των ηθοποιών, του συνεργείου, του σκηνοθέτη.
Η ομορφιά της φωτογραφίας έχει, ως γνωστόν, τους δικούς της νόμους. Αν η φωτογραφική εικόνα οδηγηθεί σε μιαν ομορφιά υπέρτατη, καταλήγει να είναι τόσο λεία που το βλέμμα ξεγλιστράει από πάνω της. Τότε η φωτογραφία δεν μου μιλά, απλώς μιλά για κάτι. Κι όμως εδώ μερικές φωτογραφίες είναι όμορφες, πολύ όμορφες. Αλλά το μυστικό τους συνίσταται στο ότι η ιδιόμορφη ομορφιά τους έχει διαφυλάξει κάτι άλλο: πένθος. Ο θεμελιακά μελαγχολικός χαρακτήρας των φωτογραφιών, βασίζεται στο ότι όλες τους εμπεριέχουν για πάντα ψήγματα από μια βωβή αναθύμηση. Αυτή η ανάκληση της σκόνης των αναμνήσεων μπορεί να ξεπηδήσει από τον απεικονιζόμενο χώρο, από ένα πρόσωπο που έχει γεράσει ή και από μια και μόνη λεπτομέρεια η οποία ίσως τυχαία έχει περιληφθεί στην εικόνα. Στις φωτογραφίες που έχουμε συγκεντρώσει για την έκθεση, συνενώνονται με εντυπωσιακό τρόπο αυτές ακριβώς οι ιδιότητες που χαρακτηρίζουν κάθε σημαντική φωτογραφία. Οι χώροι ανοίγουν, ξανά και ξανά στη φαντασία, μια σχεδόν χωρίς όρια απεραντοσύνη, κάποτε επειδή είναι άδειοι, άλλοτε πάλι μέσα από συνειρμούς που συνδέονται με συγκεκριμένα ορατά μικρά αντικείμενα. Τα πρόσωπα μας μιλούν εδώ ευθέως γιατί σ' αυτά έχει κατασταλάξει και είναι αναγνώσιμος ο χρόνος. Η λεπτομέρεια συχνά δηλώνει: αυτό που βλέπω τώρα, υπήρξε κάποτε εκεί, στη ζωή και εγγυάται την πραγματικότητα. Κάθε θεατής εντοπίζει στις φωτογραφίες μιαν ιδιαίτερη λεπτομέρεια ικανή να του αιχμαλωτίσει το βλέμμα, παρότι ή διότι αυτή δεν σημαίνει απολύτως τίποτε - αυτό που ο Roland Barthes ονόμασε το «punctum» της φωτογραφίας.
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα: τη σειρά των φωτογραφικών λήψεων του Michel Piccoli. Είναι πρώτα ο χώρος, ένα κάποιο εστιατόριο που και στις ίδιες τις φωτογραφίες μοιάζει να έρχεται από έναν άλλο χρόνο, παρελθόντα προ πολλού. Φαιός χρωματικός τόνος, νοσταλγικός, που παραπέμπει σε παμπάλαιες οικογενειακές φωτογραφίες. Ομορφιά του χώρου την οποία ο Θόδωρος Αγγελόπουλος ήξερε να δημιουργεί ανελλιπώς στο φιλμικό έργο του. Ενός χώρου που στις φωτογραφίες μοιάζει να μουρμουράει ένα παλιό τραγούδι. Οι χώροι μας φαίνονται μυστηριωδώς ακατοίκητοι τόποι, δείχνουν, θα ΄λεγε κανείς απρόσωποι, άδειοι ακόμη κι αν κλείνουν μέσα ανθρώπους. Αναμένουν υπομονετικά πότε τα γυρίσματα θα κάνουν κατάληψη, πότε θα τους γεμίσουν με ήχους και δραστηριότητα.
Σε έναν τέτοιο χώρο μια μορφή: ο γερασμένος Michel Piccoli με καπέλο και παλτό. Το πρόσωπο του Piccoli έχει εγγραφεί στη μνήμη του κινηματογράφου, ένας ωραίος άνδρας. Βλέπουμε το πρόσωπο του ηθοποιού με τον χρόνο να έχει περάσει από πάνω του. Έχει σοβαρότητα, κοιτάζει με το βλέμμα αυτού που ξέρει. Και νιώθουμε, οδηγημένοι από τη φωτογραφική τέχνη, εκείνην την «σκόνη του χρόνου» που χρησίμευσε ως ποιητικός τίτλος στη ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Την νιώθουμε στην στάση του ηθοποιού, στον γιακά του πανωφοριού, στα κρόσσια του ζεστού κασκόλ. (Για μένα το «punctum» εδώ ήταν η τσάκιση στο μπορ του καπέλου).
Οι φωτογραφίες της Νέλλης Τραγουστή έχουν μιαν εμφανή σκηνική ποιότητα. Μόνον αν αφήσεις για κάμποση ώρα την εικόνα του Bruno Ganz και της Irene Jacob να επιδράσει πάνω σου, αρχίζεις να «βλέπεις» : το σκεπτικό βλέμμα του Ganz, στραμμένο πέρα μακριά, εκείνο της Jacob στο δάπεδο. Και τα δύο αυτά βλέμματα μεταδίδουν το αίσθημα μιας στροφής προς τα έσω, οδηγούν σε ένα τίποτε, όπου η μεγάλη εγγύτητα και η άπιαστη «μακρότητα» του κόσμου γίνονται ένα, στο πέρασμα του χρόνου. Η φωτογραφία μοιάζει να συμπυκνώνει μιαν ολόκληρη ιστορία μέσα σε μία και μόνη σκηνή. Αυτή είναι η δύναμη της ακίνητης εικόνας: να ενεργοποιεί, να θέτει σε κίνηση τη φαντασία του θεατή. Ίσως εξαιτίας αυτού, να έχει γίνει παροιμιώδης στον καιρό μας η βραδύτητα ορισμένων πολύ μεγάλων σκηνοθετών της «κινούμενης» εικόνας. Δεν θέλουν να θυσιάσουν το βαθύ και στοχαστικό βλέμμα στον βωμό του εντυπωσιασμού, της άμεσης διέγερσης των αισθήσεων που προκαλεί η υπερβολική ταχύτητα, ολοένα και πιο κυρίαρχη στον mainstream κινηματογράφο.
Οι φωτογραφίες της έκθεσης είναι πολύτιμες. Κρατούν για πάντα τις νιφάδες της στιγμής, την στιγμή μιας παύσης, ενός χρόνου «ενδιάμεσου». Έτσι καθεμιά από τις φωτογραφίες ενσαρκώνει ένα παράδοξο: είναι μια «ατελεύτητη παύση» πλήρης αναμνήσεων, γεμάτη από τη θύμηση ενός από τους maitres της κινηματογραφικής τέχνης που ξεπερνούν την εποχή τους.
Ελένη Βαροπούλου, επιμελήτρια της έκθεσης
Διάρκεια:10.11.2016 – 17.12.2016
Πρώην Αποθήκες Στρατού
Προβλήτα Α, Λιμάνι, Θεσσαλονίκη
Σε συνεργασία με το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Περισσότερες πληροφορίες:
Άρης Καλόγηρος
Τμήμα Πολιτιστικών Εκδηλώσεων
Goethe-Institut Thessaloniki
Τηλ. 2310 889611