Καρχαρίες, κρανία και τώρα, ναυάγια: η τελευταία έκθεση του Ντάμιεν Χιρστ είναι επική

Καρχαρίες, κρανία και τώρα, ναυάγια: η τελευταία έκθεση του Ντάμιεν Χιρστ είναι επική

“Είναι σα να επιστρέφει ο Έλβις για συναυλία στο Λας Βέγκας”, είπε ο Oliver Barker, πρόεδρος του Sotheby's Ευρώπης. Το “Treasures from the Wreck of the Unbelievable”, η τελευταία έκθεση του Ντάμιεν Χιρστ, άνοιξε χθες στο Palazzo Grassi και την Punta della Dogana στη Βενετία. Πρόκειται για ένα μνημειακά φιλόδοξο αφιέρωμα στη γλυπτική της αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης, στους Αζτέκους, σε πολιτισμούς στην Κίνα, την Αφρική, την Ινδία, το Μπαλί και αλλού, που εξαπολύει τη φαντασία του Χιρστ σε μια πρωτοφανή κλίμακα. Αυτή είναι η όψη της τέχνης όταν η αχαλίνωτη φιλοδοξία συναντά φαινομενικά απεριόριστους οικονομικούς πόρους.

Οι διοργανωτές λένε ότι την ετοιμάζουν εδώ και δέκα χρόνια και περιλαμβάνει 189 έργα που έχουν φτιαχτεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να φαίνονται σα θησαυροί που ανακαλύφθηκαν. Ο ίδιος ο Χιρστ έκανε ό,τι μπορούσε για να αποφύγει την προσοχή των μέσων, τα οποία συνήθως θα προλόγιζαν μια προσπάθεια τέτοιου μεγέθους. Βλέπει την ασάφεια ως ένα ουσιαστικό στοιχείο στην τέχνη.

Τι είναι το “Treasures from the Wreck of the Unbelievable” και τι σημαίνει; «Μου αρέσει το ότι δεν ξέρεις, σε κανένα επίπεδο», απαντά. «Αυτό είναι που κάνει την τέχνη τόσο συγγενική με τη θρησκεία... Κλειδώνει με την πίστη κατά κάποιον τρόπο.» Για παράδειγμα, αναφέρει, ένας πίνακας του Βαν Γκογκ μπορεί να φαίνεται πιο ουσιώδης αν ο θεατής πιστεύει ότι είναι ο τελευταίος που ζωγράφισε ο καλλιτέχνης. Ό,τι αποδίδεται στον Πικάσο θεωρείται πολύτιμο. «Αυτό είναι το πρόβλημα της τέχνης, αλλά και η δύναμή της», λέει ο Χιρστ.

Μισούσε το να λέει στον κόσμο τι να περιμένει από την έκθεση της Βενετίας, γιατί ο ίδιος προτιμά να είναι «ένα ταξίδι ανακάλυψης», μια ξαφνική πτώση από την κουνελότρυπα σε ένα εναλλακτικό σύμπαν. Τα έργα, -οι θησαυροί του τίτλου-, είναι ασυνήθιστα και μπερδεμένα: απεικονίζουν μυθικά όντα και θαυμαστά πλάσματα. Αυτό που μπερδεύει ακόμη περισσότερο είναι ότι κάποια είναι μαυρισμένα ή καλυμμένα από κοράλλια και μόλις πρόσφατα ανασύρθηκαν από το βυθό στο λιμάνι μιας χώρας της ανατολικής Αφρικής.

Μια σφίγγα ήταν ξαπλωμένη στην άμμο, με πεταλουδόψαρα να βρίσκουν καταφύγιο μέσα της. Μια άλλη μορφή, ύψους τριών μέτρων ή και περισσότερο, από το τεράστιο κεφάλι έως τη στιβαρή βάση φαίνεται να κρατά κάτι, σα να κάνει μια προσφορά, αν και δεν υπάρχει κάτι που να υποδηλώνει ότι εκλιπαρεί στην έκφρασή του: στην πραγματικότητα, το άγαλμα αυτό αναπαριστά έναν τυμπανιστή, του οποίου λείπει το τύμπανό του. Η ιστορία του Χιρστ για το πώς ο τυμπανιστής και οι άλλοι θησαυροί που αποτελούν τον πυρήνα της έκθεσής του στη Βενετία έφτασαν να αναπαύονται στον Ινδικό Ωκεανό αλλάζει κάθε φορά.

Μια βερσιόν είναι η εξής: τον 1ο ή το 2ο αιώνα μ.Χ., ένα τεράστιο πλοίο, με το όνομα "Άπιστος", βρέθηκε σε αυτά τα νερά, σκορπίζοντας το φορτίο του με έργα τέχνης που είχε συγκεντρώσει ο συλλέκτης Σιφ Αμοτάν ΙΙ, γνωστός και ως Αούλους Καλίδιους Αμοτάν, για να διακοσμήσει έναν ναό αφιερωμένο στον ήλιο. Ο Αμοτάν ήταν ένας σκλάβος από την Αντιόχεια που ελευθερώθηκε και τα έργα αυτά τα δανείστηκε, τα έκλεψε ή ήταν αναθέσεις. Ο Χιρστ κάποιες φορές επεκτείνει την αφήγηση, για να εξηγήσει τη δική του ανάμειξη: το ναυάγιο ανακαλύφθηκε τυχαία πριν από εννέα χρόνια. Οι αρχικές έρευνες αποκάλυψαν ρωμαϊκά νομίσματα σε αρκετά μεγάλες ποσότητες, ώστε κίνησαν το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων. Ο Χιρστ συμμετείχε ως ο βασικός χρηματοδότης του πρότζεκτ. Η έκθεση είναι η πρώτη ευκαιρία για το κοινό να δει αυτά τα έργα.

«Για μένα η έκθεση είναι για την πίστη: μπορείς να πιστέψεις ό,τι θέλεις να πιστέψεις. Για μένα η ιστορία με το συλλέκτη είναι αληθινή –έχω ξοδέψει τόσο χρόνο σε αυτήν. Πρώτα σκέφτηκα τον τίτλο και μετά εφύηρα την ιστορία, συμπεριλαμβανομένου του πρωταγωνιστή, Αμοτάν. Δεν πείθω τον εαυτό μου: απλώς το πιστεύω. Αν κλείσω τα μάτια μου, σχεδόν τον βλέπω. Όπως ο κόσμος πιστεύει στον Άη Βασίλη.»

Οι ιστορικοί συμφωνούν στο ότι κατά την περίοδο στην οποία ο Χιρστ τοποθετεί τον Αμοτάν, οι έμποροι πληρώνονταν για διαδρομές μεταξύ της Αιγύπτου και προορισμών τόσο μακριά στο νότο όσο η Ράπτα στη νοτιοανατολική ακτή της Αφρικής, μεταφέροντας εμπορεύματα όπως σιτάρι και άλλα τρόφιμα, ακατέργαστα υλικά και αγαθά πολυτελείας, όπως λιβάνι και σμύρνα.

Το έργο Οι Δειπνοσοφιστές, ή Σοφιστές σε Δείπνο (The Deipnosophistae, or Sophists at Dinner), μια εκτεταμένη σειρά 15 τόμων με συζητήσεις που κατέγραψε ο Αθήναιος, ένας Έλληνα από τη Ναύκρατι της Αιγύπτου στις αρχές του 3ου αιώνα, περιγράφει ένα πλοίο που κατασκευάστηκε για να μεταφέρει σιτάρι και ήταν επανδρωμένο από «20 σειρές κωπηλατών» και άλλο ένα που είχε αναθέσει ο Βασιλιάς Πτολεμαίος με το διπλάσιο ανθρώπινο δυναμικό και ένα αμπάρι 420 ποδιών (128 μέτρων) -σχεδόν το διπλασιο μήκος από το καράβι του Σερ Φράνσις Ντρέικ, Golden Hind, μια γαλέρα του 16ου αιώνα. Οι πηγές που αναφέρουν τον Αμοτάν είναι στην καλύτερη περίπτωση ασαφείς και κάθε σύνδεση με το θρυλικό πλοίο Άπιστος φαίνεται σαθρή.

Μπορούμε να πιστέψουμε με κάποια σιγουριά ότι ο Χιρστ άρχισε να δουλεύει το “Treasures from the Wreck of the Unbelievable” το 2008. Χρηματοδότησε εκτεταμένες υποβρύχιες αποστολές που ανέσυραν γλυπτά όπως η σφίγγα, ο τυμπανιστής και άλλους θησαυρούς, όπως ένα λιοντάρι και μια γυναικεία φιγούρα. Αυτά τα δύο επανενώνονται στη Βενετία, καθώς αποτελούν ένα ζεύγος με τίτλο Lion Women of Asit Mayor, όπου καθοδηγούν το θηρίο με αλυσίδες.

Ένας ακέφαλος δαίμονας ύψους 18,3 μ., που κρατά ένα δίσκο, γεμίζει ολόκληση την αυλή του Palazzo Grassi. Φτιαγμένη από χρωματισμένη ρητίνη, η μορφή είναι εμπνευσμένη από ένα σχέδιο του Γουίλιαμ Μπλέικ στη συλλογή της Tate και είναι ο προσωπικός Κολοσσός της Ρόδου του Χιρστ, ένα άγαλμα το οποίο ευελπιστεί να χυτεύσει σε χαλκό. “Κάποια στιγμή, στον κήπο μου στο Ντέβον, συνειδητοποίησα ότι θα πάρει δέκα χρόνια μέχρι να ολοκληρωθεί”, είπε. “Η τέχνη, όπως οι κήποι, χρειάζεται χρόνο για να μεγαλώσει.” Στην Punta della Dogana υπάρχει ένα χάλκινο άγαλμα ύψους 7 μ. μιας Ελληνίδας πολεμίστριας, που δρασκελίζει μια όρθια αρκούδα, με τα χέρια της ανυψωμένα και κρατώντας ένα σπαθί σε κάθε χέρι. Το έργο φαίνεται επιστρωμένο με κόκκινα, κίτρινα και μωβ κοράλλια, αλλά αυτές οι θαλάσσιες προσαυξήσεις έχουν δημιουργηθεί με κόπο σε χρωματισμένο χαλκό.

Η δουλειά έπρεπε να γίνει με μυστικότητα. Ούτε ο Χιρστ ούτε οι εκπρόσωποι της εταιρείας του, Science, έχουν δώσει στα μέσα έναν απολογισμό του εγχειρήματος, αλλά το μέγεθος και η διάρκεια των εργασιών, -που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια τουλάχιστον τριών καλοκαιριών-, υποδεικνύουν ότι πρέπει να κόστισε εκατομμύρια. Πλοία σαν αυτό που χρησιμοποιήθηκε ως βάση για τις αποστολές κοστίζουν περίπου £20.000 την μέρα για να λειτουργήσουν, χωρίς τους μισθούς και τα έξοδα διαβίωσης του πληρώματος, τους επαγγελματίες δύτες και τα άλλα μέλη της ομάδας. Ο καλλιτέχνης έχει αναφέρει ότι τα έργα σε ασήμι, χρυσό, κρύσταλλο και μπρούντζο του κόστισαν πάνω από £50 εκατομμύρια (κανένας δεν έχει δώσει τον ακριβή αριθμό).

Τον Χιρστ τον γοητεύει ο πλούτος και το μέταλλο που στο οποίο στηρίζεται και τον εκπροσωπεί: ο χρυσός. «Υπάρχει πάντα αυτή η σκηνή στις ταινίες, που ανοίγεις μια βαλίτσα και η αντανάκλασή του λάμπει στο πρόσωπό σου. Είναι ένα καταπληκτικό υλικό και βγάζει στους ανθρώπους τον καλύτερο και το χειρότερο εαυτό τους.» Σταματάει. «Πιθανότατα το χειρότερο.»

Η καριέρα του Χιρστ μοιάζει συχνά ως ένας ανταγωνισμός με τον εαυτό του. Πώς μπορεί να ξεπεράσει το ίδιο του το ρεκόρ προκλητικότητας και ανατροπής; Ή το ρεκόρ επιτυχίας και κακής φήμης; Η δημοσιότητα γύρω από τη διήμερη δημοπρασία 244 έργων του Χιρστ το Σεπτέμβρη του 2008, στην οποία πούλησε έργα συνολικής αξίας $200 εκατομμυρίων, δημιούργησε κάτι ισάξιο με τη σκηνή με τη βαλίτσα. Ο Χιρστ δέχτηκε έναν καταιγισμό από αιτήματα για χρήματα.

«Η κατάσταση είχε ξεφύγει», θυμάται. «Είχα λάβει ένα γράμμα από ένα τύπο που έλεγε ότι εκείνος και η γυναίκα του είχαν αγοράσει μαζί ένα σπίτι και ότι τώρα το σπίτι έχει τη μισή αξία από αυτά που πλήρωσαν και είχαν πέσει έξω και προσπάθησαν να χωρίσουν, αλλά δεν μπορούσαν λόγω του σπιτιού και ρωτούσε αν μπορούσα να τους δώσω τα λεφτά του σπιτιού, να το αγοράσω στην αρχική τιμή του και να περιμένω να ανέβει η τιμή και άλλες τέτοιες περίεργες βλακείες.»

Καθώς ξεκίνησε η δημοπρασία στον οίκο Sotheby's, η τράπεζα επενδύσεων Lehman Brothers κατέρρευσε. Η χρονική στιγμή καθιέρωσε τη φήμη του Χιρστ ως μάγου που μπορούσε να υφάνει τις δικές του πραγματικότητες, να γίνει πλουσιότερος την ώρα που η αξία στέρευε από τις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές. Το έκανε χρησιμοποιώντας απλή λογική. Οι γκαλερί συνήθως χειρίζονται την πώληση και ελέγχουν προσεκτικά τη ροή της δουλειάς των καλλιτεχνών για να διατηρήσουν τις τιμές. Ο Χιρστ  πούλησε κατευθείαν χωρίς μεσάζοντα, σε οίκο δημοπρασιών, πλημμυρίζοντας την αγορά με τη δουλειά του. Δε συμφώνησε ποτέ με τη λογική ότι το εμπόριο είναι εχθρός της καλλιτεχνικής ακεραιότητας και συχνά εξερευνά παρόμοια θέματα.

Το έργο του 2007 For the Love of God, ένα πλατινένιο κρανίο γεμάτο διαμάντια, είχε τιμή στα £50 εκατομμύρια, πυροδοτώντας έντονες συζητήσεις για την αξία του, τόσο ως τέχνη όσο και στα πλαίσια της αγοράς. Ένα χαρακτηριστικό έργο που έφτιαξε για μία δημοπρασία στο Sotheby's ήταν το The Golden Calf, ένας ταύρος με χρυσές οπλές και ένα δίσκο από χρυσάφι ανάμεσα στα επιχρυσωμένα κέρατά του, βαλσαμωμένος σε μια χρυσή βιτρίνα. Η αναφορά προέρχεται από το βιβλίο της Εξόδου. Όταν ο Μωυσής πήγε να φέρει τις Δέκα Εντολές, οι Ισραηλίτες, στερημένοι της ηγεσίας του, κατέληξαν να δοξάζουν ένα ψεύτικο είδωλο, ένα μοσχάρι φτιαγμένο από λιωμένο χρυσάφι.

“Μετά τη δημοπρασία στο Sotheby's και το κρανίο, άρχισα να αναρωτιέμαι τι θα κάνω μετά”, ανακαλεί ο Χιρστ. Έχουν περάσει 13 χρόνια από την τελευταία μεγάλη έκθεση του Χιρστ, μία αναδρομική στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης. Δεν έμεινε, όμως, στην αφάνεια. Το 2015 άνοιξε τη Newport Street Gallery, ένα μουσειακό χώρο στο Νότιο Λονδίνο, όπου έχει παρουσιάσει εκθέσει από την προσωπική του συλλογή, με καλλιτέχνες όπως ο Τζεφ Κουνς. Πολλοί στον κόσμο της τέχνης αναρωτιόνταν αν ο Χιρστ είχε μετατραπεί σε έναν καλοβαλμένο επιμελητή.

Η έκθεση “Treasures from the Wreck of the Unbelievable” ξαναπιάνει και επεκτείνει το θέμα των ψεύτικων ειδώλων και συλλογίζεται την επισφαλή κρίση των συλλεκτών. Το υποτιθέμενο φορτίο του Αμοτάν περιλαμβάνει όχι μόνο κομμάτια που χαρακτηρίζονται ως αυθεντικά, -τα οποία έχουν σχεδιαστεί από ένα μεγάλο εύρος ηπείρων και παραδόσεων, προκολομβιανά έργα από το Νότο και τη Μέση Αμερική, δίπλα σε αιγυπτιακά, ελληνικά και ρωμαϊκά αγαλματίδια-, αλλά και ως «ψεύτικα» και «αντίγραφα».

Φυσικά, ψεύτικα έργα που έχουν δημιουργηθεί κατά τον 1ο ή 2ο αιώνα θα είχαν ωριμάσει χάριν περιέργειας και στη συνέχεια χάριν αρχαιότητας, αποκτώντας σημαντική αξία. Είναι μια ιδέα που προφανώς χαροποιεί το Χιρστ, ο οποίος για αρκετά χρόνια διασκέδαζε αγοράζοντας ψεύτικους Πικάσο από το eBay, μαζεύοντας πάνω από 100, απογειώνοντας κατά αυτόν τον τρόπο τις τιμές ακόμα και των χειρότερων αντιγράφων.

Είναι συλλέκτης σχεδόν όσα χρόνια είναι και καλλιτέχνης, αγοράζοντας τη δουλειά των σύγχρονών του στη σχολή καλών τεχνών όταν ήταν ακόμα ένας μαθητής που τα έβγαζε πέρα δύσκολα. Ερωτώμενος για το τι παρακινεί τους συλλέκτες, αρχικά δίνει μια προκατειλημμένη απάντηση: «Είναι σα να ελέγχεις τον κόσμο... Εννοώ ότι σε πολλούς από τους συλλέκτες λείπει κάτι, οπότε πρέπει να το γεμίσουν.»

Αυτό του θύμισε κάτι. Σε ηλικία 17 ετών, ο Χιρστ, ο οποίος ζούσε σε μία κατάληψη στο βόρειο Λονδίνο, άρχισε να ανησυχεί επειδή δεν είχε ακούσει την τηλεόραση του ηλικιωμένου γείτονά του για αρκετές μέρες. Όταν τελικά διέρρηξε το διαμέρισμά του για να δει αν είναι καλά, ανακάλυψε σκουπίδια 60 χρονών, εφημερίδες, ερωτικά γράμματα, «μια σακούλα με κάθε άδεια οδοντόπαστα που είχε χρησιμοποιήσει ποτέ εκεί μέσα, οπότε έκανε επίσης συλλογή από σκουπίδια, αλλά και τσάντες με λεφτά, όπως 50 πέννες, 2 πέννες, 10 πέννες, πολλά διαφορετικά πράγματα.»

Ο γείτονάς του είχε μετακομίσει και το τοπικό συμβούλιο έστειλε μετά από λίγο κάποιους εργάτες για να καθαρίσουν το διαμέρισμα. «Πήραν με το φτυάρι τα πάντα, τα έβγαλαν στον κήπο και τα έπαιρναν εναλλάξ, οπότε σε τρεις μέρες υπήρχαν ξανά άδεια δωμάτια και τα πάντα είχαν εξαφανιστεί», λέει ο Χιρστ. «Όταν σκέφτομαι μια έκθεση τέχνης ή κάτι τέτοιο, μπορείς να βάλεις όλη σου τη ζωή σε ένα δωμάτιο και να πάει κάπως έτσι.»

Ο Χιρστ έφτιαξε κάποια από τα πρώτα του έργα χρησιμοποιώντας αντικείμενα που πήρε από το διαμέρισμα του γείτονά του, πριν έρθει η ομάδα καθαρισμού. Η ιστορία του για τον Αμοτάν ακόμη δανείζεται κάποια στοιχεία από τον παλιό του γείτονα. Ο Αμοτάν ξόδεψε όλη του την ζωή μαζεύοντας αντικείμενα απλά για να τα χάσει μέσα σε μια στιγμή. «Προσπαθούσε να φτάσει πέρα από την ζωή του», λέει ο  Χιρστ. «Ως συλλέκτης τέχνης ή ως καλλιτέχνης, αυτό πρέπει να κάνεις: προσπαθείς να φτάσεις πέρα από τη ζωή σου όσο περισσότερο μπορείς στο μέλλον.» Προσθέτει: «Ο Αμοτάν μου θυμίζει τον εαυτό μου.»

Ο ίδιος ο Χιρστ εμφανίζεται στην έκθεση, σε ένα γλυπτό που έχει χυτευθεί σε μπρούντζο, με τίτλο Συλλέκτης (Collector). Το γλυπτό, το οποίο εκτίθεται στον πρώτο όροφο του Palazzo Grassi, απεικονίζει το σαρκώδη κορμό του καλλιτέχνη, καλυμμένο με κάτι που μοιάζει με θαλάσσιους γυμνοσάλιαγκες και κοράλλια. Η παρουσία του Χιρστ εδώ, που επιβλέπει το θεάμα των χεριών του, είναι ένας φόρος τιμής στη δύναμη του συλλέκτη ανά τους αιώνες, από το φανταστικό απελευθερωμένο σκλάβο που έκανε ανάθεση σε καλλιτέχνες για αυτά τα έργα, έως τον καλλιτέχνη που τα φαντάστηκε και τα παρήγαγε και το Γάλλο δισεκατομμυριούχο συλλέκτη Pinault, ο οποίος βοήθησε να χρηματοδοτηθεί το όλο εγχείρημα.

Υπάρχουν όντως βιογραφικά παραλληλα παρά την απόσταση 1.700-1.800 χρόνων μεταξύ της περιόδου στην οποία θεωρητικά τοποθετείται η αφήγηση του Αμοτάν και της ημερομηνίας γέννησης του Χιρστ τον Ιούνιο του 1965. Ο Χιρστ είχε μια δύσκολη αρχή στη ζωή του, η οποία τον οδήγησε σε μικροαπατεωνιές πριν βρει τη λύτρωσή του, και τη σχεδόν εν μία νυκτί επιτυχία, στην τέχνη. Καθώς ανέτειλε το άστρο του, ο Χιρστ περιπλανιόταν στη βρετανική εθνική συνείδηση, πάντα μιλώντας πολύ και συχνά μεθυσμένος, είτε λόγω του αλκοόλ είτε λόγω της επιτυχίας του. Είναι πλέον εδώ και εννιά χρόνια νηφάλιος, αλλά η ενστικτώδης τάση του για το μεγαλοπρεπές φαίνεται ανεπηρέαστη. «Κάποιος μου είχε πει “Θα ήθελες να γίνεις αθάνατος μέσα από την τέχνη σου;” Και σκέφτεσαι “Βασικά, ναι, αλλά θα προτιμούσα να μείνω αθάνατος από μόνος μου.”»

Μιας και κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν να γίνει, κυνηγά την πρώτη επιλογή. Καθώς το κάνει αυτό, αναγνωρίζει ότι ανοίγεται όχι μόνο στην πιθανότητα της αναγνώρισης, αλλά και της θεαματικής αποτυχίας -μια μοίρα κυριολεκτικά χειρότερη από το θάνατο για έναν καλλιτέχνη του οποίου ο φόβος της θνητότητας μετριάζεται από την πεποίθηση ότι η δουλειά του, και το όνομά του, θα διαρκέσουν στο χρόνο. «Μπορείς να προσπαθήσεις να βάλεις την τέχνη σου σε όλες τις σημαντικές συλλογές στον κόσμο αλλά, εάν ο επόμενος επικεφαλής του μουσείου δεν αξιολογήσει καλά αυτό το έργο ή το επόμενο ή το μεθεπόμενο, μπορεί να αφαιρεθούν και θα εξαφανιστείς χωρίς κανένα ίχνος», λέει ο Χιρστ.

Η έκθεση θεωρείται από πολλούς μια προσπάθεια του Χιρστ, πλέον 51 ετών, να δώσει ένα νέο εναρκτήριο λάκτισμα στην καριέρα του. Από το 2008 οι τιμές για τα έργα του είχαν τρελές διακυμάνσεις. Αν και ένας πίνακας με βούλες του Χιρστ πουλήθηκε στο Sotheby's το Νοέμβριο για μόλις $396.500, -μία βουτιά σε σχέση με τα $1,7 εκατομμύρια που έφταναν οι πίνακες της σειράς το 2013-, οι τιμές έχουν αρχίσει να βελτιώνονται. Η White Cube, μια γκαλερί στο Λονδίνο, ισχυρίζεται ότι πούλησεένα πίνακα του 2015 του Χιρστ, το “Holbein (Artist's Watercolours)”, με πλάτος 4 μ., για περισσότερα από $930.000, αποδεικνύοντας ότι μπορεί ακόμη να πιάσει υψηλές τιμές πώλησης.

Μία άλλη αίθουσα στην Punta della Dogana είναι αφιερωμένη σε ένα ζεύγος αγαλμάτων της ινδουιστικής θεάς Κάλι, η οποία παλεύει με τη Λερναία Ύδρα, -με τη θεά να κρατά σπαθιά στα έξι χέρια της εναντίον των επτά κεφαλιών του ερπετού: μια πρώτη συνάντηση της αρχαίας ινδικής θεότητας με το πλάσμα που πολέμησε ο Ηρακλής, χάρη στο Χιρστ. Στο Palazzo Grassi, ένα άλλο απρόσμενο ταίριασμα είναι αυτό της Ανδρομέδας, την οποία ο Χιρστ απεικονίζει αλυσοδεμένη σε ένα βραχώδες κάθισμα, με το θαλάσσιο τέρας που έστειλε ο Ποσειδώνας για να την σκοτώσει. Ο Χιρστ έχει προσθέσει ένα δεύτερο τέρας, ένα γιγαντιαίο καρχαρία να γέρνει προς την Ανδρομέδα, ανακαλώντας το διάσημο τίγρη καρχαρία σε φορμαλδεΰδη του καλλιτέχνη, καθώς και “Τα Σαγόνια του Καρχαρία” του Στήβεν Σπήλμπεργκ.

Ένα από τα διασημότερα έργα του, το The Physical Impossibility of Death in the Mind of Someone Living, έναν καρχαρία-τίγρη διατηρημένο σε φορμαλδεΰδη, το 1991 σηματοδοτούσε από τότε τις αντιφατικές του τάσεις, για το θάνατο και για τη θάλασσα, που τον γοητεύουν και τον απωθούν ταυτόχρονα. «Πάντα αγαπούσα τους θησαυρούς, από τότε που ήμουν παιδί και παρακολουθούσα το Ζακ Κουστό», θυμάται. «Έχω σπίτια στο Μεξικό και βρήκα πράγματα από ψαρόβαρκες, όπως κομματάκια από κοράλλια και από κεραμεικά, που φαίνονταν καταπληκτικά. Τότε σκέφτηκα να αφήσω κάποια αντικείμενα στον πάτο της θάλασσας ώστε να συσσωρευτούν πάνω τους κοράλλια.» Το αγαπημένο του από τα αντικείμενα που δημιούργησε αυτή η ιδέα είναι ένα πιάτο διαστρεβλωμένο και γεμάτο κοράλλια. «Δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις το πιάτο πια, αλλά είναι ένα όμορφο αντικείμενο, οπότε το αγαπώ περισσότερο. Είναι κάτι σαν την ενέργεια που ασκεί ο Κόσμος στα πράγματα.»

Ο Χιρστ προσέλαβε περισσότερος από 1.000 ειδικούς από μέρη όπως η Ιταλία, η Γερμανία, η Νότιος Αφρική και οι ΗΠΑ, οι οποίοι είχαν δεξιότητες κατεργασίας πολύτιμων λίθων και μετάλλων. Η ποικιλία των υλικών των εκτειθέμενων έργων και η μαστοριά που χρειάστηκε για να τα σχηματίσει σε έργα τέχνης είναι εντυπωσιακή. Πολλά μικρότερα αντικείμενα της έκθεσης είναι φτιαγμένα από χρυσό. Ένα κομμένο κεφάλι Μέδουσας εμφανίζεται στην έκθεση σε τρεις διαφορετικές εκδοχές: ένα σε κρύσταλλο, ένα σε μαλαχίτη και, τέλος, σε χαλκό, χρυσό και ασήμι. Με αυτόν τον τρόπο, ο Χιρστ αποτίει φόρο τιμής στους αρχαίους τεχνίτες: σχεδόν δύο ντουζίνες προθήκες (εκ των οποίων κάθε μία είναι ένα έργο τέχνης) είναι γεμάτες με χρυσά κοσμήματα που θυμίζουν ελληνική και ρωμαϊκή μαστοριά, μια επιχρυσωμένη ασπίδα του Αχιλλέα με περίπλοκα λεπτομερή μάχη και αγροτικές σκηνές και λεπτοδουλεμένα αργυρά γλυπτά, που θυμίζουν τη δεξιότητα των μεταλλουργών της Αναγέννησης.

Τα έργα χυτεύτηκαν στο Pangolin Editions, ένα χυτήριο με βάση το Γκλόστερσαϊρ, κοντά στα εργαστήρια του Χιρστ, στο οποίο έχουν χυτευθεί πολλά γλυπτά του Χιρστ, καθώς και έργα άλλων καλλιτεχνών, όπως η Σάρα Λούκας και ο Ντον Μπράουν. Το γιγαντιαίο Angel of the North του Άντονι Γκόρμλεϊ άνοιξε πρώτη φορά τα φτερά του στα εργαστήρια του Pangolin.

Το πλαίσιο μέσα στο οποίο ξεδιπλώνεται η έκθεση είναι αυτό της κακής φήμης του Χιρστ. Το Μάρτιο, ακτιβιστές για τα δικαιώματα των ζώων στη Βενετία έριξαν 40 κιλά κοπριά έξω από το Palazzo Grassi, μαζί με ένα μήνυμα στην πόρτα του μουσείου που έγραφε “Damien Hirst Go Home”. (Η έκθεση δεν περιέχει ούτε νεκρά ζώα ούτε πεταλούδες, που είναι χαρακτηριστικά στοιχεία του Χιρστ). Ο λόγος διαμαρτυρίας τους είναι ότι η έκθεση, κατά τα λεγόμενά τους, αποτελεί “προσβολή σε μια πόλη για ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ τέχνη.”

“Ο Ντάμιεν έχει καταφέρει να επιβιώσει εκπληκτικά”, είπε ο Robert Storr, επιμαλητής, καθηγητής, κριτικός και πρώην πρύτανης της Σχολής Τεχνών του Πανεπιστημίου Γέιλ. “Πιθανότατα θα παράγει ένα θέαμα, αλλά αμφιβάλλω για το αν θα καταφέρει να διατηρήσει το ενδιαφέρον καλλιτεχνικά. Αντίθετα με τον Τζεφ Κουνς, κάνει σπάνια πια την έκπληξη”. Πρόσθεσε πως παρόλο που το ενδιαφέρον του κοινού για τις περιοδικές εκθέσεις έχει μεγαλώσει, το κοινό για σοβαρή τέχνη έχει συρρικνωθεί και ότι οι άνθρωποι με οικονομικό ενδιαφέρον, όπως συλλέκτες και έμποροι, είναι μια πολύ μικρή ομάδα. Παρ' όλ' αυτά, για κάθε επικριτή του Χιρστ, υπάρχει και ένας θαυμαστής. “Η καριέρα του Ντάμιεν έχει χτιστεί αδιαφορώντας για τους επιμελητές ή τους κριτικούς”, είπε ο Nicholas Serota, ο αποχωρών διευθυντής της Tate, που το 2012 είχε μια αναδρομική του Χιρστ. “Αυτό κάνει το μουσειακό κόσμο λίγο νευρικό.”

Δεν είναι μόνο η προθυμία του να ασχολείται με την επιχειρηματική πλευρά της τέχνης που έλκει κριτική, αλλά και η κλίμακα στην οποία κάνει τέχνη και ο τρόπος με τον οποίο την κάνει. Το Pangolin και το μεγαλύτερο από τα γειτονικά εργαστήρια του Χιρστ παράγουν καλή τέχνη σε όγκο. Η νοοτροπία που αντιλαμβάνεται την τέχνη μόνο ως μια μορφή χειροτεχνίας δε θα αποδεχτεί ποτέ ως τέχνη τα αντικείμενα που βγαίνουν από αυτούς τους χώρους. Στο Pangolin, ομάδες τεχνικών κάθονται μπροστά από οθόνες υπολογιστών φτιάχνοντας ψηφιακά σχήματα, τα οποία οι τρισδιάστατοι εκτυπωτές θα μετατρέψουν σε καλούπια. Στα εργαστήρια του Χιρστ πολλοί βοηθοί ζωγραφίζουν και εργάζονται υπό τις οδηγίες του. Αυτό οδηγεί σε κατηγορίες ότι η μοντέρνα τέχνη έχει πουλήσει την ψυχή της, αν και, ειρωνικά, αυτές οι μέθοδοι παραγωγής ταιριάζουν ιδιαίτερα με τις παραδόσεις της ιστορίας της τέχνης.

Οι καλλιτέχνες πάντοτε αγκάλιαζαν την τεχνολογία για να πραγματοποιήσουν το όραμά τους. Τα τυπωμένα καλούπια του Pangolin χρησιμοποιούνται για να δημιουργηθούν τα εκμαγεία κεριού που δίνουν σχήμα στον μπρούντζο, μια τεχνική η οποία χρησιμοποιείτο ήδη από τη Χαλκολιθική περιόδου. Κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης, ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι, ένας μεγάλος εφευρέτης καθώς και ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες όλων των εποχών, έμαθε να ζωγραφίζει και να κάνει γλυπτική στο εργαστήριο ενός άλλου καλλιτέχνη, του Αντρέα ντελ Βερόκκιο, κάνοντας τέχνη στο όνομά του.

Την εποχή εκείνη, κανένας δεν αμφισβητούσε την αυθεντικότητα αυτής της διαδικασίας ή της τέχνης που παρήγαγε. Σήμερα, σε μια εποχή που δεν πιστεύει πια σε τίποτα και μπορεί να συνθέσει τα πάντα, αναζητούμε την αυθεντικότητα, αλλά δυσκολευόμαστε να την καθορίσουμε ή να την αναγνωρίσουμε. Ο Χιρστ πάντα επιδείκνυε ότι η τέχνη έχει να κάνει με τις ιδέες όσο και με την αισθητική: ότι η τέχνη είναι ένα κατασκεύασμα, ένα ψέμα που με το να μας προκαλεί να σκεφτούμε, μας φέρνει πιο κοντά στην αλήθεια. Παρ' όλ' αυτά, για λίγο καιρό περιόρισε τον εαυτό του στο να ζωγραφίζει σε ένα μικρό εργαστήριο στον κήπο του, λέγοντας στο BBC το 2009 ότι δε θα αναλάβει ξανά εγκαταστάσεις μεγάλης κλίμακας, που χρειάζονται ομάδες για να φτιαχτούν.

Άλλαξε γνώμη, αλλά η συνεχής αναζήτησή του για το αυθεντικό μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται τα έργα: κάποια γεμάτα μυτερά πετρώματα και κοραλλιογενή δάχτυλα, άλλα λεία και τέλεια.

Εκτός από τα μπρούντζινα, χρυσά και επιχρυσωμένα έργα, υπάρχουν μάρμαρα και πέτρες σε διαφορετικούς τόνους και υφές. Ο Χιρστ κοιτάζει επίμονα στα μάτια ένα Βούδα από νεφρίτη, με το πρόσωπό του χαραγμένο από τις φθορές του χρόνου. “Νομίζω ότι δείχνει εκπληκτικά καλά, λαμβάνοντας υπόψιν ότι είναι 2.000 χρονών”, λέει, προσπαθώντας να κρατήσει ανέκφραστο το πρόσωπό του. Αρκετά αντικείμενα περιλαμβάνουν πρόσωπα ή μοτίβα που είναι εκπληκτικά μοντέρνα. Μια σειρά από κορμούς γυναικείων σωμάτων από γρανίτη και μάρμαρο θυμίζουν την Barbie και την ανύπαρκτη ανατομία της κούκλας. Θυμίζουν, επίσης, μορφές της πρώιμης κυκλαδικής τέχνης, για τις οποίες οι απόψεις των αρχαιολόγων διίστανται εδώ και καιρό για το αν αναπαριστούν θεότητες ή είναι απλά παιδικά παιχνίδια -οι Barbies του 2800 με 2000 π.Χ.

Η έκθεση κλείνει, επίσης, το μάτι και στην ποπ κουλτούρα, από κοραλλιογενώς επιστρωμένες φιγούρες της Ντίσνεϋ, όπως ο Μίκυ Μάους, την τραγουδίστρια Rihanna ως Αιγύπτια θεά σε κόκκινο μάρμαρο, τη Yolandi Visser του νοτιοαφρικανικού ραπ διδύμου Die Antwoord ως Μεσοποτάμια θεότητα σε φύλλα χαλκού και χρυσού και το άγαλμα ενός φαραώ από μπλε γρανίτη, με ένα χρυσό δαχτυλίδι στη θηλή, να έχει μια παράξενη ομοιότητα με το Pharrell Williams. Είναι πραγματικά το πρόσωπο του τραγουδιστή; “Θα μπορούσε”, απαντά ο Χιρστ. “Τα πάντα έχουν να κάνουν με το τι θέλεις να πιστέψεις.”

Το Χιρστ τον ενδιαφέρει να αμφισβητήσει το πού βρίσκεται η αξία. Είναι η προέλευση ο μόνος εγγυητής ή μήπως οι ιστορίες και οι ιδέες πίσω από ένα έργο είναι τουλάχιστον το ίδιο σημαντικά; Αυτός είναι ο γρίφος που ρωτάει η σφίγγα του Αμοτάν -και στον οποίο η ίδια είναι η απάντηση του Χιρστ. Η “Treasures from the Wreck of the Unbelievable” «πατά πάνω σε μια επιθυμία για πίστη, για σύνδεση με το παρελθόν», λέει. «Αυτό που είναι άγνωστο είναι το πώς θα το αντιληφθεί ο κόσμος, αλλά ίσως να ανησυχώ περισσότερο απ' όσο χρειάζεται, πραγματικά, επειδή οι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να πιστέψουν. Νομίζω ότι θέλουν να πιστέψουν. “

Στην πραγματικότητα, τα περισσότερα έργα έχουν βγει σε τρεις εκδόσεις: την “Coral”, στην οποία το έργο θα μοιάζει με την “αυθεντική” κατάσταση στο βυθό της θάλασσας, την “Treasure”, με το έργο να μοιάζει σα να έχει περάσει από συντήρηση για να εκτεθεί, και την “Copy”, η οποία υποτίθεται ότι θα είναι μία μοντέρνα μουσειακή αντιγραφή του αυθεντικού. Τα έργα αυτά θα πωλούνται από τις γκαλερί που εκπροσωπούν το Χιρστ, την Gagosian και τη White Cube, από $500.000 έως $5 εκατομμύρια. Ο Barker είπε ότι οι τιμές είναι “μετρασμένες καλά”. Αλλά η μνημειακή κλίμακα πολλών έργων μπορεί κάνει δύσκολη την αγορά για οποιονδήποτε δεν έχει ένα σπίτι σε μέγεθος μουσείου. Ένας εκπρόσωπος των Palazzo Grassi και Punta della Dogana λέει ότι οι χώροι «δεν εμπλέκονται στην πιθανή εμπορευματοποίηση των έργων», προσθέτοντας ότι δεν είχε πληροφόρηση για πιθανές τιμές.

Οι χώροι συνήθως χρησιμοποιούνται για να εκθέτουν τη συλλογή του Francois Pinault, ενός εδώ και πολλά χρόνια συλλέκτη και υποστηρικτή του Χιρστ και ιδιοκτήτη του οίκου δημοπρασιών Christie's. Ο Pinault πιστεύει ότι αυτή η έκθεση είναι μια πρωτοποριακή νέα αφετηρία για τον καλλιτέχνη. “Με την υπερβολή της, με τη φιλοδοξία της και τέλος, με τη θρασύτητά της, (η έκθεση) κάνει μία πλήρη ρήξη με ότι έχει πετύχει μέχρι στιγμής. Τα έργα δεν εντάσσονται σε καμία συμβατική αισθητική κατηγορία ή κανονιστική δομή”, λέει ο συλλέκτης στον κατάλογο της έκθεσης. Πατώντας πάνω στο ρομαντισμό που παραδοσιακά συνδέεται με τα ναυάγια, ο Χιρστ και ο πάτρονάς του έχουν βάλει ένα γιγαντιαίο καλλιτεχνικό και οικονομικό στοίχημα.

Ο Francesco Bonami, ένας επιμελητής που διοργάνωσε μια μεγάλη έκθεση του έργου του Χιρστ στην Ντόχα του Κατάρ πριν από τέσσερα χρόνια, λέει ότι η τελευταία παραγωγή του Χιρστ “πάει πέρα από το καλό ή κακό”, προσθέτοντας: “Με τον πομπώδη υπερβολικό τρόπο του ο Ντάμιεν έχει δημιουργήσει μια αφήγηση, όμοια της οποίας το κοινό δεν έχει ξαναδεί. Πολλοί θα την αποκαλέσουν κακόγουστη ή κιτς, αλλά είναι κάτι περισσότερο από όλα αυτά. Είναι Χόλυγουντ.”

 

“Treasures from the Wreck of the Unbelievable”: 9 Απριλίου - 3 Δεκεμβρίου, Palazzo Grassi και Punta della Dogana, Βενετία

 

Με στοιχεία από Financial Times, The Art Newspaper, BBC και The New York Times

Απόδοση: Χρόνης Μούγιος