Tár: Η άνοδος και η πτώση
Facebook / TÁR
Facebook / TÁR
Κινηματογράφος

Tár: Η άνοδος και η πτώση

Ζητήματα εξουσίας και ελέγχου, αποδοχής ή όχι ενός καλλιτέχνη με κριτήριο είτε μόνο το έργο του είτε τη ζωή του, η άνοδος και η πτώση ενός σε εξέχουσα θέση, καθώς και ψήγματα για το τι εστί μουσική, είναι ζητήματα τα οποία κατά τον αμφιβληστροειδή μας πραγματεύεται η δραματική ταινία «Tár» του Τοντ Φιλντ.

Όπως μας καθοδηγεί ο τίτλος, πρωταγωνίστρια είναι η μαέστρος κλασικής μουσικής, διευθύντρια της Φιλαρμονικής του Βερολίνου, Λύντια Ταρ (Κέιτ Μπλάνσετ). Στο απόγειο της καριέρας της οπότε και προετοιμάζει την παρουσίαση ενός βιβλίου και τη ζωντανή ηχογράφηση της Πέμπτης Συμφωνίας του Μάλερ, καλείται να διαχειριστεί διάφορους ήχους που ακούει είτε γράφοντας μουσική είτε κάνοντας γυμναστική, δίχως να γνωρίζει την προέλευσή τους.

Αποδίδονται ως αποτέλεσμα σύγχυσης αλλά και του φόβου από τον οποίο έχει κατακλυστεί. Διότι, το παραμικρό ψεγάδι θα αμαυρώσει τη ζωή και την καριέρα της –τα φώτα έχουν εξάλλου στραφεί επάνω της.

Η στροφή την οποία παίρνει η ζωή και η καριέρα της είναι μεγάλη και απότομη, την εκτοπίσει. Στο πρόσωπό της μπορούμε να δούμε ανθρώπους σε εξέχουσα θέση, σήμερα, που λόγω ενός γεγονότος ή ακολουθίας αυτών κατακρημνίζεται η πορεία τους.

Η Ταρ, παρά την πτώση της από τη Φιλαρμονική του Βερολίνου σε κάποια ορχήστρα σε χώρα της Ασίας, διατηρεί την επαφή της με το πόντιουμ, όχι όμως  στο επίπεδο των συνθέσεων που επιθυμεί. Η σύγκριση δεν είναι επιτυχημένη, επεισόδια αδιαθεσία της στη νέα χώρα είναι μία αντίδραση του σώματός της στη νέα τάξη πραγμάτων.

Θυμόμαστε μία φράση της, απευθυνόμενη σε συνάδελφό της στη Φιλαρμονική: «Δεν έχουμε σπίτι, το μόνο που έχουμε είναι το πόντιουμ». Φράση που έμελλε να έχει αντίκτυπο και στην ίδια, στα τελευταία λεπτά της μεγάλης σε διάρκεια (158') ταινίας, υποψήφιας για έξι Όσκαρ.

Σε μεγάλο μέρος της ταινίας μας παρουσιάζεται το σκεπτικό της για τη μουσική: «μια μουσική που πραγματικά ζητά κάτι από εσάς, πρέπει να ακούγεται σαν ένα άτομο που τραγουδά με την ψυχή του [...] Σε στιγμές που δεν υπάρχουν λόγια η μουσική τους δίνει νόημα».

«Πρέπει να σταθείτε μπροστά στο κοινό και τον Θεό και να αφανιστείτε» παροτρύνει τους συμμετέχοντες σε masterclass που παραδίδει. Η αντιπαράθεσή της με έναν από αυτούς καταγράφεται μέσω κινητού τηλεφώνου και συμβάλει στη σταδιακή πτώση της. «Ο αρχιτέκτονας της ψυχής σου φαίνεται να είναι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης», του λέει. Η ίδια διαβάζει αργότερα σε αυτά (τα μέσα κοινωνικήγς δικτύωσης), όσα της επιρρίπτουν. 

Ο κόσμος του διαδικτύου εισβάλει σε αυτόν της πραγματικής ζωής, η εμπιστοσύνη έχει διαρραγεί. Ο χρόνος τον οποίο έχει αφιερώσει στη μουσική – «ο έλεγχος του χρόνου είναι κάτι δύσκολο» – αποτελεί πλέον κληρονομιά του εαυτού της. «Αυτή είναι η παρτιτούρα μου» αναφωνεί σε εκείνον που την αντικατέστησε, σπρώχνοντάς τον από το πόντιουμ· από τη μουσική «οικία» της, λαμβάνοντας υπ όψιν τη φράση της, που αναφέραμε, «δεν έχουμε σπίτι, το μόνο που έχουμε είναι το πόντιουμ».

Η ζωή που θα ακολουθήσει για την ίδια, η ιστορία στην κινηματογραφική ταινία, θα δείξουν για την ίδια, εάν θα την αντιμετωπίσουν βάσει της μουσικής της πορείας και του έργου που έγραψε –όπως η ίδια αντιμετωπίζει τους συνθέτες– ή σε συνάρτηση με όσα την οδήγησαν στην πτώση.

Πηγή κεντρικής φωτογραφίας: Facebook / TÁR