Chris Ofili: «Το να είμαι στο Τρινιντάντ είναι ακόμα συναρπαστικό... Νομίζω ότι μου πάει»

Chris Ofili: «Το να είμαι στο Τρινιντάντ είναι ακόμα συναρπαστικό... Νομίζω ότι μου πάει»

Μαζί με τα εγκαίνια της 57ης Μπιενάλε της Βενετίας τον περασμένο μήνα, η Victoria Miro εγκαινίασε τη νέα αίθουσα τέχνης της στη Βενετία με μία έκθεση με έργα του Chris Ofili, με τίτλο "Poolside Magic". 

Poolside Magic 8 (2012) © Chris Ofili, Victoria Miro gallery

Η έκθεση περιλαμβάνει μια σειρά από έργα με παστέλ, κάρβουνο και ακουαρέλα σε χαρτί, τα οποία παρουσιάζονται μαζί για πρώτη φορά. Το Poolside Magic, στο οποίο ένας άνδρας με φράκο εξυπηρετεί μια γυμνή γυναίκα δίπλα σε μια πισίνα, είναι γεμάτο από θέματα σεξουαλικότητας, μετάλλαξης, μαγείας και αποκρυφισμού, με αναφορές στο ζωντανό και αισθησιακό τοπίο και τον πολιτισμό του Τρινιντάντ, όπου ζει και δουλεύει ο καλλιτέχνης. Το υλικό της σειράς περιλαμβάνει και μια φωτογραφία του καλλιτέχνη από το Τρινιντάντ Boscoe Holder (1921 - 2007), εν ώρα εργασίας στο εργαστήριό του στο Πορτ οφ Σπέιν.

Ο Ofili εκπροσώπησε τη Βρετανία στην 50ή Μπιενάλε της Βενετίας το 2003, όπου παρουσίασε τη φιλόδοξη έκθεση με τίτλο “Within Reach", ενώ το 2015 μια σειρά από πίνακες του Ofili συμπεριλήφθηκαν στην “All The World's Futures”, την 56η Μπιενάλε της Βενετίας, σε επιμέλεια Okwui Enwezor. Παράλληλα με την έκθεση στη Victoria Miro της Βενετίας, παρουσιάζεται η έκθεση “Weaving Magic” με έργα του καλλιτέχνη στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου.

Ασφυκτυώντας με την εικόνα του «ως ο ΥΒΑ με τις κοπριές ελέφαντα», ο ζωγράφος Chris Ofili έφυγε πριν από δώδεκα χρόνια από το Λονδίνο, για να ζήσει και να δουλέψει στο Τρινιντάντ. Την εποχή εκείνη ο Ofili ήταν διάσημος στο κοινό για δύο πράγματα. Ήταν, σε ηλικία 30 χρονών το 1998, ο πρώτος μαύρος νικητής του βραβείου Turner, εν μέρει για το αξέχαστο αφιέρωμα στους Doreen και Stephen Lawrence, No Woman, No Cry. Και έγινε διεθνώς γνωστός όταν ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης Rudolph Giuliani έκλεισε μια έκθεση στο Μουσείο Τέχνης του Μπρούκλυν, επειδή περιελάμβανε τον (ωραίο) πίνακα του Ofili Παναγία, στον οποίο είχε τοποθετήσει σφαιρικές μάζες κοπριάς ελέφαντα, χαρακτηριστικό υλικό του καλλιτέχνη, μαζί με ένα πλήθος αγγέλων που με πιο προσεκτική παρατήρηση ήταν αποκόμματα από περιοδικά πορνό. Ο Ofili ήταν υπερβολικά έξυπνος και καλός καλλιτέχνης για να θέλει οποιοδήποτε από αυτά τα συμβάντα να τον καθορίσουν. Έτσι μετακόμισε, εν μέρει για να ξεφύγει από αυτές τις ταμπέλες -«μαύρος Βρετανός καλλιτέχνης», «ο τύπος με τα σκατά παχύδερμου του Giuliani»-, για να κάνει μια νέα αρχή.

Chris Ofili © Kibwe Braithwaite/The Observer

Πρώτη φορά πήγε στο Τρινιντάντ το 2000 για ένα εργαστήριο στο Πορτ οφ Σπέιν, μαζί με το σπουδαίο του φίλο του από τις μέρες του στη Σχολή Καλών Τεχνών του Chelsea, τον Σκωτσέζο-Καναδό ζωγράφο Peter Doig. Και οι δύο ήταν ενθουσιασμένοι με αυτά που βρήκαν στο νησί και ξαναπήγαν καμιά ντουζίνα φορές, πριν αγοράσουν χωριστά γη και μετακομίσουν μόνιμα τέσσερα ή πέντε χρόνια αργότερα. Το πρόσωπο του γεννημένου στο Μάντσεστερ Ofili, από γονείς πρώτης γενιάς από τη Νιγηρία, φωτίζεται όταν ανακαλεί αυτό το πρώτο το ταξίδι της ανακάλυψης.

«Η μετακόμιση στο Τρνιντάντ ήταν ένα σπουδαίο πείραμα», λέει, με το σίγουρο χαμόγελο ενός ανθρώπου για τον οποίο η υπόθεση έχει λήξει. «Ποτέ δεν ήξερα τι θα κάνει στο έργο μου. Ή ακόμα κι αν θα γινόταν αποδεκτό από τους ανθρώπους, και όχι ως κάτι που έπεσε από τον ουρανό.»

Γιατί φαινόταν ως το μόνο πράγμα που μπορούσε να κάνει;

«Όσο κλισέ και αν ακούγεται», λέει, «εκείνη η πρώτη επίσκεψη με τον Peter ήταν πραγματικά ευφορική. Κάθε πρωί είχες την αίσθηση ότι είσαι ακριβώς εκεί στην άκρη αυτού με το οποίο θέλεις να είσαι δημιουργικός. Δεν το καταλαβαίνεις απαραίτητα, αλλά ξέρεις ότι είναι το φαγητό που χρειάζεσαι. Θέλεις να το δώσεις στον εαυτό σου.»

Ο Ofili είχε αισθανθεί αυτήν τη χαρά ακόμη μία φορά, το 1992, σε μια επίσκεψη στη Ζιμπάμπουε, η οποία έγινε ένα είδος προσκυνήματος για τη μελέτη αρχαίων σπηλαίων. Το ταξίδι αυτό είχε ως αποτέλεσμα να συσκευάσει σφαίρες κοπριάς ελέφαντα στη βαλίτσα του, ως βοηθήματα για να θυμάται όλα αυτά που αισθάνθηκε. Χωρίς να είναι σίγουρος για το τι να τις κάνει όταν επέστρεψε σπίτι, τις έβαλε σε μια προθήκη στην αγορά του Brixton, πριν τις κάνει εμβλήματα ενός ψυχεδελικού παναφρικανισμού στους φωσφορίζοντες πίνακες του (κατάφερε να καθιερώσει μια τακτική προμήθεια από το ζωολογικό κήπο του Λονδίνου).

Στο Τρινιντάντ, ο Ofili  δεν ήθελε απλώς να φέρει αυτό το αλλόκοσμο συναίσθημα πίσω στην πατρίδα του: ήθελε να πάει εκεί και να το ζήσει. «Είναι δύσκολο να το περιγράψω», λέει. «Ήταν σαν τα πάντα να είναι ανοιχτά. Ήξερα ότι αυτό θα μπορούσε να αλλάξει όλα όσα είχα κάνει πριν ή θα μπορούσε να το μετατρέψει σε κάτι άλλο. Αλλά ήξερα ότι δεν είχα άλλη επιλογή από το να προχωρήσω με αυτό ή να ζήσω με το γεγονός ότι ουσιαστικά έπνιξα τον εαυτό μου».

Μετακόμισε στο Πορτ οφ Σπέιν με τη νέα σύζυγό του, Roba El-Essawy, την οποία γνώρισε όταν ήταν τραγουδίστρια και τραγουδοποιός σε μια χιπ-χοπ μπάντα του Λονδίνου, που ονομαζόταν Attica Blues. Τα δύο παιδιά τους, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, τώρα εννέα και έξι, γεννήθηκαν στο νησί. Ο Ofili ζήτησε από τον πιο κοντινό του φίλο, τον αρχιτέκτονα David Adjaye, να χτίσει ένα σπίτι και ένα εργαστήριο για την οικογένεια στη ζούγκλα πάνω από την αγαπημένη του παραλία. Εν τω μεταξύ, ενώ σχεδιάζονταν προσεκτικά τα σχέδια, ζωγράφιζε τις περισσότερες μέρες σε μια κατεστραμμένη καλύβα στην πλαγιά ενός λόφου, 10 λεπτά από το κέντρο του Πορτ οφ Σπέιν. Το σκηνικό ήταν όσο πιο μακριά γινόταν από τον εννοιολογικό κόσμο των Young British Artists με τους οποίους αθέλητα είχε συνδεθεί: κανένας βοηθός στο εργαστήριό του, καμία τεχνική υποστήριξη, καμία αίσθηση της αγοράς τέχνης «συνεχώς στο κατόπι σου» και καμιά λάμψη ή κοπριά ελεφάντων. Μόνο αυτός και ο καμβάς.

«Πάντοτε ήθελα να το κάνω αυτό. Μου άρεσε η ιδέα να έχω μόνο την μπογιά και την επιφάνεια. Και νομίζω ότι μου πάει. Δε με ενδιαφέρει τόσο το ερώτημα αν φτιάχνω καλύτερα πράγματα από πριν. Αλλά το ότι δεν αισθάνομαι τόσο περιορισμένος όπως πριν από 12 ή 15 χρόνια.»

Ο Ofili είχε πάντα μια έντονη, μετασχηματιστική σχέση με τη μετα-αποικιοκρατική πολιτική, αναζητώντας στην παρούσα στιγμή μια μυθολογία που θα την απηχεί. Το πιο καταξιωμένο έργο μετά την οικειοθελή «εξορία» του, ήταν η σειρά του Blue Devils, στην οποία παρουσίαζε μια καρναβαλική παράδοση των κατοίκων του Τρινιντάντ, κατά την οποία άνδρες κατεβαίνουν από τους λόφους με βαμμένο το σώμα τους μπλε, για να εξαπλώσουν σκανταλιές και εκφοβισμό, και την οποία θεώρησε εν μέρει στο πλαίσιο της σχέσης μεταξύ αστυνομίας και νέων μαύρων ανδρών στις δυτικές πόλεις, στο σταμάτημα δηλαδή για έλεγχο αφού πέσει το σκοτάδι.

Η μερική αίσθηση μυστηρίου σε αυτούς τους πίνακες, των γνωστών αγνώστων, είναι πανταχού παρούσα στο έργο του από το νησί. Είναι εκεί, λέει, «επειδή το Τρινιντάντ δεν αποκαλύπτεται ποτέ πλήρως. Δεν είναι στημένο με τον τρόπο που είναι τα άλλα νησιά της Καραϊβικής. Δεν έχει πολύ τουρισμό. Έχουν πετρέλαιο και φυσικό αέριο, ένα μεγάλο λιμάνι. Αλλά, ως σταθερά ξένος, ξοδεύεις πολύ χρόνο για να καταλάβεις για ποιο λόγο είναι εκεί. Το να είμαι σε ένα τέτοιο μέρος είναι πραγματικά συναρπαστικό για μένα ακόμα. Δεν είναι τόσο συναρπαστικό για την καρδιά, όσο είναι για το πνεύμα. Υπάρχει πάντα μια εσωτερική αναδιαμόρφωση...»

Βρίσκει την προοπτική, την αίσθηση ύπαρξης του τόπου λίγο απόμακρη, απελευθερωτική, όχι μόνο για τη σχέση του με το Τρινιντάντ, αλλά και με το Ηνωμένο Βασίλειο. «Αγαπώ το Μάντσεστερ», λέει, «αγαπώ τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Αλλά πραγματικά θα δυσκολευόμουν να είμαι δημιουργικός εκεί. Αισθάνομαι λίγο χαμένος, υπερβολικά γνώριμος ίσως. Ίσως υπερβολικά κολλημένος στο δικό μου ιστορικό ιστό...»

Πρόσφατα αποκαλύφθηκε στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου μια τεράστια ταπισερί με μία από τις ακουαρέλες του για το δυτικό τοίχο της τραπεζαρίας της Clothworkers' Company, μιας από τις συντεχνίες του Λονδίνου: το έργο, το οποίο θα κρέμεται εκεί μόνιμα, ανατέθηκε από την εταιρεία στον Ofili και το Dovecot, -ένα από τα μόνο δύο εν ενεργεία εργαστήρια ταπετσαρίας στη χώρα-, και πήρε δυόμιση χρόνια για να ολοκληρωθεί.

Όταν τον προσέγγισε η Clothworkers για πρώτη φορά το 2013, κίνησε την περιέργεια του Ofili, αλλά δεν τον έπεισε. «Η ιδέα μιας ανάθεσης έμοιαζε λίγο με αδιέξοδο», λέει τώρα. «Σα να έχεις εγκλωβιστεί για να κάνεις την ιδέα κάποιου άλλου.» Όταν αρνήθηκε ευγενικά, του είπαν ότι στην πραγματικότητα θα μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε και ότι δε χρειαζόταν καν να συναντήσει τα μέλη της συντεχνίας («το οποίο ήταν καλό γιατί ένιωσα ότι θα μεταφέρω κάποια από την ενέργειά τους στο έργο.»). Και υπήρχε, επίσης, η ευκαιρία να δουλέψει με τους υφαντές του Dovecot, το νήμα της ιστορίας του οποίου ξεκινάει με τη δημιουργία ταπισερί υψηλής αισθητικής τέχνης από την εποχή του William Morris.

Ο Ofili είχε επιστρέψει στην πατρίδα του πρόσφατα και για κάποιες άλλες συνεργασίες: μία με την Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου το 2012, όπου είχε προσκληθεί να δημιουργήσει έργα ως απάντηση σε δύο νέα αποκτήματα του Τιτσιάνο, βασισμένα στους ελληνικούς μύθους του Οβιδίου, και μία με το Βασιλικό Μπαλέτο, όπου είχε αναπτύξει αυτήν την απάντηση στον Τιτσιάνο και τον Οβίδιο σε ζωντανό έργο τέχνης, δημιουργώντας ένα σκηνικό βασισμένο στα τοπία του Τρινιντάντ, το οποίο ζωγράφιζε απευθείας επάνω στα σώματα των χορευτών κατά τη διάρκεια της παράστασης. Του άρεσε πραγματικά η αντίθεση που είχε η συνεργασία αυτή με τις αρκετά μοναχικές εργασιακές συνήθειές του και είδε την ταπισερί ως μία ακόμη ευκαιρία να διερευνήσει αυτό, ένα «είδος καλέσματος» από την πατρίδα, λέει. Έκανε μια μικρή ακουαρέλα μιας φανταστικής σκηνής της ζωής στο νησί και πέντε υφαντές πέρασαν περίπου 7.000 ώρες για να την φέρουν στη ζωή νήμα το νήμα.

Η Εταιρεία Υφαντών (Company of Clothworkers), η οποία συστάθηκε το 1528, συνεργάστηκε με τους επιμελητές της Εθνικής Πινακοθήκης του Λονδίνου, όπου η ταπισερί θα κρέμεται έως τις 28 Αυγούστου, πριν παραδοθεί στη συντεχνία. Η στιγμή καλύφθηκε και από ένα τηλεοπτικό συνεργείο του BBC, με επικεφαλής τον Alan Yentob, ο οποίος κάνει το ντοκιμαντέρ Imagine για τον Ofili. Το συνεργείο  είχε πάει για γυρίσματα και στο Πορτ οφ Σπέιν, αλλά ο Ofili δεν ήταν εκεί για να τους δει. Είναι επιφυλακτικός με τη δημοσιότητα και σκεπτικός με τον ενθουσιασμό για τους καλλιτέχνες, πέρα από το έργο τους (η σύζυγός του τον περιγράφει ως τον «πιο ιδιωτικό άνθρωπο» του κόσμου).

«Ήταν εξαιρετική η συνεργασία με τους υφαντές», λέει. «Για αυτούς είναι πραγματικά ένας διαλογισμός δυόμισι ετών. Μερικές φορές ερχόμουν εδώ και ήταν σαφές ότι αυτό δεν ήταν μόνο θέμα παραγωγής ενός έργου τέχνης. Πρέπει να χαθούν μέσα στη διαδικασία, στις μικροσκοπικές χειρονομίες που κάνουν και στις εκατομμύρια αποφάσεις για το χρώμα...»

Το έργο του προϋπέθετε πάντα έντονη εργασία, με όλα αυτά τα στρώματα χρωστικών και κολάζ, με τη συνήθειά του να υπερ-χρωματίζει και τα πειράματα του με την υφή και το υλικό: στους δημιουργούς ταπισερί βρήκε αδελφές ψυχές. «Το να ξοδέψεις δυόμισι χρόνια περνώντας νήματα γύρω-γύρω, όταν μπορείς να τραβήξεις μια εικόνα στο iPhone σου σε χιλιοστά του δευτερολέπτου, δηλώνει μια διαφορετική ιδέα για το χρόνο», λέει. «Γίνεται επιλογή ζωής. Πόσα θα κάνεις πραγματικά μέσα σε μια ζωή;»

Οι υφαντές είχαν συνεχώς το βλέμμα τους στα αρχικά σκίτσα και τις αρχικές ακουαρέλες που έγιναν στο Τρίνινταντ, ενώσο ύφαιναν με το στημόνι του αργαλειού τους. Κοιτάζοντας τα σκίτσα, βλέπεις τον Ofili σαν ένα μαγικό ρεαλιστή, που ανακατεύει το μύθο με την καθημερινότητα στο πνεύμα μυθιστοριογράφων όπως ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Η σκηνή που δημιούργησε για την ταπισερί, το The Caged Bird's Song, έχει κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά από τη ζωή στο Τρινιντάντ και υφαίνει ένα μύθο με αυτά: ο τίτλος αναφέρεται όχι μόνο στα απομνημονεύματα της Μάγιας Αγγέλου, αλλά και στην πρακτική των ανθρώπων του Τρινιντάντ να πιάνουν ωδικά πτηνά ως συναγωνισμό μεταξύ τους, και να τα μεταφέρου καθημερινά στο Πορτ οφ Σπέιν, για να τα κάνουν να συνηθίσουν το θόρυβο της κυκλοφορίας και της ζωής του δρόμου. Στον πίνακα του Ofili, ένας τέτοιος άνδρας κρατά ένα κλουβί με ένα πουλί, που τρέφεται με σπόρους από το ντόπιο «καβουρόχορτο», που λέγεται ότι κάνει τα πουλιά να τραγουδούν πιο γλυκά. Στην άκρη του πίνακα, μια γυναίκα επίσης κρατάει το φυτό, και στο κέντρο φαίνεται ότι οι δυο τους συναντιούνται σε μια παραλία, κάτω από έναν καταρράκτη. Ο καταρράκτης είναι εμπνευσμένος από τους Habio Falls στην ενδοχώρα του Τρινιντάντ, όπου ο Ofili και η οικογένειά του πηγαίνουν για να κολυμπήσουν, αλλά και από μια άλλη τοποθεσία -ένα αγαπημένο  σημείο για καγιάκ-, όπου κατά την εποχή των βροχών το νερό καταλήγει κατευθείαν στον ωκεανό.

Με τη χαρακτηριστική πινελιά του Ofili, αυτή η ροή νερού τίθεται σε κίνηση στην κορυφή του πίνακα από ένα είδος ουράνιου σερβιτόρου κοκτέιλ, ο οποίος με μια προσεκτική παρατήρηση θυμίζει τον πρώην ποδοσφαιριστή της Μάντσεστερ Σίτι και νυν της Λίβερπουλ, Mario Balotelli. Τι κάνει εδώ;

Ο Ofili γελά. Συμπεριέλαβε τον ποδοσφαιριστή εν μέρει για να τοποθετήσει την ιστορία στο παρόν, λέει. «Αλλά επιλέχθηκε αρκετά εσκεμμένα. Με ενδιαφέρει ως Αφρικανός Ευρωπαίος. Κάποιος που έχει διωχθεί τόσο, όσο έχει τιμηθεί. Κάποιος που είναι σχεδόν μυθικός ως χαρακτήρας. Που πυρπολεί το σπίτι του. Που φοράει ένα πουκάμισο με τη στάμπα 'Γιατί πάντα εγώ;' Ένα ορφανό στην ήπειρο. Αρκετά βασανισμένο και μυστηριώδες.»

Ο Ofili δε θέλει να εξηγήσει τον πίνακά του περισσότερο από αυτό, αλλά είναι χαρούμενος, ελπίζοντας να αναγνωσθεί ως μια ιστορία ή αλληγορία. Μοιάζει σαν ένα είδος έκφρασης της μεγάλης ερωτικής σχέσης που έχει με τη ζωή του στο Τρινιντάντ, ή σαν εκείνους τους ρεμβασμούς του Αδάμ και της Εύας πριν την πτώση, του Γουίλιαμ Μπλέικ.

Ο Ofili δημιούργησε τη σκηνή εν μέρει ως τεχνική πρόκληση, λέει. Ήταν ενθουσιασμένος με το πώς το τυχαίο χρώμα και η αιμορραγία των υδατοχρωμάτων θα δούλευαν στην κλίμακα της ταπισερί. «Με ενδιέφερε να δω αν μπορούσες να πλέξεις το νερό».

Όταν περιγράφει τη ζωή του στο νησί –να πεζοπορεί στους λόφους, να κοιμάται στην παραλία με τα παιδιά του στις αιώρες, να πηγαίνει για τρέξιμο την ώρα που φεύγει από το εργαστήριο αργά το απόγευμα, τη μεγάλη ανατριχίλα του σπιτιού που δημιούργησε ο David Adjaye για την οικογένειά του, την ανοικτή κινηματογραφική λέσχη που έχει με τον Peter Doig-, είναι δύσκολο να μην την σκεφτεί κανείς ως ένα είδος παραδείσου. Φοβάται άραγε ποτέ την κοινοτυπία ότι η μεγάλη τέχνη προέρχεται από τη δυσκολία και ότι η ευτυχία είναι η λιγότερο ενδιαφέρουσα ανθρώπινη κατάσταση;

Ναι, λέει, αλλά όχι για πολύ. Αντιπροτείνει ότι ακόμα και στην καθαρή ευτυχία υπάρχει πάντα η αίσθηση της στιγμής που περνάει, της απώλειας, κάτι που υπάρχει και σε αυτόν τον τελευταίο πίνακα, στον οποίο μια καταιγίδα φαίνεται στον ορίζοντα, συλλαμβάνοντας το μεγαλείο της. «Επίσης, εκεί που μένω, δεν υπάρχει μόνο το είδος της joie de vivre (χαράς της ζωής) που οι ζωγράφοι μπορεί να έβρισκαν στο νότο της Γαλλίας, ας πούμε», λέει. Διστάζει να το ονομάσει μια σκοτεινή πλευρά, «αλλά υπάρχουν σίγουρα κορυφές και κοιλάδες στη ζωή στο νησί. Υπάρχει μεγάλη φτώχεια. Υπάρχει έγκλημα. Ρατσισμός και 'σκοταδισμός', τα οποία είναι μοναδικά εκεί. Ένα είδος χιούμορ και ραστώνης που κάποιοι μπορεί να θεωρήσουν ως δυσάρεστο. Μια ικανότητα να αφήνουν πίσω τα προβλήματα, η οποία μοιάζει αρκετά μοναδική στο Τρινιντάντ, εν μέρει επειδή οι άνθρωποι ήταν πάντα αντιμέτωποι με αυτά.» Και πάλι, του αρέσει αυτή η αίσθηση του να προσπαθεί να κατανοήσει αυτές τις ξένες περιπλοκότητες.

Balotelli (Sweet Cocktail) 4 (2014) © Chris Ofili, Victoria Miro gallery

Πόσο εύκολο ήταν για τη σύζυγό του, η οποία, εκτός από μουσικός, έχει πτυχία στη βιολογία και τη νευροεπιστήμη και αρχικά, σύμφωνα με κάποιους, δεν ήταν τόσο πεπεισμένη για τις ευφoρικές ιδιότητες του Τρινιντάντ, όπως ο νέος σύζυγός της; Χαμογελάει. «Δε θα μιλούσα εκ μέρους της», λέει, «αλλά νομίζω ότι είναι χαρούμενη.»

Ο Ofili έχει βγάλει πολλά χρήματα από το έργο του -οι μεγάλοι πίνακές του πωλούνται για σχεδόν μισό εκατομμύριο δολάρια. Έχει κρατήσει ένα εργαστήριο και ένα σπίτι στο Hackney, και η οικογένεια επιστρέφει τα καλοκαίρια, κάτι το οποίο τα παιδιά βρίσκουν ολοένα και πιο παράξενο και συναρπαστικό.

Ο ίδιος αντιμετωπίζει τη Βρετανία αυτές τις μέρες περισσότερο σαν ξένος, ένα παραπάνω επειδή η πολιτική της του φαίνεται ολοένα και πιο άγνωστη. «Αισθάνεσαι την άνοδο της εμπιστοσύνης στη δεξιά, τόσο εδώ όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες», λέει. «Θα νόμιζε κανείς ότι τα επιχειρήματα αυτά είχαν νικηθεί. Αλλά είναι και πάλι στη μόδα.»

Τείνει να πιστεύει ότι είναι υγιές μερικές φορές να μεταδίδονται αντιδραστικές απόψεις. «Αλλά δε νομίζω ότι θα έπρεπε να μεταδίδονται για πολύ καιρό.» Οι συμπεριφορές αυτές είναι πολύ γνωστές από την ανατροφή του κατά τις δεκαετίες του ''70 και του ''80, λέει. «Μοιάζει τα πάντα να κινούνται γύρω από τον περιορισμό, παρά γύρω από την επέκταση. Ίσως πρέπει να γίνονται σε κύκλους. Πας από τον Μπαράκ Ομπάμα, έναν άνθρωπο που νομίζω ότι η ιστορία θα θεωρήσει ως σημαντική φιγούρα, στον τωρινό πρόεδρο, το όνομα του οποίου δε θέλω να χρησιμοποιήσω. Κάποιον ο οποίος είναι ξεκάθαρο ότι έμφυτα δεν είναι πολύ γενναιόδωρος άνθρωπος, και πιθανότατα πολύ καταστροφικός. Αναρωτιέται κανείς, πώς συμβαίνει αυτό;»

Θεωρεί τον εαυτό του ευρέως ως πολιτικό καλλιτέχνη;

«Δε θα έλεγα ούτε ότι είμαι ευρέως πολιτικοποιημένος ως άτομο», λέει. «Αλλά μερικές φορές ένιωσα ότι δεν έχω άλλη επιλογή από το να ζωγραφίσω κάτι με μια ισχυρή ηθική στάση. Οι πίνακες ζωγραφικής που βρίσκονται τώρα στην Tate Britain, No Woman No Cry και Blue Devils, είναι οι τύπου Eric Bristow προσπάθειές μου να φτάσω στην καρδιά όσων συμβαίνουν.»

Άραγε η ευαισθησία που παρήγαγε το έργο του για το βραβείο Turner, ο περίπλοκος επευφημισμός των έργων του, ο κατευθυνόμενος θυμός του κομματιού για τον Stephen Lawrence, μοιάζουν με συναισθήματα από ένα άλλο στάδιο της ζωής του γι' αυτόν;

«Τα πράγματα που κάλυψα εκεί δεν είναι άσχετα με μένα τώρα, φυσικά και όχι», λέει. «Αλλά δεν είναι τα πράγματα που νιώθω ότι πρέπει να εξερευνήσω αυτήν τη στιγμή. Η αλλαγή δεν είναι αναποφασιστικότητα. Είναι εκεί όπου συμβαίνει το έργο.»

No Woman No Cry (1998) © Rosie Greenway/Getty Images

Chris Ofili, Poolside Magic, Victoria Miro gallery, Βενετία, έως 8 Ιουλίου 2017

Chris Ofili: Weaving Magic, Εθνική Πινακοθήκη Λονδίνου, έως 28 Αυγούστου 2017

 

Πηγή: theguardian.com

 

Απόδοση: Νάσια Καλαμάκη