Αυστηρή και δυναμική προσωπικότητα, με χαρακτηριστικό ηχόχρωμα φωνής που συνταξίδευε το κοινό με τους ρόλους που υποδυόταν είναι οι πρώτες σκέψεις στο άκουσμα του ονόματος του ηθοποιού Κώστα Καζάκου (γενν. 1935, Πύργος Ηλείας), ενός ανθρώπου που έδινε το είναι του σε οτιδήποτε καταπιανόταν – κάτι που ο ίδιος θεωρούσε χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του.
Στοιχείο, θα λέγαμε, που του έδωσε τη δύναμη να πορευτεί στο μονοπάτι του θεάτρου και του κινηματογράφου, να υποδυθεί αληθινούς ανθρώπους σε αντίστοιχους ρόλους και να κερδίσει την αγάπη του κοινού. Στοιχείο που διέκριναν σκηνοθέτες όπως ο Κάρολος Κουν ζητώντας του να παίξει στις ταινίες τους. Δεκάδες οι ρόλοι που υποδύθηκε, όσες και οι υποκλίσεις που έκανε μετά από αυτές, έως την τελευταία του υπόκλιση, εκείνη της πραγματικής του ζωής, απουσία κοινού, πριν λίγες ώρες στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», σε ηλικία 87 ετών.
Αν και η σταδιοδρομία του στην υποκριτική ξεκινά στη δεκαετία του ’50, ο Καζάκος είχε καταπιαστεί με την αρχαία ελληνική γραμματεία ήδη από τα παιδικά του χρόνια. Όπως ο ίδιος είχε δηλώσει, διάβαζε πριν πάει σχολείο από μία μικρή βιβλιοθήκη που υπήρχε στο σπίτι του, και μεταξύ άλλων αποτελούνταν από έργα των Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Θουκυδίδη και Πλούταρχο. Αργότερα καταπιάστηκε με τα αρχαία και τα λατινικά για να μπει στη Φιλοσοφική, όμως η πόρτα έκλεισε λόγω των πολιτικών φρονημάτων της οικογένειάς του.
Βρήκε ανοικτή εκείνη της κινηματογραφικής σχολής Σταυράκου υπό το σκεπτικό να μπει σε ένα χώρο που είχε σχέση με τα γράμματα, έπειτα πέρασε από το κατώφλι της σχολής του Θεάτρου Τέχνης, αγάπησε την τέχνη και αφοσιώθηκε σε αυτή.
«Το ντεμπούτο του ήταν η σατιρική ταινία ‘’Αρπαγή της Περσεφόνης’’ (1956) του Γρηγόρη Γρηγορίου, σε σενάριο Ιάκωβου Καμπανέλλη. Μία επίσης σπουδαία ταινία στην οποία συμμετείχε ήταν ‘’Το μπλόκο’’ (1965) του Άδωνη Κύρου σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη» σημειώνει στο liberal.gr η πρόεδρος του ΔΣ της Ταινιοθήκης της Ελλάδος, Μαρία Κομνηνού.
Ο πρώτος μεγάλος του ρόλος ήταν στον «Κύκλο με την κιμωλία» (1957) του Μπέρτολτ Μπρεχτ σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν το 1957. Ανεξίτηλη ήταν επίσης η σφραγίδα που άφησε με τις παραστάσεις «Το μεγάλο μας τσίρκο» (1973) με την Τζένη Καρέζη, «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» (1982) του Έντουαρντ Άλμπι σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασέν, «Διαμάντια και μπλουζ» (1990) της Λούλας Αναγνωστάκη, «Ο θάνατος του εμποράκου» (1993) του Άρθουρ Μίλερ και «Η όπερα της πεντάρας» (1993) του Μπέρτολτ Μπρεχτ σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασέν, «Αντιγόνη» (1995) του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Μίνωα Βολανάκη, ανάμεσα σε άλλα.
Παρατηρούμε ότι αρκετά από τα έργα στα οποία συμμετείχε συνδέονται με τα βιβλία με τα οποία καταπιάστηκε από μικρός –ο ίδιος, μέχρι πρότινος, δήλωνε ότι θεωρούσε επικίνδυνη την αποκοπή από το βιβλίο. Στην εποχή μας, και σε κάθε εποχή που βάλλεται από πληθώρα κρίσεων, αντιλαμβανόμαστε το γιατί.
Δεν αρκεί να γράψουμε ότι η παρακαταθήκη του είναι μεγάλη, αρκετές επίσης είναι οι διακρίσεις που έλαβε, συν τοις άλλοις Α’ Χρυσό Βραβείο του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για την αρτιότερη παραγωγή στη μεταφορά της Λυσιστράτης. Εκτός, λοιπόν, της συνεισφοράς του στο θέατρο και τον κινηματογράφο, το στοιχείο με το οποίο θα λέγαμε ότι είχε προικιστεί ήταν η στωικότητα και η ειλικρίνεια. «Δίνουμε εξετάσεις δύο φορές το χρόνο, δύο φορές το χρόνο ψάχνουμε δουλειά. Είναι άγρια η συνθήκη για τον κόσμο του θεάτρου», έλεγε.