Ένα επικό, εικαστικό ταξίδι από το σκοτάδι στο φως, όπου εξυμνείται η ζωή, το φως και τα τοπία της Ελλάδας, αποτελεί η αναδρομική έκθεση του φιλέλληνα τοπιογράφου και πορτραιτίστα Τζον Κράξτον (1922-2009), με τίτλο «Μια ελληνική ψυχή». Η έκθεση άνοιξε τις πύλες της τον περασμένο Απρίλιο στο Μουσείο Μπενάκη Ελληνικού Πολιτισμού, και λόγω της θερμής της αποδοχής από το κοινό - 11.000 επισκέπτες μόνο τον μήνα Ιούλιο - και των αναφορών της στον ελληνικό και διεθνή Τύπο, αποφασίστηκε να παραταθεί έως τις 25 Σεπτεμβρίου.
Η συγκυρία διοργάνωσης της έκθεσης είναι επετειακή, καθότι πραγματοποιείται έναν αιώνα μετά τη γέννησή του και είναι η πρώτη σημαντική που παρουσιάζεται σε μουσείο μετά το θάνατό του. Εντάσσεται δε, «σε έναν κύκλο εκθέσεων του Μουσείου που ξεκίνησε το 2016, και παρουσιάζει το φαινόμενο του μεταπολεμικού φιλελληνισμού, ιδιαίτερα μέσα από τη βρετανική ματιά», όπως είχε σημειώσει τον περασμένο Απρίλιο, κατά τη συνέντευξη Τύπου, ο επιστημονικός διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, Γιώργης Μαγγίνης.
Αρκετά από τα περίπου 90 έργα που εκτίθενται, καλύπτουν όλες τις περιόδους της καλλιτεχνικής δημιουργίας του καλλιτέχνη και παρουσιάζονται πρώτη φορά στο κοινό, το οποίο περιηγείται ανάμεσα σε τοπία και πορτραίτα που αντικατοπτρίζουν την αγάπη του Κράξτον για την Ελλάδα και τους ανθρώπους της, με έμφαση στο τοπίο της Ύδρας και της Κρήτης.
Η ματιά μας πέφτει, μεταξύ άλλων, στην γεωμετρική σύνθεση «Κρητικός βοσκός» (1948), στο «Κεφάλι ηλικιωμένου Κρητικού» (1948), στην «Αναπαυόμενη γάτα» (1962), και «ξεκουράζεται» στις μεγάλων διαστάσεων συνθέσεις «Τοπίο της Ύδρας» (1963-1967), «Δύο φιγούρες και ανατέλλων ήλιος» (1952-1967), όπως και στην ταπισερί «Τοπίο με στοιχεία της φύσης» (1975-1976).
Αν μη τι άλλο, ένα μοναδικό έργο τέχνης με την ιδιαιτερότητά του να έγκειται αφενός στην έκτασή του (396x523 εκ.), αφετέρου στον πλούτο των χρωμάτων των νημάτων που έχουν χρησιμοποιηθεί –και στα 500 διαθέσιμα χρώματα, όπως αναγράφεται στη συνοδευτική έκδοση της έκθεσης – ενώ το ύφος της είναι συνάμα ζωηρό και πένθιμο· στη μία πλευρά της ταπισερί απεικονίζεται ένα νυχτερινό τοπίο, στην άλλη οι ακτίνες του ήλιου που χαϊδεύουν διακριτικά δύο ψάρια τα οποία μόλις ξεπήδησαν από τη θάλασσα. Στο ενδιάμεσο, δεκάδες μονοπάτια που εκκινούν από το βραδινό τοπίο για να καταλήξουν στο ηλιόλουστο, αποτελώντας –θα λέγαμε– μία μεταφορά ότι διαμέσου των δυσκολιών διανύουμε το σκοτάδι, ελπίζοντας να βγούμε στο φως.
Στο ελληνικό φως λούζονται και οι δύο νεαροί που απεικονίζονται στο έργο «Δύο φιγούρες και ανατέλλων ήλιος». Ο ένας είναι ξαπλωμένος, ο άλλος σηκωμένος και κρατά ένα χταπόδι. Άρτια είναι η αρμονική σύνδεση του κίτρινου, του πράσινου, όπως και αποχρώσεων του μωβ χρώματος. Το αρμονικό «πάντρεμα» των χρωμάτων διαπιστώνουμε στο σύνολο των συνθέσεών του με κυρίαρχες τις αποχρώσεις του κίτρινου και του μπλε, χρώματα τα οποία ντύνουν τους τοίχους όπου έχουν στηθεί τα έργα.
Η έκθεση πραγματοποιείται σε συνδιοργάνωση με το Craxton Estate, τον Δήμο Χανίων και την Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων. Επόμενος σταθμός της έκθεσης η Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων (Οκτώβριος 2022-Ιανουάριος 2023), έπειτα θα κάνει «στάση» στο Λονδίνο.