Hulda Guzman & Μαλβίνα Παναγιωτίδη παράλληλα στα ΔΥΟ ΧΩΡΙΑ

Hulda Guzman & Μαλβίνα Παναγιωτίδη παράλληλα στα ΔΥΟ ΧΩΡΙΑ

Hulda Guzman, Άτιτλο (λεπτομέρεια έργου) © Hulda Guzman & ΔΥΟ ΧΩΡΙΑ

Όχι μία, αλλά δύο νέες ατομικές εκθέσεις εγκαινιάζονται αυτήν την Παρασκευή 23 Ιουνίου στα ΔΥΟ ΧΩΡΙΑ στη Μύκονο: η "A Different Architecture" της Δομινικανής Hulda Guzman, η οποία συμμετέχει στο πρόγραμμα φιλοξενίας των Δύο Χωριών, και η "Heartburner" της Ελληνίδας Μαλβίνας Παναγιωτίδη, ενώ παρατείνεται έως 20 Ιουλίου η ομαδική έκθεση "Jump Ball".

Εννοιολογικές αλλά και φυσικές δομές στα έργα της Δομινικανής Hulda Guzman έρχονται να αναδημιουργήσουν την υπάρχουσα πραγματικότητα, φέροντας το βάρος ενός μυθικού αγνώστου.

Σαγηνευτική και καθηλωτική, η δυναμική των έργων προκαλεί τους επισκέπτες να στοχαστούν πάνω στην ατέρμονη ροή του χρόνου. Ενδόμυχες, ιδιωτικές στιγμές περνούν στη σφαίρα του δημοσίου. Ενεργητικές χειρονομίες αμφισβητούν τα όρια μεταξύ εσωτερικού - εξωτερικού χώρου, προσωπικού - κοινωνικού, φυσικού - τεχνητού, τονίζοντας την αλληλεπίδραση και το θόλωμα των διαχωριστικών γραμμών τους.

Η Guzman δημιουργεί έργα που εκφράζουν τη λεπτή ισορροπία μεταξύ υλικών και οπτικών ποιοτήτων. Το σώμα δουλειάς της για τα Δυο Χωριά αφορά στα πολλαπλά επίπεδα αυτού που ονομάζουμε «φυσικό» και τις αντιφάσεις που το περιβάλλουν.

Το ξύλο, με τις άμεσες αναφορές του σε διαδικασίες κατασκευής, στήριξης και δημιουργίας κατέχει σημαντική θέση στο έργο της. Οι πολλαπλές μορφοποιητικές του δυνατότητες δημιουργούν χώρους μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, παρουσίας και αναπαράστασης.

Ο πορώδης δομικός ιστός του ξύλου, εικονοποιεί το παρελθόν του και την ιστορία του. Μιλά για το τι είναι τώρα και σε τι μπορεί να μετατραπεί στο μέλλον. Οι δακτύλιοι ανάπτυξής του και οι κόμβοι που έχουν ενταχθεί στην καλλιτεχνική πρακτική αφορούν στη ζωή και το θάνατο, στη δύναμη και την ευαισθησία, στην ένταση και την απελευθέρωση. Το ξύλο, το οποίο χρησιμοποιείται ως εργαλείο, ως μέσο απεικόνισης, χρήσης στην αρχιτεκτονική ή στην πιο πρωταρχική του κατάσταση - ως δέντρο - ή ακόμα και ως πρόσχημα για να εκμεταλλευτεί την οργανικότητά του στην απεικόνιση του ωκεανού και του ουρανού, έχει τρομερή δύναμη στην απεικόνιση της ζωής. Η αισθησιακότητα των υφών και των χρωμάτων του, το μετατρέπει σε σύμβολο της ίδιας της ζωής. Η Guzman, το χρησιμοποιεί ως σημείο εκκίνησης, ώστε να κινηθεί πέρα από την όραση, προς μια απτική σχέση με τον κόσμο. Δημιουργεί έτσι ρευστούς και ποιητικούς χώρους με συμβολικές προεκτάσεις έχοντας μια διάθεση στοχασμού και περισυλλογής.

Εντάσσοντας και ανεπαίσθητα παρεμβαίνοντας στα φυσικά στοιχεία, σε μια διαρκή αναθεώρηση του νοήματός τους, η Guzman τα εναρμονίζει μέσα από το πρίσμα της καλλιτεχνικής ορμής της. Αποκαλύπτει τις έμφυτες ποιότητες φυσικών υλικών, εκθέτοντας τα βαθιά μοτίβα της εξέλιξης και του χρόνου και την αργή αποκάλυψη της αλλαγής. Συνδέει έτσι τη δουλειά της με το αρχετυπικά οργανικό• διαποτισμένη με μια αίσθηση του ανήκειν σε ένα δεδομένο, αισθητηριακά ορισμένο μέρος όπου οι άνθρωποι κατοικούν μαζί σε έναν κόσμο με νόημα.

 

Μαλβίνα Παναγιωτίδη, Άτιτλο (λεπτομέρεια έργου) © Μαλβίνα Παναγιωτίδη & ΔΥΟ ΧΩΡΙΑ

Στην πρώτη ατομική έκθεσή της, η Μαλβίνα Παναγιωτίδη στρέφεται στο παρελθόν ερευνώντας παλιές και ξεχασμένες τοπικές ιστορίες. Η δουλειά της επιμένει στο σημείο που διασταυρώνονται η ιστορία και η μυθοπλασία, το γεγονός και ο μύθος, μέσω της επανεξέτασης των λαϊκών δοξασιών και των συναφών δεισιδαιμονιών και της εξέλιξής τους στο σύγχρονο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο.

Στην έκθεση "Heartburner", το σώμα δουλειάς της παίρνει μορφή μέσα από μια ποιητική έρευνα σε ιστορίες του αλλόκοτου στη Μύκονο, συνεχώς ανανεώνοντας και αναθεωρώντας το περιεχόμενο και το νόημά τους. Η Παναγιωτίδη επικεντρώνει την προσοχή της στην κληρονομιά πράξεων που τώρα φαίνονται πέρα από τα όρια του διανοητού.

Το χειμώνα του 1701, ο Γάλλος βοτανολόγος και περιηγητής Joseph Pitton de Tournefort, ενώ βρισκόταν στη Μύκονο, υπήρξε μάρτυρας της εκταφής ενός χωρικού που είχε θεωρηθεί βρικόλακας από τον ντόπιο πληθυσμό. Μόλις αφαιρέθηκε η καρδιά του πτώματος, το σώμα κάηκε με στόχο τον εξαγνισμό του. Η πράξη, που καταγράφηκε από τον Pitton, δημοσιεύθηκε αργότερα στο έργο του “Relation d 'un voyage du Levant”.

Επανεξετάζοντας το παρελθόν του νησιού και μέσα από τις περιγραφές αυτών των τελετουργιών της Μυκόνου στο βιβλίο του Pitton, η καλλιτέχνης δημιουργεί μια σειρά γλυπτών από κερί που συγκροτούν συνδέσεις με τις αρχέγονες δεισιδαιμονίες της τοπικής κοινότητας.

Το «σκάλισμα» και η επαναφορά αυτού του παλιού μύθου, λειτουργεί ως μια ειρωνική μνημονική ανάσταση φέρνοντας στο προσκήνιο τη σύνθετη σχέση μεταξύ παρελθόντος - παρόντος. Οι θρύλοι και τα γλυπτικά ιζήματα τους δεν είναι παρά σκιώδη ίχνη ενός παρελθόντος που με ένα τρόπο είναι ακόμα εδώ. Από αυτή την άποψη, η υλικότητα του κεριού λειτουργεί ως μια αναπαράσταση της μνήμης που επανέρχεται ευμετάβλητη, ανοιχτή σε ανακατασκευές και επανερμηνείες. Υλικό ταυτόχρονα δημιουργίας και δυνητικής καταστροφής - μνήμη που φτιάχνεται και καίγεται.

Λίγα λόγια για τις καλλιτέχνιδες

Η Hulda Guzman (1984, Δομινικανή Δημοκρατία) σπούδασε εικαστικές τέχνες και εικονογράφηση στο Altos de Chavon School of Design στη Δομινικανή Δημοκρατία και το National School of Visual Arts του Μεξικού με ειδικότητα στη φωτογραφία και την τοιχογραφία. Έχει συμμετάσχει σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στο Σάντο Ντομίνγκο, Λονδίνο, Μαϊάμι, Μαδρίτη, Μεξικό, Νέα Υόρκη, Παρίσι, Σεούλ, Γουατεμάλα και Λος Άντζελες. Τα έργα της βρίσκονται στις μόνιμες συλλογές του Centro Leon Jimenes (Santiago). Fundacion Casa Cortes (Viejo San Juan, Πουέρτο Ρίκο), Antonio Murzi Colleciton (Παναμάς), και σε ιδιωτικές συλλογές στη Δομινικανή Δημοκρατία, την Κίνα, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.δυο χωρια πλατφορμα συγχρονησ τεχνησ πλατεια παναχρασ , 84600 χωρα, μυκονοσ +30 22890 26429 [email protected] www.diohoria.com

Η Μαλβίνα Παναγιωτίδη (1985, Αθήνα) σπούδασε Αρχιτεκτονική στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στο Universitat der Kunste, στο Βερολίνο. Έχει παρουσιάσει το έργο της σε ομαδικές εκθέσεις σε μουσεία και χώρους τέχνης στην Ελλάδα και το εξωτερικό όπως τα Μουσείο Μπενάκη (2016, Αθήνα) –σε συνεργασία με το Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ και το New Museum, Νέα Υόρκη-, Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, Chalet Society (2015, Παρίσι) HKW (2015, Βερολίνο) Δυο Χωριά (2015, Μύκονος), Palais de Tokyo (2013, Παρίσι) και Athens Biennale (2009). Είναι επίσης μέλος της καλλιτεχνικής/ερευνητικής ομάδας Σαπρόφυτα.

Διάρκεια εκθέσεων: 23 Ιουνίου - 20 Ιουλίου 2017

 

"Jump Ball", Άποψη εγκατάστασης © ΔΥΟ ΧΩΡΙΑ, Μύκονος, 2017

Η ομαδική έκθεση "Jump Ball", με διεθνείς και Έλληνες καλλιτέχνες, η οποία παρατείνεται έως τις 20 Ιουλίου, μεταμορφώνει ολόκληρη την γκαλερί σε ένα φανταστικό γήπεδο μπάσκετ, θέτοντας έτσι υπό αμφισβήτηση τους άθικτους, κλειστούς χώρους των γκαλερί. Η έκθεση προβάλλει παιγνιωδώς τον προβληματισμό των καλλιτεχνών πάνω σε θέματα που έχουν σημασία στην καθημερινότητα, εμπνευσμένα από τη ζωή εντός και εκτός του γηπέδου.

Προσεγγίζει τη στενή σχέση μεταξύ τέχνης και ζωής στρέφοντας την προσοχή της στο μπάσκετ. Ως δημοφιλές παιχνίδι, θέαμα, τόπος συγκρότησης απροσδόκητων συνδέσεων αλλά και ανταγωνισμών. Εξετάζει το μπάσκετ ως πολιτισμικό φαινόμενο με όρους τόσο περιεχομένου όσο και των αντικειμένων με τα οποία έχει ταυτιστεί. Αναζητά τον τρόπο με τον οποίο η πολιτική αρθρώνεται στην καθημερινότητα και κάνει λόγο για τις υλικές κουλτούρες του πολιτικού. Το μπάσκετ αναφέρεται σε μια σειρά εικόνων, γεγονότων, μορφών και συναισθημάτων. Ως παιχνίδι, είναι δυνατό να δημιουργήσει συμμαχίες αλλά και να πραγματοποιήσει διαφορές. Φέρνει την πολιτική πίσω στο «καθημερινό». Το Jump Ball εμπλέκεται στην κουλτούρα αυτή του αθλητισμού, λαμβάνοντας υπόψη τους κανόνες και τις παραβιάσεις της, καθώς και την κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική σημασία της, μελετώντας τα ζητήματα των μαζικών θεαμάτων, της κουλτούρας της φήμης, του φύλου της φυλής και εθνικότητας.

Το μπάσκετ συνεπώς, έχει πολυάριθμες ομοιότητες με την τέχνη. Η χάρη και η ρευστότητα της κίνησης είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα στο παιχνίδι. Κάθε παίκτης αναπτύσσει τη δική του μοναδική προσέγγιση με αποτέλεσμα μια συνεχή εξέλιξη του στυλ. Οι ρόλοι και οι κανόνες του μπάσκετ και της τέχνης είναι ένας τρόπος να «κάνεις» και να «είσαι». Και τα δύο είναι ένας τρόπος “παιχνιδιού”, γνώσης και δράσης με μια απρόβλεπτη αλλά ισχυρή δυναμική.

Η διεπιστημονική πρακτική του Daniel Arsham (1980, Cleveland, Ohio, ΗΠΑ) αμφισβητεί τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ της τέχνης, της αρχιτεκτονικής και της performance. Τα γλυπτά του μοιάζουν με απολιθωμένα αντικείμενα του 20ου αιώνα, κατασκευασμένα ώστε να μοιάζουν να παρακμάζουν από την απαξίωση. Η πετρωμένη Leica M3, στέκεται ως μελλοντικό αρχαιολογικό εύρημα ενός μαζικού θεάματος που χάθηκε. Η φωτογραφία ως μέσο αρχειοθέτησης τέτοιων γεγονότων αρχειοθετείται η ίδια σε μια παιχνιδιάρικη αντιστροφή χρήσης.

Η αφετηρία της εργασίας της Cornelia Baltes (1978, Monchengladbach, Γερμανία) είναι η παρατήρηση της καθημερινής ζωής. Συνδυάζει απλές χειρονομίες με ζωηρή αίσθηση του χιούμορ. Οι αντιθέσεις και οι συγκρούσεις που υπάρχουν στην καθημερινή μπανάλ εικονογραφία, αποκτούν στο έργο της το βάρος ενός ακαθόριστου νοήματος. Οι πολύχρωμοι και πολυσύνθετοι, αφηρημένοι ρυθμοί της, προσκαλούν τον θεατή σε έναν εορτασμό του παιχνιδιού που παίζεται καθημερινά.

Η Μαργαρίτα Μποφιλίου (1979, Αθήνα, Ελλάδα) μοιράζεται τη σύγχυση και τη μοναξιά του σύγχρονου πολιτισμού και της αισθητικής του και εξωτερικεύει τα ανείπωτα τραγι-κωμικά αποτελέσματα των καταναλωτικών ιδεολογιών. Αναστοχάζεται πάνω στην αθλητική κουλτούρα και ειδικότερα το μπάσκετ με διαθεματικό τρόπο, λαμβάνοντας υπόψιν τους παράγοντες της τάξης, της φυλής, την εθνικότητας και του φύλου.

Οι αναφορές του Liam Buckley (1985, Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο) εκτείνονται από την ποπ κουλτούρα, σε σημαντικές στιγμές της ιστορίας της τέχνης. Οι μορφές του μοιάζουν με ναίφ cheerleeders που προσπαθούν χωρίς καμία σοβαροφάνεια να αναπαραστήσουν σκηνές από πίνακες του Picasso ή τoυ Matisse.

Η Sarah Cain (1979, Νέα Υόρκη, ΗΠΑ) στη διευρυμένη ζωγραφική της πρακτική, ωθεί τα όρια του μέσου της. Ενσωματώνει αντικείμενα που βρίσκει - πολύχρωμες χάντρες, κρύσταλλα, χούλα χουπ – καθιστώντας τα απρόσμενα φυλαχτά εξουσίας. Τα έργα της στέκονται μεταξύ αυτοσχεδιασμού και ελέγχου, προσφέροντας δυναμικές χειρονομίες, ενώ ταυτόχρονα προβάλλουν την ευαλωτότητα και την εμπιστοσύνη.

Οι κουήρ, πολύχρωμοι, πλεκτοί, καλαθοσφαιριστές του Caroline Chandler (1985, Norfolk, Virginia, ΗΠΑ) γιορτάζουν το αλλόκοτο τους, αμφισβητώντας τις συνήθεις κανονιστικές απεικονίσεις του αθλητή.

Ο Matt Johnson (1978, Νέα Υόρκη, ΗΠΑ) διερευνά το παράδοξο των οπτικών μορφών μέσω ανορθόδοξων και απροσδόκητων υλικών κατασκευής. Στο έργο Βasketball Jack O'Lantern ο συνδυασμός της φόρμας, του υλικού και του αντικειμένου που παριστάνεται είναι παράξενα γνωστός, αλλά την ίδια στιγμή μοιάζει να είναι εκτός των ορίων του πραγματικού.

Τα έργα της Χρυσάνθης Κουμιανάκη (1985, Ηράκλειο, Ελλάδα) περιλαμβάνουν στρώματα έρευνας και ανιχνεύουν τις προσπάθειές της να μεταφράσει τη φυσική γλώσσα –εδώ, τη γλώσσα του μπάσκετ- σε αφηρημένες φόρμες. Η «ηρεμία» του έργου της, με αναφορές στον μινιμαλισμό, διερευνά ειρωνικά τη ροή της κίνησης και τους περιορισμούς της.

Οι πίνακες του Peter McDonald (1973, Tokyo, Japan) χρησιμοποιούν το χιούμορ ως μέσο για τον αφοπλισμό του θεατή. Ο McDonald ζωγραφίζει ανθρώπους και καταστάσεις που συναντάμε στην καθημερινή του ζωή, τα πράγματα που μπορεί να αφορούν τον καθένα. Αυτά, περιλαμβάνουν εορταστικές στιγμές από τη ντίσκο, αλλά και γκροτέσκες σκηνές γυμναστικής και άλλων αθλημάτων.

Η Όλγα Μηλιαρέση-Φωκά (1981, Αθήνα, Ελλάδα) δημιουργεί γλυπτά με αναφορές στα λογότυπα δημοφιλούς εικονογραφίας. Παίζοντας με τις λέξεις, η Μηλιαρέση-Φωκά αντιστρέφει και περιπλέκει το νόημα των εικόνων που χαρακτηρίζουν τις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες. Στους καμβάδες της χρησιμοποιεί ως μέσο το ψηφιακό κολάζ στο οποίο στη συνέχεια επεμβαίνει με αποκόμματα περιοδικών, ακρυλικό και μαρκαδόρους. Η θεματική της επικεντρώνεται στον τροπο που το γυναικείο σώμα προβάλλεται και σεξουαλικοποιείται στα περιοδικά μόδας αλλα και στην κουλτούρα των θεαμάτων και του αθλήματος. Αναπαράγει σαρκαστικά και αναδιοργανώνει με τους δικούς της όρους αυτή την σεξουαλικοποιήση και αντικειμενοποιήση, επιχειρώντας να αφαιρέσει την εξουσία του ανδρικού βλέμματος, στοχεύοντας στη γυναικεία ενδυνάμωση.

Οι καμβάδες του Ryan Mosley (1980, Chesterfield, UK) προσφέρουν ένα σουρεαλιστικό κόσμο επινοημένων χαρακτήρων και τελετουργιών. Ο Mosley αναπτύσσει τα θεατρικά του θέματα μέσα από μια αυθόρμητη προσέγγιση της ζωγραφικής. Στο Moving Shadows, η εκφραστική πινελιά του απεικονίζει τους θεατές σε καρναβαλική ενδυμασία, έτοιμους να συμμετάσχουν ή να αποσυρθούν.

Η ζωγραφική και τα κεραμικά έργα του Joakim Ojanen (β. 1985, Vasteras, Σουηδία), μελαγχολικά και χιουμοριστικά ταυτόχρονα, ενσωματώνουν το παιδί που βρίσκεται μέσα σε όλους μας. Οι μοναδικοί του χαρακτήρες, με τις μπάλες του μπάσκετ, τα κουτιά σόδας, τα μπουκάλια μπύρας και τα τσιγάρα δημιουργούν συναισθηματικά φορτισμένες αφηγήσεις. Η ευαλωτότητα της ενήλικης ζωής απεικονίζεται μέσω αυτών των μορφών. Ως ηλικιωμένοι που παγιδεύονται σε παιδικά σώματα που έχουν ανάγκη το παιχνίδι.

Ο Josh Smith (1976, Knoxville, Tennessee, ΗΠΑ) μας καλεί να προχωρήσουμε πέρα από τα αισθητικά κριτήρια, σε μια εστίαση στην ίδια τη διαδικασία και την αναζήτηση. Οι μπασκέτες του ορίζουν την παιχνιδιάρικη αφήγηση της έκθεσης μετατρέποντας το χώρο της γκαλερί σε γήπεδο μπάσκετ.

Ο Πάνος Τσαγκάρης (1979, Αθήνα, Ελλάδα) εκφράζει μέσα από το έργο του την ομορφιά και την ποίηση της καθημερινότητας. Στοχάζεται πάνω στον εύθραυστο αγώνα της ζωής μεταξύ του ιερού και του βέβηλου.

Η Andra Ursuta (1979, Salonta, Ρουμανία) στην σειρά Olympdicks της παρουσιάζει μνημειώδη φωτογράμματα σε βελούδο, απεικονίζοντας κενά κοστούμια φαλλών, σε αξιολύπητες στάσεις γυμναστικής και αυτο-σαμποτάζ. Οι αθλητές του Olympdicks είναι τσαλακωμένες, απογυμνωμένες σιλουέτες. Εκσπλαχνισμένες, διάτρητες, κρεμασμένες και λυγισμένες. Είναι παραμορφωμένες μαρτυρίες για το νόημα των αθλητικών θεαμάτων και των βραχύβιες νίκες τους.

Ο Jonas Wood (1977, Βοστώνη, ΗΠΑ) με την μερικά αφηρημένη απόδοση των θεμάτων του και τη χρήση φωτεινών χρωμάτων, δίνει έμφαση στα μοτίβα και τις μορφές, ενώ φέρνει σε ίσα επίπεδα τον χώρο στις συνθέσεις του. Στο Blue Ball Three που παρουσιάζεται στην έκθεση, συνδυάζει την αγάπη του για τα παιχνίδια μπάσκετ με το μάτι ενός ειδήμονα, προκαλώντας συγκίνηση και ενθουσιασμό.

Περισσότερες πληροφορίες: www.diohoria.com